Η πρόταση της ΕΔΕΚ στο εθνικό συμβούλιο αναφορικά με τις εξελίξεις στο Κυπριακό

Η ΕΔΕΚ θεωρώντας ότι στο Κυπριακό παραγνωρίζεται το θέμα της εισβολής και της κατοχής και εξαιτίας “υποχωρήσεων και παραχωρήσεων” όπως τις χαρακτηρίζει, υπέβαλε στο εθνικό συμβούλιο πρόταση με τέσσερα χαρακτηριστικά τα οποία περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και πρόταση για επέκταση του στρατιωτικού ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή.

Το αποτέλεσμα της Πενταμερούς Διάσκεψης της Ελβετίας το 2017 ουσιαστικά έχει επιβεβαιώσει την αποτυχία της διαδικασίας για την επίλυση του κυπριακού που έχει ακολουθηθεί για τέσσερις τουλάχιστον δεκαετίες και η οποία είχε ως επίκεντρο δύο χαρακτηριστικά στοιχεία:

Το πρώτο ότι το πρόβλημα πρέπει να διευθετηθεί ανάμεσα στους Ε/κύπριους και τους Τ/κύπριους με αποτέλεσμα να παραγνωρίζεται η ουσία-του ως θέματος εισβολής, συνεχιζόμενης κατοχής, παραβίασης των πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων του λαού και κατ’ επέκταση εθνοκάθαρσης. Στοιχείο το οποίο διευκόλυνε την Τουρκία να είναι παρατηρητής και να αξιοποιεί το χρόνο προς όφελός-της, και

Το δεύτερο ότι με συνεχείς υποχωρήσεις και παραχωρήσεις θα αποδεικνυόταν στους τρίτους η καλή-μας θέληση για λύση και θα οδηγούσε τους εκπροσώπους του κατοχικού καθεστώτος και κατ’ επέκταση την Τουρκία σε λογικές υποχωρήσεις για την εξεύρεση τουλάχιστον ανεκτής λειτουργικής λύσης. Η επίτευξη όμως λύσης δεν εξαρτάται από τη δική-μας πλευρά. Η Τουρκία μέσα από την κωλυσιεργία και την παρελκυστική τακτική που ακολουθεί στοχεύει στην παράταση του χρόνου με στόχο την εδραίωση δεδομένων που θα τη βοηθήσουν στην υλοποίηση του τελικού-της στόχου, της πλήρους ενσωμάτωσης της Κύπρου στην τουρκική επικράτεια.  Δεν ήταν τυχαία η αναφορά του αείμνηστου Αρχ. Μακαρίου στην τελευταία-του ομιλία στις 20.7.1977 ότι ο διακοινοτικός διάλογος με αυτή τη μορφή διέδραμε τη χρησιμότητά-του και η Τουρκία τον αξιοποιεί για να εδραιώσει τα τετελεσμένα της εισβολής.

Η τακτική αυτή οδήγησε το 2004 στο σχέδιο Ανάν, το οποίο ο λαός-μας απέρριψε λόγω των μεγάλων κινδύνων που θα επέφερε η αποδοχή-του και στη συνέχεια στο αποτέλεσμα του Κρανς Μοντανά, όπου η Τουρκία είχε την ευθύνη για την αποτυχία της Διάσκεψης, αλλά δυστυχώς ο Γ.Γ. του ΟΗΕ την πίστωσε με εποικοδομητική στάση και επέρριψε την ευθύνη για τη μη κατάληξη σε συμφωνία στις «δύο κοινότητες».

Το πλαίσιο των έξι σημείων του Γ.Γ. του ΟΗΕ κινείται εκτός των αποφάσεων και ψηφισμάτων του Διεθνούς Οργανισμού, αλλά και του Διεθνούς Δικαίου και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό ως βάση συζήτησης. Τα σημεία τα οποία αναφέρονται στο περιουσιακό, στην εκ περιτροπής προεδρία, την περαιτέρω αριθμητική εξίσωση στα θεσμικά όργανα του κράτους, καθώς και στην παραχώρηση των τεσσάρων ελευθεριών της Ε.Ε. στους τούρκους υπηκόους είναι σαφή και άκρως αρνητικά. Τα υπόλοιπα που θα ικανοποιούσαν τις Ε/κυπριακές  ανησυχίες είναι ασαφή και αμφιλεγόμενα.

Την ίδια όμως στιγμή αυτή η διαδικασία κληροδότησε στην Τουρκία πολιτικά κεκτημένα και στο κατοχικό καθεστώς στοιχεία «κρατικής» αναβάθμισης. Δεδομένα τα οποία εάν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα θα είναι δύσκολο στην πορεία να ανατραπούν.

Σήμερα μετά από 15 μήνες στασιμότητας επιχειρείται η ενεργοποίηση μιας νέας προσπάθειας.  Φαίνεται ότι στο παρασκήνιο κάποιες πλευρές επιχειρούν να αλλάξει το πλαίσιο διαπραγμάτευσης εισάγοντας νέα στοιχεία, όπως συνομοσπονδία που επικαλείται η Τουρκία, ή χαλαρή ομοσπονδία. Αυτή η προσπάθεια από μόνη-της  επιβεβαιώνει τόσο την αποτυχία της διαδικασίας που έχει ακολουθηθεί όσο και το γεγονός ότι η ΔΔΟ αποτελεί ανέφικτο στόχο, της οποίας μάταια επιχειρείται να βρεθεί περιεχόμενο για να νομιμοποιηθεί ως πολιτειακό μόρφωμα.

Κατανοούμε τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την παράταση της σημερινής κατάστασης. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει σε πορεία που θα διευκολύνει τη νομιμοποίηση της διχοτόμησης και σε τελικό στάδιο την προσάρτηση της Κύπρου στην Τουρκία.

Είναι γεγονός ότι η στασιμότητα είναι αρνητική εξέλιξη με τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα. Όμως η κινητικότητα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι είναι θετική εξέλιξη. Εάν θα στραφεί προς λανθασμένη κατεύθυνση θα είναι ακόμα πιο αρνητική από την στασιμότητα και ίσως και καταστροφική. Η κινητικότητα θα πρέπει λοιπόν να στραφεί προς θετική κατεύθυνση ή τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να στραφεί προς αυτή.

Η πρόσφατη η έκθεση του Γ.Γ. του ΟΗΕ για το Κυπριακό είναι άκρως απογοητευτική. Στην εισαγωγή-της υπάρχουν αναφορές σε ζητήματα που δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνονται σε ένα κείμενο αυτού του επιπέδου, όπως για παράδειγμα η αναφορά στο γλωσσάρι, στα οδοφράγματα και στην εκδήλωση στο Πέλλαπαϊς. Την ίδια στιγμή απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην πραγματική αιτία του κυπριακού προβλήματος, που είναι η παράνομη και συνεχιζόμενη εισβολή.

Από τα πλέον ανησυχητικά σημεία της έκθεσης είναι το γεγονός ότι τηρεί ίσες αποστάσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές και αποφεύγει να καταδικάσει, ως όφειλε, το γεγονός ότι η Τουρκία με την πειρατική-της δράση παραβιάζει τη νομιμότητα και παρεμποδίζει  την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας για την αξιοποίηση των Υδρογονανθράκων.

Aκρως αρνητική είναι και η έμμεση πλην σαφέστατη αναφορά σε χρονοδιαγράμματα για τη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού, αγνοώντας ότι είναι η τουρκική πλευρά που δεν επιτρέπει την επίλυση του κυπριακού λόγω των προκλητικών της διεκδικήσεων.

Πολύ ανησυχητικές είναι και οι ασάφειες που υπάρχουν ως προς το τί ακριβώς εννοείται με τη συμφωνία σε «όρους αναφοράς» πριν την διαπραγμάτευση, καθώς και με την αναφορά σε «νέες ιδέες».

Οφείλουμε να σημειώσουμε πως οι όποιοι πανηγυρισμοί τόσο για το πλαίσιο των έξι σημείων όσο και για την πρόσφατη έκθεση του Γ.Γ.  είναι αδικαιολόγητοι. Η κυβέρνηση μέσα από σωστές τοποθετήσεις και παρεμβάσεις  πρέπει να στοχεύσει στη διαφοροποίηση των επικίνδυνων και αρνητικών σημείων που περιλαμβάνονται σε αυτή.

Η «χαλαρή ομοσπονδία» δεν διαφοροποιείται προς το καλύτερο ως προς το μοντέλο της ΔΔΟ. Ως εκ τούτου η αποδοχή-της δεν πρόκειται να:

  • Καταργήσει το γεωγραφικό διαχωρισμό του λαού με βάση την εθνοτική-του προέλευση,
  • Αποτρέψει την εγγυημένη πλειοψηφία πληθυσμού και ιδιοκτησίας που επιχειρείται να επιβληθεί
  • Απαλείψει την απαίτηση για αριθμητική εξίσωση σε σημαντικά όργανα του κράτους, όπως η Γερουσία, το Ανώτατο Δικαστήριο, η ΕΔΥ,

πρόνοιες οι οποίες θα δημιουργούν συνεχώς προβλήματα στη λειτουργία του κράτους και θα απαιτούνται αμφίβολης αξιοπιστίας «μηχανισμοί επίλυσης αδιεξόδων»

Η συζήτηση μιας τέτοιας μορφής λύση θα βοηθήσει στη μετακίνηση της βάσης της συζήτησης σε ένα εξίσου αρνητικό πλαίσιο, αυτό της συνομοσπονδίας. Θα φέρει την Τουρκία ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίηση του Β΄ σεναρίου-της, της ανακήρυξης νόμιμου τουρκικού κράτους στην Κύπρο.

Η συνέχιση της διερευνητικής προσπάθειας της εκπροσώπου του Γ.Γ.  μπορεί να αξιοποιηθεί για να προωθηθεί μια νέα διαδικασία με επίκεντρο συζήτησης τη διεθνή πτυχή του προβλήματος, δηλ. του τερματισμού της κατοχής, της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων και της κατάργησης των συνθηκών εγγύησης και συμμαχίας. Πρέπει επιτέλους να απαλλαγούμε από «το σύνδρομο της προσαρμογής», δηλ.  οι προτάσεις-μας για να κατατεθούν είτε στο τραπέζι των συνομιλιών, είτε στον ΟΗΕ πρέπει να έχουν πιθανότητες αποδοχής από την Τουρκία.

Η δυνατότητα όμως ουσιαστικού επηρεασμού αυτής της προσπάθειας μειώνεται όσο η Κυπριακή Δημοκρατίας δεν αξιοποιεί τα διπλωματικά και πολιτικά όπλα που διαθέτει και δεν προχωρεί στην ενίσχυση και αναβάθμιση του γεωστρατηγικού-της ρόλου.

Πολιτικά και διπλωματικά όπλα:
Η επίκληση των ψηφισμάτων και των αποφάσεων του ΟΗΕ περιορίζεται μόνο στη ΔΔΟ με πολιτική ισότητα και σε αυτό το πλαίσιο επιχειρείται να ρυθμιστούν οι τελικές πρόνοιες της λύσης. Γιατί όμως παραγνωρίζουμε άλλες πρόνοιες  που περιλαμβάνονται σε ψηφίσματα και αποφάσεις του ΟΗΕ, όπως π.χ.:

  • Η πολιτική ισότητα να περιορίζεται στην αποτελεσματική συμμετοχή των Τ/κυπρίων στη διακυβέρνηση και όχι στην αριθμητική εξίσωση
  • Την απόφαση της Γ.Σ. για πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων
  • Την επιστροφή των προσφύγων (Ε/κυπρίων και Τ/κυπρίων) σε συνθήκες ασφάλειας
  • Την κατά προτεραιότητα επιστροφή της πόλης της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία των συνομιλιών και την κατάληξη σε συμφωνίες.

Αξιοποίηση του γεωστρατηγικού παράγοντα:
Ο γεωστρατηγικός παράγοντας εάν αναβαθμιστεί και αξιοποιηθεί σωστά μπορεί να αποδειχθεί ένας ισχυρός μηχανισμός στην επίλυση του κυπριακού. Η προσεκτική αξιοποίηση εμπλεκομένων συμφερόντων σε συνδυασμό με τα πολιτικά και διπλωματικά πλεονεκτήματα μπορούν να αναβαθμίσουν το γεωστρατηγικό ρόλο της Κύπρου και να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική-της θέση με στόχο έστω τη μερική εξισορρόπηση της υπεροχής που διαθέτει η Τουρκία σε αυτό το επίπεδο.

Η μέχρι σήμερα εμπειρία από τα 42 χρόνια συνομιλιών επιβάλλει αλλαγή τακτικής για αποτελεσματική αντιμετώπιση των τουρκικών επεκτατικών σχεδιασμών και ανάληψη πρωτοβουλιών που θα φέρουν την Τουρκία σε δύσκολη θέση πολιτική και οικονομική.
Με βάση τα δεδομένα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή η διαμόρφωση ενιαίας πολιτικής Κύπρου – Ελλάδας είναι αναγκαία και απαραίτητη. Οι δύο χώρες επιβάλλεται να επικεντρώσουν την προσπάθειά-τους στην αναβάθμιση του γεωστρατηγικού-τους ρόλου στην περιοχή.

Η αναβάθμιση μπορεί να στηριχθεί σε τρείς βασικούς πυλώνες:

Τον Πολιτικό
Με επικέντρωση τον ΟΗΕ και την Ε.Ε.
Στο ΟΗΕ σταθερή θέση πρέπει να είναι η υλοποίηση του συνόλου των αποφάσεων και των ψηφισμάτων του Σ.Α και της Γ.Σ. και όχι μόνο του ψηφίσματος 649 του Σ.Α. που αναφέρεται στη ΔΔΟ με πολιτική ισότητα. Αιχμή αυτής της πολιτικής πρέπει να είναι η απόφαση της Γ.Σ. της 13ης Μαΐου 1983 για σύγκληση Διεθνούς Διάσκεψης για το κυπριακό με τη συμμετοχή των πέντε Μονίμων Μελών του Σ.Α. της Ε.Ε., των εγγυητριών χωρών και της Κ.Δ. με μοναδικό θέμα την υλοποίηση των αποφάσεων των Η.Ε. για τη διεθνή πτυχή του κυπριακού και συγκεκριμένα:

  • Την πλήρη αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων
  • Την κατάργηση των συνθηκών εγγύησης και συμμαχίας
  • Τον επαναπατρισμό των εποίκων, και
  • Την επιστροφή των προσφύγων σε συνθήκες ασφάλειας

Δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις ότι η υλοποίηση των πιο πάνω είναι εύκολη. Η εμμονή  όμως σε αυτά:

  • Αναστέλλει την αναβάθμιση του κατοχικού καθεστώτος και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται
  • Επαναφέρει το κυπριακό στη σωστή-του βάση ως προβλήματος εισβολής, συνεχιζόμενης κατοχής και εθνοκάθαρσης. Την ίδια στιγμή το απομακρύνει από τον επικίνδυνο εγκλωβισμό στη δικοινοτική-του πτυχή, όπου απαλλάσσει την Τουρκία από τις ευθύνες-της και μετατρέπει το κατοχικό καθεστώς σε «πολιτικά ισότιμο εταίρο», και τέλος
  • Απεγκλωβίζει τη λύση του κυπριακού από τον ασφυκτικό έλεγχο του Αμερικανο – Βρετανικού παράγοντα ο οποίος το δημιούργησε για να κατοχυρώσει τα γεωστρατηγικά-του συμφέροντα στην ευαίσθητη περιοχή της Αν. Μεσογείου και της Μ. Ανατολής.

Όσον αφορά  την Ε.Ε. η στόχευση πρέπει να αφορά την παρεμπόδιση οποιασδήποτε αναβάθμισης των εμπορικών και οικονομικών σχέσεων με την Τουρκία. Ειδικά αυτή την περίοδο όπου η τουρκική οικονομία εισέρχεται σε περίοδο ύφεσης είναι σημαντικό να παρεμποδισθεί η οικονομική αρωγή της Ε.Ε.
Είναι ουτοπία να πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει πρόθεση είτε από την τουρκική κυβέρνηση, είτε από τις ηγέτιδες χώρες της Ε.Ε. για πλήρη ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.

Αυτό που αμφότεροι επιθυμούν είναι το ειδικό καθεστώς. Αυτό βολεύει αφενός την Τουρκία γιατί ενώ δεν θα είναι υποχρεωμένη να εκδημοκρατικοποιήσει το πολιτειακό-της σύστημα και δεν θα τίθεται υπό αμφισβήτηση η εξουσία της άρχουσας πολιτικής τάξης, θα μπορεί την ίδια στιγμή να απολαμβάνει των οικονομικών πλεονεκτημάτων της συμφωνίας και να απορροφά ευρωπαϊκά κεφάλαια. Αφετέρου οι ηγέτιδες χώρες της Ε.Ε. θα μπορούν να αξιοποιούν τα φτηνά εργατικά χέρια στην Τουρκία για την παραγωγή των προϊόντων-τους αλλά και ως μια μεγάλη αγορά για την πώλησή-τους.

Η αναστολή αναβάθμισης αυτών των σχέσεων ενδέχεται να ενεργοποιήσει αντιθέσεις εντός του τουρκικού πολιτικού συστήματος λόγω διαφοροποίησης συμφερόντων, χωρίς να αποκλείεται αυτό να οδηγήσει σε χαλιναγώγηση της επεκτατικής πολιτικής της Άγκυρας σε βάρος της Ελλάδας, τερματισμό των προκλήσεων στο Αιγαίο και συναίνεση για εξεύρεση δημοκρατικής και βιώσιμης λύσης στο κυπριακό.

Το πολιτικό πλαίσιο αυτής της τακτικής πρέπει να περιλαμβάνει τη συμμόρφωση της Τουρκίας στις πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 και την υλοποίηση των κυπρογενών υποχρεώσεων που ανέλαβε έναντι της Ε.Ε. το Σεπτέμβριο του 2005.

Τον ενεργειακό
Η προσεκτική και πολυεπίπεδη αξιοποίησή-του θα υποβοηθήσει στη μερική εξισορρόπηση των συμφερόντων των δυνάμεων που εμπλέκονται στην περιοχή.
Είναι ήδη γνωστοί οι ενεργειακοί σχεδιασμοί της Άγκυρας και η τακτική που ακολουθεί για υλοποίησή-τους.
Η υλοποίησή-τους όμως την φέρνουν επί του παρόντος σε σύγκρουση με άλλες δύο ισχυρές χώρες της περιοχής, το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Με βάση αυτά τα δεδομένα Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να σχεδιάσουν τη  δική-τους τακτική και με προσεκτική και αναβαθμισμένη κλιμάκωση να προωθήσουν την υλοποίησή-της. Οι προτάσεις-μας είναι συγκεκριμένες:

  • Περαιτέρω αναβάθμιση των τριμερών συμφωνιών που έχουν υπογραφεί με τις άλλες χώρες της περιοχής, ώστε αυτές πέραν της εκμετάλλευσης να περιλαμβάνουν και εμπορικούς και γεωστρατηγικούς τομείς
  • Εμπλοκή ισχυρών εταιριών στην εκμετάλλευση με προηγούμενη διερεύνηση οι κυβερνήσεις των χωρών από τις οποίες προέρχονται να προσφέρουν κάλυψη έναντι των τουρκικών προκλήσεων
  • Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας Ελλάδας – Κύπρου και Αιγύπτου
  • Άμεση ενεργοποίηση της κατασκευής του αγωγού Αν. Μεσογείου (EastMed) για  μεταφορά Φ.Α. στην Ευρώπη. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τέρμα στους τουρκικούς σχεδιασμούς για αγωγό μέσω Τουρκίας, θα προσφέρει ενεργειακή επάρκεια στην Κεντρική Ευρώπη και θα οδηγήσει σε μερική εξισορρόπηση των οικονομικών και εμπορικών συμφερόντων  αυτών των χωρών σε σχέση με την Τουρκία.

Τον στρατιωτικό
Η υλοποίηση των δύο προηγούμενων πυλώνων θα ενισχυθεί σημαντικά από ανάλογη στρατιωτική υποστήριξη, την οποία η Κύπρος αδυνατεί να προσφέρει. Σε συνεργασία όμως με την Ελλάδα τα δεδομένα αλλάζουν σημαντικά.
Επιπρόσθετα η Ελλάδα δεν πρέπει να περιορίσει το γεωστρατηγικό-της ρόλο στο χώρο των Βαλκανίων. Πρέπει να τον επεκτείνει στην Αν. Μεσόγειο και τη Μ. Ανατολή. Μπορεί να το επιτύχει αξιοποιώντας την Κύπρο. Λάθη των ελληνικών κυβερνήσεων στο παρελθόν περιόρισαν αυτή τη δυνατότητα και ενίσχυσαν την τουρκική πολιτική.
Η ευκαιρία εξακολουθεί να υπάρχει. Οι συνθήκες σήμερα προσφέρονται για στενή στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας και Κύπρου.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό να ενεργοποιηθεί το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και να ενισχυθεί η παρουσία του ελληνικού στρατού στην Κύπρο, τόσο αριθμητικά όσο και οπλικά.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο αγώνας αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού είναι κοινός. Η Κύπρος δεν είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του Ελληνισμού, αλλά το τελευταίο. Εάν χαθεί η μάχη της Κύπρου θα χαθεί και η μάχη της Θράκης και του Αιγαίου.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy