Η Επίδαυρος δεν είναι η Ιθάκη ούτε καν το ταξίδι

Κάθετα

Η Επίδαυρος δεν είναι η Ιθάκη ούτε καν το ταξίδι
Εχει σίγουρα σημασία, όχι μόνο συναισθηματική, η παρουσία του κυπριακού θεάτρου στην Επίδαυρο αλλά και στα θέατρα της Ελλάδας γενικότερα και το ζήτημα αυτό πρέπει να απασχολεί πολιτεία, αρμόδιους φορείς και καλλιτέχνες.

Η συμμετοχή όμως στo Φεστιβάλ Επιδαύρου δεν είναι αυτοσκοπός, δεν είναι η Ιθάκη που πρέπει να φτάσουμε πάση θυσία, δεν είναι καν το ταξίδι: θα έπρεπε να ήταν το αποτέλεσμα μιας πρότασης καλλιτεχνικής που θα γίνεται όχι απλώς για να «περάσει» στην Επίδαυρο ή με τη λογική «πώς να γεμίσει το θέατρο». Θα πρέπει να προτείνεται κάτι καινούργιο στις παραστάσεις αρχαίου δράματος, που για αυτό το λόγο θα ενδιέφερε τη διεύθυνση του Φεστιβάλ και που θα προσπαθούσε να κερδίσει τους Ελλαδίτες θεατές για αυτό που είναι. Η πρόταση και φυσικά η παράσταση είναι το ζητούμενο και όχι αν θα πάει στην Επίδαυρο.

Θα έπρεπε όμως να είναι όμως μια πρόταση του κυπριακού θεάτρου, το οποίο έχει σημαντικό παρελθόν στις παραστάσεις αρχαίου δράματος, έχει παρόν και σίγουρα έχει και μέλλον. Διαθέτει σκηνοθέτες και παλαιότερους αλλά και νεότερους, όπως και θεατρικές ομάδες, που παρουσίασαν ενδιαφέροντα δείγματα δουλειάς στο αρχαίο δράμα αλλά και γενικότερα και θα μπορούσαν, αν τους εζητείτο από τον ΘΟΚ, να προτείνουν παραγωγές αξιόλογες, τις οποίες υπάρχει εδώ το δυναμικό για να τις υποστηρίξει. Αν για να πάει ο ΘΟΚ στην Επίδαυρο, χρειάζεται δεκανίκια εκτός κυπριακού θεάτρου πρέπει αυτό να μας προβληματίσει. Και διευκρινίζω το αυτονόητο: πως στο κυπριακό θέατρο συμπεριλαμβάνονται όλοι οι καλλιτέχνες που ζουν στην Κύπρο και δημιουργούν εδώ. Κάποιοι καλλιτέχνες προερχόμενοι από την Ελλάδα δεν αποτελούν απλώς μέρος του κυπριακού θεάτρου, αλλά θεμελιώδη στοιχεία του, όπως η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, η Αννίτα Σαντοριναίου, η Στέλα Φυρογένη, για να αναφέρω μόνο τα πιο γνωστά ονόματα.

Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια με οτιδήποτε ξένο – πάντα θεωρώ πως αυτό δεν είναι μόνο ευπρόσδεκτο αλλά και αναγκαίο, όπως και η αλληλεπίδραση των πολιτισμών. Σκηνοθέτες, όχι μονό από την Ελλάδα αλλά και από άλλες χώρες έχουν προσφέρει στο παρελθόν πολλά στο κυπριακό θέατρο, μπορούν να προσφέρουν και σήμερα, πρέπει να επιδιώκουμε τέτοιες συνεργασίες. Ταυτόχρονα όμως έγνοια μας, και κυρίως του ΘΟΚ, θα πρέπει να είναι η στήριξη αλλά και η περαιτέρω ανάπτυξη του ντόπιου (με την έννοια που αναφέρω πιο πάνω) δυναμικού, γιατί αυτό θα αποτελέσει ουσιαστική επένδυση για την ανάπτυξη του πολιτισμού και του τόπου.

Αυτό που ενοχλεί περισσότερο είναι η ευκολία με την οποία τελευταία κάποιοι σκηνοθέτες φέρνουν μαζί τους, στις παραγωγές που τους ανατίθενται, αρκετούς ηθοποιούς, ίσως επειδή δεν γνωρίζουν τους ηθοποιούς που ζουν και εργάζονται στην Κύπρο. Παρακολουθώντας μια παράσταση δεν είναι, πιστεύω, δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιοι ηθοποιοί έχουν κάτι ιδιαίτερο να προσφέρουν σε μια παραγωγή και η παρουσία τους είναι συνυφασμένη με τη σκηνοθετική σύλληψη. Ενώ άλλους ρόλους θα μπορούσαν να τους ερμηνεύσουν κάλλιστα ηθοποιοί που ζουν και εργάζονται στην Κύπρο. Θα έπρεπε ο ΘΟΚ, αν χρειάζεται, με περισσότερη πειθώ να εξηγεί στους συνεργάτες του ότι η ανάπτυξη του ντόπιου δυναμικού είναι μέρος της αποστολής του και πόσο ωφέλιμη για το κυπριακό θέατρο μπορεί να καταστεί η συνεργασία των ηθοποιών μας με σημαντικούς και έμπειρους σκηνοθέτες.

Επιπλέον, ενοχλεί η ευκολία με την οποία ο ΘΟΚ φαίνεται να ενδίδει τελευταία στη λογική του σταρ-κράχτη από την Ελλάδα σε παραστάσεις του. Αν για να πάει ο ΘΟΚ και η Κύπρος στην Επίδαυρο, χρειαζόμαστε ονόματα-κράχτες και πρωταγωνιστές/στριες μεγάλου βεληνεκούς –ανεξάρτητα από το πόσο αξιόλογοι είναι–, αν στους Πέρσες του Αισχύλου, μια τραγωδία με τέσσερεις ρόλους (Άτοσσα, Αγγελιαφόρος, Ξέρξης και φάντασμα του Δαρείου), οι δύο ρόλοι είναι δοσμένοι σε άτομα εκτός κυπριακού θεάτρου, αν ο σκηνοθέτης προέρχεται επίσης από Ελλάδα, δεν ξέρουμε ακόμα ποιοι είναι οι άλλοι συντελεστές ενώ ακούστηκε ότι ίσως υπάρξει συμφωνία λογικής «φίφτυ-φίφτυ», ανάμεσα σε Κύπρο και Ελλάδα, τότε μάλλον πρέπει να το σκεφτούμε ξανά αν αξίζει να πάει ο ΘΟΚ στην Επίδαυρο.

Ελπίζω ειλικρινά να δούμε το καλοκαίρι μια αξιόλογη παράσταση, αλλά για να λέμε την αλήθεια, δεν είναι το κυπριακό θέατρο ούτε ο ΘΟΚ που θα πάνε φέτος Επίδαυρο.

Στόχος του κρατικού θεάτρου πρέπει να είναι: σκηνοθετικές προτάσεις αξιόλογες, ανάδειξη και περαιτέρω ανάπτυξη του ντόπιου δυναμικού, σκηνοθετών , ηθοποιών και των άλλων συντελεστών . Αν αυτό σημάνει να είναι ο ΘΟΚ και το κυπριακό θέατρο για κάποια περίοδο εκτός Επιδαύρου, αν σημαίνει πως δεν μπορούμε να πείσουμε με τις δικές μας δυνάμεις –που πιστεύω πως μπορούμε– τότε, ας μην πηγαίνουμε στην Επίδαυρο με αυτό τον τρόπο και με ψηλά κόστη, σε μια εποχή που περικόπτονται οι δαπάνες για το θέατρο, κρατικό και μη. Ας αξιοποιήσουμε τη γνώση των παλαιότερων σκηνοθετών αλλά κυρίως ας δώσουμε την ευκαιρία σε νεότερους και σε πολύ νέους ακόμα να δοκιμαστούν, να ρισκάρουν, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη συνέχεια και για νέες προτάσεις που θα έρθουν από την Κύπρο για το αρχαίο δράμα, που θα πείσει εκείνους που πρέπει ώστε να βρεθεί ξανά στην Επίδαυρο και την Ελλάδα.

Παρεμπιπτόντως, οι Ικέτιδες του Νίκου Χαραλάμπους και η Σαμία του Εύη Γαβριηλίδη, που υπήρξαν από τις καλύτερες στιγμές του Φεστιβάλ Επιδαύρου, ήταν παραγωγές με τις οποίες το κυπριακό θέατρο έδειξε εμπιστοσύνη στους καλλιτέχνες του.

Αντώνης Γεωργίου

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy