Η προετοιμασία του αγώνα της ΕΟΚΑ

    Η στάση των ΗΠΑ και της Τουρκίας

    Επιμέλεια: Μιχάλης Μιχαήλ

    Οι προετοιμασίες για ένοπλο κίνημα συνεχίζονταν από τους Κυπρίους στην Ελλάδα. Κι αυτό παρά το ότι -όπως γράψαμε στο προηγούμενο σημείωμα- η Ελλάδα δεν είχε ούτε τις δυνατότητες ούτε την προθυμία να εμπλακεί σε περιπέτειες. Παρ’ όλα ταύτα, όπως σημειώνει ο Νίκος Κρανιδιώτης, «Ο ένοπλος αγώνας επιβλήθηκε στις ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες, ουσιαστικά -συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης Παπάγου- ήθελαν να αποφύγουν επιδιώκοντας να λύσουν ειρηνικά το θέμα».

    Αγνόησαν τις τουρκικές προειδοποιήσεις

    Οι διοργανωτές του ένοπλου κινήματος δεν αψηφούσαν μόνο την αρνητική ή έστω επιφυλακτική στάση της Ελλάδας. Πίστευαν ότι θα μπορούσαν να σύρουν την Ελλάδα στην περιπέτεια που σχεδίαζαν και θα γινόταν αυτό που έγραψε ο Ν. Κρανιδιώτης, να επιβάλουν δηλαδή τη γραμμή τους στην Ελλάδα. Εκείνο που καθόλου δεν έλαβαν υπόψιν, ούτε καν το λογάριασαν, ήταν η στάση που θα κρατούσε η Τουρκία. Καθησυχάζονταν από το ότι η Τουρκία είχε παραιτηθεί από κάθε δικαίωμά της στην Κύπρο με τη συνθήκη της Λοζάνης μέσω της πρόνοιας ότι «Η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την προσάρτησιν της Κύπρου ανακηρυχθείσαν υπό της Βρεττανικής Κυβερνήσεως την 5ην Νοεμβρίου 1914». Η Τουρκία είχε εκφράσει την αντίθεσή της στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα αμέσως μετά τα Οκτωβριανά του 1931. Κι έκτοτε επανέλαβε πολλές φορές τη θέση της ότι αν υπάρξει θέμα μεταβολής στην Κύπρο, τότε αυτή θα έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία. Ενόσω οι διαφορές ήταν λεκτικές ανάμεσα στη Μ. Βρετανία και τους Ε/κυπρίους, η Τουρκία απλώς προειδοποιούσε. Η στάση της άλλαξε αμέσως μετά τη συλλογή υπογραφών που έγινε το 1950 για την ένωση και οι προειδοποιήσεις έγιναν πιο έντονες. Όταν ήδη είχαν ξεκινήσει οι προετοιμασίες για την ΕΟΚΑ, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Φουάτ Κιοπρουλού, επαναλάμβανε τη θέση της χώρας του και προειδοποιούσε ότι η Τουρκία δεν θα έμενε με δεμένα τα χέρια. Τόνιζε με έμφαση ότι «δεν πιστεύουμε να αντιμετωπίζεται ζήτημα της μεταβολής του νομικού καθεστώτος της Κύπρου. Σε περίπτωση όμως κατά την οποία θα γινόταν λόγος για μια τέτοια μεταβολή, δεν θα μπορούσαμε να επιτρέψουμε να μη ζητηθεί προηγουμένως η γνώμη μας και θα υποστηρίξουμε τα δικαιώματά μας (…). Ενδιαφερόμαστε για την Κύπρο λόγω της γεωγραφικής σημασίας της και διότι οι κατοικούντες σε αυτήν ομοεθνείς μας αποτελούν σημαντικό αριθμό και διότι συνδεόμαστε ιστορικά με το νησί. Δεν υφίσταται κανένας λόγος μεταβολής της κατάστασης στην Κύπρο». Παράλληλα ο αρχηγός του αντιπολιτευόμενου Λαϊκού Κόμματος, Κασίμ Γκιουλέκ, υπεδείκνυε τις φιλικές σχέσεις της χώρας του με την Ελλάδα και σημείωνε ότι «αν παραστεί ανάγκη αλλαγής του καθεστώτος της Κύπρου, η αλλαγή αυτή θα πρέπει να γίνει υπέρ της Τουρκίας». Συνεπώς όσοι διατείνονται ότι οι Βρετανοί ενέταξαν στη διαμάχη την Τουρκία από το πουθενά, αυτό δεν ευσταθεί. Η Τουρκία είχε ξεκαθαρίσει ότι ενδιαφερόταν για το θέμα και οι Βρετανοί αξιοποίησαν αυτό το ενδιαφέρον για τα δικά τους συμφέροντα. Κι αυτά την ώρα που η ηγεσία της ΕΟΚΑ δεν λάμβανε καν υπόψιν αυτές τις προειδοποιήσεις.

    Η αντίθεση των ΗΠΑ

    Αντίθετες στη μεταβολή της κατάστασης στην Κύπρο ήταν και οι ΗΠΑ, οι οποίες προλείαιναν το έδαφος για το στήσιμο της συμμαχίας Ελλάδας και Τουρκίας μέσω της ένταξής τους στο ΝΑΤΟ. Και δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να διαταραχθούν οι σχέσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας για χάρη της Κύπρου και να χαλάσουν οι σχεδιασμοί τους. Όπως σημειώνει ο Σπ. Παπαγεωργίου, ακόμα και τον Φεβρουάριο του 1954, όταν ο Παν. Πιπινέλης θέλησε να συναντηθεί με Αμερικανό αξιωματούχο στην Αθήνα και να πάρει τη γνώμη του για την επικείμενη προσφυγή της Κύπρου στον ΟΗΕ, η αμερικανική απάντηση ήταν αρνητική. Μάλιστα, ένα μήνα προηγουμένως ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα είχε συμβουλεύσει την ελληνική κυβέρνηση να μην προβεί στην προσφυγή κι ότι σε μια τέτοια περίπτωση η στάση των ΗΠΑ θα ήταν αρνητική. Υπήρξε όμως και δημόσια αντίθεση μέσω του Υπ. Εξωτερικών, Τζον Φόστερ Ντάλες, ο οποίος απέστειλε επιστολή ημ. 28 Ιουλίου 1954 στον Παπάγο, συμβουλεύοντάς τον να μην προχωρήσει στην προσφυγή. Όταν δε συναντήθηκε με τον Παπάγο τον Οκτώβριο του 1954 στο Παρίσι, ο Ντάλες επαναλάμβανε τη θέση της χώρας του, υπογραμμίζοντας ότι «ενώ δεν είμαστε αντίθετοι στην επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να φέρει το κυπριακό στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, θα αναγκαστούμε να αντιταχθούμε στην ψήφιση οποιασδήποτε ουσιαστικής απόφασης».

    Η συζήτηση για την Κύπρο να μην περιλάβει κομμουνιστές

    Ενδιαφέρον παρουσιάζει κι ένα άλλο σημείο των δηλώσεων Ντάλες. Υποστήριζε διαβουλεύσεις μεταξύ των Κυπρίων και της Βρετανίας, αλλά χωρίς ανάμειξη κομμουνιστών. Έγραφε συγκεκριμένα: «Οι Κύπριοι και οι αγγλικές Αρχές είναι τα αμεσότερα ενδιαφερόμενα μέρη, και συνιστώ επίμονα όπως η κυβέρνησή σας [δηλ. η ελληνική κυβέρνηση] ασκήσει την φιλική της επιρροή επί των μη κομμουνιστών Κυπρίων ηγετών για να τους ενθαρρύνει σε σοβαρές διαπραγματεύσεις με τις βρετανικές Αρχές». Βεβαίως οι επικεφαλής της ε/κυπριακής Δεξιάς δεν είχαν ανάγκη την υπόδειξη του Ντάλες, αφού ήδη είχαν αποκλείσει από κάθε εμπλοκή τους Κύπριους κομμουνιστές. Άλλωστε σε καμιά περίπτωση η ηγεσία της ΕΟΚΑ δεν είχε πρόθεση να φτάσει σε λύση έξω από τα δυτικά πλαίσια. Μάλιστα ο Γρίβας σημειώνει ότι η Σοβιετική Ένωση επιδίωκε να επικρατήσει ιδεολογικά μέσω των επαναστατικών κινημάτων με τη συμμετοχή κομμουνιστών και καυχιέται ότι ο κυπριακός και ο αλγερινός αγώνας ήταν οι μόνοι που δεν υποκινήθηκαν από τους κομμουνιστές και υπογραμμίζει ότι «ο Κυπριακός [αγώνας], μάλιστα, δεν εδέχθη συνεργασίαν με τον κομμουνισμό ούτε επέτρεψεν εις τούτον να τον εκμεταλλευθή».

    Ο Παπάγος δεν ήθελε τον Γρίβα

    Μέσα σε αυτό το κλίμα συνεχίζονται οι διεργασίες για τον ένοπλο αγώνα. Ο Μακάριος πηγαινοέρχεται στην Αθήνα κι έχει συνεχώς επαφές τόσο με τον Γρίβα όσο και με την Επιτροπή Αγώνα, αλλά και τον πρωθυπουργό Παπάγο και τον Βασιλιά Παύλο. Παράλληλα ο Γρίβας πραγματοποίησε δύο επισκέψεις στην Κύπρο για κατόπτευση εδάφους κι επαφές. Στις 14 Φεβρουαρίου 1953 ο Μακάριος αναχώρησε για την Αθήνα κι επέστρεψε στις 21 Μαρτίου. Στις 17 του μήνα ειδοποιήθηκε ο συνεργάτης του Ανδρέας Αζίνας να πάει στην Αθήνα. Εκεί συναντήθηκε με τον Μακάριο, ο οποίος του μίλησε για τις επαφές του. Σύμφωνα με τον Αζίνα, συζήτησαν την πρόταση Γρίβα για αποστολή οπλισμού στην Κύπρο και ο Μακάριος τον ενημέρωσε για τη συνάντησή του με τον Παπάγο. Ο Μακάριος τού είπε ότι δεν ήθελε να κάνει δουλειές πίσω από την πλάτη της υπεύθυνης ελληνικής κυβέρνησης, αλλά ήθελε να τη θέσει και προ διλημμάτων. Όταν συναντήθηκαν ξανά, αυτή τη φορά στη Λευκωσία στις 22 Μαρτίου, ο Μακάριος είπε στον Αζίνα ότι «ο Παπάγος τον Γρίβα δεν τον ήθελε. Φοβόταν μήπως εξωθήσει την Κύπρο και την Ελλάδα πρόωρα σε στόχους που πιθανόν να χρειασθούν 2-3 χρόνια για να φτάσουμε». Σημειώνει παράλληλα ότι ο Γρίβας φοβόταν ότι η κυβέρνηση Παπάγου θα τον αντικαθιστούσε κι ότι οι σχέσεις τους οξύνθηκαν μετά από προκλήσεις των οπαδών τους εναντίον ανθρώπων του Παπάγου.

    Βασιλιάς Παύλος: Να μην πάει ο Γρίβας στην Κύπρο

    Ενάντια στην εμπλοκή Γρίβα ήταν και ο βασιλιάς Παύλος. Σύμφωνα με τον Παπαγεωργίου, ο Αμερικανός δημοσιολόγος Κύρος Σουλτσμπέρκερ γράφει ότι όταν συναντήθηκε με τον Παύλο στις 25 Ιανουαρίου 1957, ο βασιλιάς τού είπε ότι «ο Παπάγος διέπραξε μέγα λάθος με το να αφήσει τον Γρίβα να πάει στην Κύπρο. Του το είχα πει τότε να μην επιτρέψει στον Γρίβα να πάει στην Κύπρο. Ο Γρίβας είναι άνθρωπος της άκρας Δεξιάς…» Από όσα έχουν καταγραφεί είναι ξεκάθαρο ότι ο ένοπλος αγώνας στην Κύπρο κατείχε τρεις παγκόσμιες πρωτοτυπίες. Α. Ήταν ο μοναδικός αγώνας που σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε χωρίς συμμάχους και χωρίς την ουσιαστική στήριξη ακόμα και της χώρας με την οποία ήθελε να ενσωματώσει την Κύπρο. Β. Ήταν το μοναδικό κίνημα παγκόσμια που αντί της ανεξαρτησίας είχε ως στόχο την ενσωμάτωσή του σε άλλος κράτος, κάτι που ήταν ακατανόητο στη διεθνή πολιτική σκηνή. Γ. Ήταν το μοναδικό ένοπλο κίνημα που δεν είχε κοινωνικο-οικονομικούς στόχους, παρά μόνο πολιτικούς – αλυτρωτικούς.

    Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

    Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy