Η εξόδιος ακολουθία του Συνεργατισμού

Του Χρίστου Χατζήπαπα*

Η εξόδιος ακολουθία του Συνεργατισμού τελέστηκε πριν από λίγες μέρες στην αξιότιμη Βουλή. Στην αρχή, όπως κάθε θανατηφόρο, σε ελκύει να το παρακολουθήσεις, όπως τότε στα νεανικά μας χρόνια στο χωριό μετείχαμε σε όλες τις κηδείες. Κυρίως, όμως, τις ασύμβατες με τη φύση του ανθρώπου, όπως, π.χ., ενός ρωμαλέου εργάτη που είχε κατρακυλήσει από ύψος εκατόν ποδιών στο φράγμα που κτιζόταν τότε στο χωριό, από τα πρώτα στο νησί. Μας εντυπωσίαζαν ακόμη και τα μεγαλωμένα γένια του νεκρού, τον… επιθεωρούσαμε δυο και τρεις φορές πριν τον κατεβάσουν κάτω από το χώμα.

Έτσι και με τον Συνεργατισμό, που τον φέρανε επίτηδες μέχρι εκεί που δεν υπήρχε επιστροφή. Δεν άντεχα όμως να παρακολουθώ τους ανόητους ψάλτες και τους αρχιπρεσβύτερους ψεύτες. Το μυαλό μου είχε επιστρέψει στα δέκα μου χρόνια, στο ψιλόβροχο εκείνης της μέρας, που όσο πήγαινε μεταλλασσόταν σε κανονική βροχή, όμως εγώ ένιωθα σιγουριά επιστρέφοντας από τα χωράφια στο σπίτι, κουκουλωμένος σε μια κενή σακούλα λιπασμάτων της Συνεργατικής, διπλωμένη διαγωνίως, που με προστάτευε καλύτερα κι από το καλύτερο πανωφόρι. Με φόδρα από νάιλον.

Ήταν Κυριακή. Την άλλη μέρα μου έδωσε ο πατέρας μισό σελίνι και μαζί με ένα από κάποιον θείο τα κατέθεσα πρωί πρωί στο Ταμιευτήριο του Σχολείου. Ήταν δικά μου λεφτά. Δεν είχε σημασία αν με το που θα κατάφτανε η πατόζα το καλοκαίρι για το αλώνισμα του σιταριού, ο πατέρας θα… δανειζόταν αυτά τα λεφτά για να πληρώσει την αλωνιστική. Ακόμη και τότε το χαιρόμουν, που η οικογένεια, χάρη σε κάποιες οικονομίες μου, θα έβγαινε από τη δύσκολη θέση.

Μετά θυμήθηκα τη μάνα το σούρουπο του Σαββατόβραδου, γιορτινού κάπως, που εμείς τα παιδιά τής ζητούσαμε, παράλογα, έστω, να μας φτιάξει κεφτέδες, το αγαπημένο μας φαγητό. Υποκύπτοντας και μη έχοντας λεφτά, είπε να πάμε στο Συνεργατικό να πάρουμε ένα μεγάλο πόλιμπιφ και να το «γράψει» ο πωλητής…

Βερεσέ, δηλαδή! Εκείνη, στο μεταξύ, είχε τρίψει και στεγνώσει το τρίμμα από πατάτες, έβαζε μέσα κρεμμύδι, δυόσμο και μαϊντανό, έφτιαξε το θεσπέσιο γιορτινό μας δείπνο. Από τότε πέρασαν εξήντα χρόνια, αφού κτίσαμε σπίτια με δάνειο από τον Συνεργατισμό, σπουδάσαμε παιδιά, τα παντρέψαμε, μέχρι που προχθές πέθανε, είπαν, στα εκατό του… Από τι; Τον πέθαναν, είπε ο πατέρας, που όλα τα κοιτούσε από ψηλά…

Μεγάλο το έγκλημα, είπε. Ας όψονται! Πρώτη φορά άκουσα άνθρωπο να καταριέται ζωντανούς από τον τάφο. Τον σκότωσαν, οι αθεόφοβοι, για να διαμοιραστούν τα ιμάτιά του… Μα τι λες, πατέρα, του λέω. Βάλανε επιτροπή για να εξετάσει τις αιτίες κατάρρευσης. Τότε ακούστηκε ένα υποχθόνιο χαχανητό θλίψης, που γέμισε μεμιάς και ασυναισθήτως σπυράκια πόνου το δέρμα μου. Τα έξυνα συνεχώς. Μέχρι που μάτωσαν. Μα τι κάνεις εκεί, μου λέει η υποχθόνια φωνή. Αύριο όλα θα περάσουν. Οι δάσκαλοι δεν δουλεύουν όπως τότε, παιδί μου, θυμάσαι; Και θα απεργήσουν κι από πάνω.

Αυτό θα είναι από αύριο το πιο σοβαρό σας θέμα, και κοιτάτε, μην αφήσετε αγράμματα τα παιδιά. Μα άρχισες να λες βλακείες, πατέρα, νεκρικές βλακείες, μου φαίνεται… Όχι, παιδί μου. Είναι για να σκεπάσουν τις βρομιές τους. Κι αν θες να μάθεις, κυκλοφορεί κιόλας ένα ανόητο «γλωσσάρι» που ξεσηκώνει τον κόσμο. Ενώ, πριν απ’ αυτό, το επίσημο Υπουργείο των Ξένων το είχε υιοθετήσει και σε ξένη γλώσσα για την καταλαβαίνουν και οι προσφιλείς μας ξένοι: internal displaced person, είπανε τους πρόσφυγες στο επίσημο γλωσσάρι τους, και τα κατεχόμενα τα είπανε non controlled areas… οι προδότες! Και τώρα τι τους έπιασε. Θα το πιπιλίζουν σαν αγκίστρι χάνων που θα αλλάξει ξαφνικά, είπαν, τον τρόπο σκέψης τους, τον τρόπο του ύπνου τους, με ή χωρίς λεξοτανίλ, εκεί είναι το μεγάλο πρόβλημα… Ο ύπνος! Το παν στη ζωή είναι ο ύπνος, παιδί μου. Όχι ο δικός μας, ο αιώνιος ύπνος, που είναι ούτως ή άλλος ακίνδυνος. Αλλά ο ύπνος ο δικός σας, των ζωντανών, που καταπίνουν το αγκίστρι και κοιμούνται. Που καταπίνουν την κάμηλο, το καραβόσκοινο, δηλαδή, και διυλίζουν το κουνουπάκι. Ένα τροφαντό κοριτσάκι. Και θα το κατασπαράξουν όπως την Υπατία οι Χριστιανοί. Κι όλα τούτα θα τα κάνουν ενώ κοιμούνται, μέσα στον βαθύ τους ύπνο… Όχι βέβαια στον ύπνο του κρεβατιού, που είναι δώρο θεού, αλλά τον ύπνο στον ξύπνιο, μέχρι να… σαρανταρίσει ο Συνεργατισμός. Μα τι έπαθες πατέρα; Κι όλα αυτά για παραπλάνηση; Τρελαίνονται και μετά θάνατον οι άνθρωποι, πατέρα; Ναι, καμιά φορά, γιε μου, σαν βλέπουν από ψηλά την τρέλα των ζωντανών.

*Συγγραφέας

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy