Λογοτεχνικό  trivial/Ορίζοντας
Ο Γιώργος Μελή, με έναν επετειακό χαρακτήρα, γράφει, ενίοτε μεταφράζει και παρουσιάζει συγγραφείς, λογοτεχνικά κείμενα ή συμβάντα και άλλα «ασήμαντα».

Αφιέρωμα στον Ερβέ Γκιμπέρ

Η λογοτεχνική εξομολόγηση μίας διάγνωσης (Αυτοβιογραφία ΙΙΙ)

Στις 14 Δεκεμβρίου 1955 γεννιέται στο Σεν-Κλου ο δημοσιογράφος, φωτογράφος και συγγραφέας, Ερβέ Γκιμπέρ. Γόνος μιας συντηρητικής, μεσαίας τάξεως οικογένειας, θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να ανατρέψει τα αυστηρώς καθορισμένα όρια της παραδοσιακής αστικής γαλλικής κοινωνίας, η οποία μερικά χρόνια αργότερα θα συγκρουστεί βίαια με μία νεολαία που θα αποδοκιμάσει τον κύριο εκφραστή της, Σαρλ ντε Γκωλ. Η αμφισβήτηση που χαρακτηρίζει το τέλος αυτής δεκαετίας φαίνεται να τον έχει σημαδεύσει ανεξίτηλα. Γι’ αυτό και συγγραφικά, δοκιμάζει τα πάντα. Το έργο του τρέφεται από τις προσωπικές του εμπειρίες και αυτές του περίγυρού του, περνώντας από το φωτογραφικό μυθιστόρημα (Σουζάν και Λουίζ, 1989), στο ερωτικό διήγημα (Οι σκύλοι, 1982) και στην παραποιημένη αυτοβιογραφία (Οι γονείς μου, 1986), για να φτάσει στα χρονικά της εμπειρίας του με το AIDS, αυτά που τελικά θα τον κάνουν διάσημο: Στο φίλο που δεν μου έσωσε τη ζωή (1990), Το πρωτόκολλο της θλίψης (1991), Ο Άντρας με το κόκκινο καπέλο (1992) και  Κυτταρομεγαλοϊός: ημερολόγιο νοσοκομείου (1992).

Μπορεί η προσωπική εμπειρία να είναι το πρωτογενές του υλικό, ωστόσο η τέχνη του μυθιστορήματος σύμφωνα με τον Γκιμπέρ δεν αρκείται στην πιστή απεικόνιση του πραγματικού. Όπως ο ίδιος γράφει στο Οι γονείς μου, το βάρος πρέπει να δίδεται στην ανάπλαση της πραγματικότητας. Η γραφή και κυρίως η μυθοπλασία είναι για τον Γκιμπέρ ένα συνεχές παιχνίδι ανακατασκευής πραγματικών καταστάσεων, αναμνήσεων και ταυτοτήτων. Γι’ αυτό και το έργο του μπορεί να θεωρηθεί αυτομυθοπλαστικό. Θεματολογικά, τα κείμενά του διατρέχει το άγχος που δημιουργεί ο χαμένος χρόνος και η αναπολούμενη ευτυχία, που έχει προ πολλού παρέλθει. Στα τελευταία τέσσερα κείμενα όπου μαρτυρεί με χειρουργική λεπτομέρεια την τραγική πορεία της ασθένειάς του, ο χρόνος παραμένοντας πηγή έμπνευσης, παραδόξως γίνεται ταυτόχρονα σύμμαχος και εχθρός του. Γνωρίζοντας πως η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει, δεν περιμένει παθητικά τον επερχόμενο τέλος του λόγω του AIDS, αλλά γράφει. Γράφει μανιωδώς. Στον Κυτταρομεγαλοϊό εξηγεί πως η γραφή λειτουργεί ως αντικαταθλιπτικό, ως ρυθμιστής του χρόνου που του επιτρέπει να εξορκίσει το φόβο του θανάτου. Γι’ αυτό, και στο πρώτο από τα χρονικά του ξεκινά με μια από τις πιο παράδοξες εισαγωγές στην ιστορία της λογοτεχνίας: «Είχα AIDS τρεις ολόκληρους μήνες. Για την ακρίβεια, επί τρεις μήνες νόμιζα πως ήμουν καταδικασμένος απ’ αυτή τη θανατηφόρα αρρώστια που την ονομάζουν AIDS.»

Η τέχνη του μυθιστορήματος σύμφωνα με τον Γκιμπέρ δεν αρκείται στην πιστή απεικόνιση του πραγματικού.

Παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της σύντομης καριέρας, υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός, σε διάστημα δύο χρόνων γράφει τέσσερα βιβλία, δύο εκ των οποίων εκδίδονται μετά το θάνατό του. Τον Ιανουάριο του 1988 διαγιγνώσκεται με AIDS, ένα ιό που η ιατρική κοινότητα θεωρεί τότε πως πρόσβαλλε αποκλειστικά ομοφυλόφιλους άνδρες. Αφού πρώτα μοιράζεται τη διάγνωσή του με άτομα του στενού του περιβάλλοντος – πολλά από τα οποία θα γνωρίσουν τελικά την ίδια τύχη – στην συνέχεια όχι μόνο πράττει το ίδιο και με τους αναγνώστες του, αλλά καταγράφει την παθολογική και κοινωνική πραγματικότητα της ασθένειας.

Έτσι γεννιέται το Στο φίλο που δε μου έσωσε τη ζωή όπου ο αφηγητής αναφέρει πως από τα μέσα της δεκαετίας των 70 κυκλοφορεί μια φήμη για μια θανάσιμη ασθένεια, ένα « καρκίνο των gay ». Μέσα σε αυτό το κλίμα του φόβου και καθώς η υγεία φίλων του Ερβέ φθίνει για αδιευκρίνιστους λόγους, αποφασίζει να εξεταστεί και έτσι μαθαίνει ότι κι αυτός έχει προσβληθεί από το AIDS. Το ίδιο διάστημα, ο Μυζίλ, ένας πολύ αγαπημένος του φίλος, ακαδημαϊκός με τεράστια αναγνωρισημότητα στη Γαλλία όπως και στο εξωτερικό (ψευδώνυμο που δίνει στο Μισέλ Φουκώ) καταλήγει σε νοσοκομείο όπου και αργοπεθαίνει. Η εισαγωγή του στο νοσοκομείο, η τρομακτική φθορά του σώματός του όπως και ο θάνατός του περιβάλλονται από πλήρη μυστικότητα. Η τραγική πτώση του Μυζίλ, από τα φώτα της διασημότητας στο σκοτάδι της ντροπής, προαναγγέλλει και το επερχόμενο τέλος του αφηγητή-ήρωα. Δεδομένης αυτής της «κοινής θανατολογικής μοίρας» αποφασίζει, σε αντίθεση με το φίλο του, να κοινοποιήσει την αρρώστια του γράφοντας. Η ενοχή ως αποτέλεσμα του ιατρικού λόγου οδηγεί στο φόβο της περιθωριοποίησης του παθολογικού/μολυσμένου/ανήθικου/ομοφυλοφίλου. Γι’ αυτό γράφοντας, ο Γκιμπέρ ανακτά τον πλήρη έλεγχο της προσωπικής του ιστορίας αλλά και του τέλους του, καταστρέφοντας την πιθανότητα κυκλοφορίας ατιμωτικών ψιθύρων. Εντούτοις, αυτή η απόφαση είναι ιδιαίτερα προβληματική σε επίπεδο ηθικής, μία από τις σημαντικότερες παγίδες της αυτοβιογραφικής πράξης, καθώς ο συγγραφέας γράφοντας για τον ίδιο, μαρτυρεί και μυστικά άλλων, όπως την αίτια θανάτου του Μυζίλ. Αντί της απόκρυψης και κατά συνέπεια της πιθανής σπίλωσης της μνήμης, ο Γκιμπέρ επιλέγει την αλήθεια.

Κι αυτή η αλήθεια περνά από το λογοτεχνικό μικροσκόπιο που παρατηρεί μεθοδικά την καθημερινότητα ενός ασθενή με AIDS

Κι αυτή η αλήθεια περνά από το λογοτεχνικό μικροσκόπιο που παρατηρεί μεθοδικά την καθημερινότητα ενός ασθενή με AIDS: οι συνεχείς εξετάσεις και ιατρικές επισκέψεις, οι ασταμάτητες μετρήσεις των τ λεμφοκυττάρων, οι αμφίβολα σωτήριες θεραπείες, η απώλεια βάρους, μυϊκής δύναμης  και συγκέντρωσης, η ενοχοποίηση της σεξουαλικότητας, η μόνιμη παρουσία του θανάτου, η αβεβαιότητα που ενισχύεται με συγκρουόμενες γνωματεύσεις γιατρών, η βία του νοσοκομειακού προσωπικού, μα κυρίως η αναίσχυντη δημιουργία ψεύτικων ελπίδων, αυτή που εξηγεί και τον τίτλο του βιβλίου. Ο Μπιλ, ένας φίλος που ζει στην Αμερική, προθυμοποιείται να βοηθήσει τον Ερβέ καθώς γνωρίζει ένα γιατρό ο οποίος πιστεύει πως ανακάλυψε ένα εμβόλιο κατά του AIDS. Ο αφηγητής περιμένει εναγωνίως και είναι διατεθειμένος να κάνει ό,τι μπορεί, νόμιμο ή μη, για να βρεθεί στη λίστα των ατόμων που θα εμβολιαστούν σε φάση κλινικής δοκιμής. Η υπόσχεση όμως του Μπιλ αποκαλύπτεται πως δεν ήταν μόνο απάτη, αλλά και μία προσπάθεια χειραγώγησης του ετοιμοθάνατου φίλου του. Σε αυτόν αφιερώνεται το βιβλίο.

Όταν γράφω νιώθω πως είμαι πιο ζωντανός. Οι λέξεις είναι όμορφες, οι λέξεις είναι σωστές οι λέξεις είναι νικήτριες

Παρά τη δήλωση του σε τηλεοπτική συνέντευξη μετά την κυκλοφορία του πρώτου αυτού χρονικού πως δε θα ξαναγράψει, εντούτοις επιστρέφει γιατί μόνο έτσι μπορεί να επιβιώσει. Όπως εξηγεί στο Πρωτόκολλο της θλίψης: «Όταν γράφω νιώθω πως είμαι πιο ζωντανός. Οι λέξεις είναι όμορφες, οι λέξεις είναι σωστές οι λέξεις είναι νικήτριες». Κι όταν οι λέξεις δεν αρκούν πλέον για να περιγράψουν τη φρίκη της πραγματικότητας, καταλήγει στις εικόνες. Ευπρέπεια ή απρέπεια, μια ταινία μικρού μήκους με το Γκιμπέρ σε ρόλο σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή, παρουσιάζεται στη γαλλική τηλεόραση το 1992, μερικούς μόλις μήνες μετά το θάνατο του συγγραφέα στις 27 Δεκεμβρίου 1991.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy