Ιστορικές διαδρομές: Οι δολοφόνοι του Δώρου Λοΐζου

Συμπληρώθηκαν στις 30 Αυγούστου 47 χρόνια από τη δολοφονία του Οργανωτικού Γραμματέα της ΕΔΕΝ Δώρου Λοΐζου από την ΕΟΚΑ Β’.

Η δολοφονία του Δώρου Λοΐζου δεν ήταν η μοναδική που έγινε μετά την τουρκική εισβολή. Όπως συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις, για να μην πούμε για όλες, κανένας δεν καταδικάστηκε για τη δολοφονία και οι δολοφόνοι του Δώρου Λοΐζου κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι.

Όπως σημειώνει ο Κώστας Βενιζέλος στο βιβλίο του «Δώρος Λοΐζου – Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ελεύθεροι», το πόρισμα του θανατικού ανακριτή για τη δολοφονία είναι αρκούντως αποκαλυπτικό. Η Αστυνομία, τότε, έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να καλύψει το έγκλημα.

Ανακριτής: Δεν έγιναν οι ενδεδειγμένες έρευνες

Σύμφωνα με το προαναφερθέν βιβλίο, το πόρισμα του θανατικού ανακριτή, Αντώνη Ιωαννίδη, εκδόθηκε στις 30 Ιουνίου 1975 και καταγράφει όλα τα δεδομένα, τι έγινε και πρωτίστως τι δεν έγινε είναι αρκούντως διαφωτιστικό.

Ανάμεσα σ’ άλλα έγραφε ότι «από την ενώπιόν μου μαρτυρία είμαι της γνώμης ότι πράγματι δεν έγιναν αι ενδεδειγμέναι έρευναι διά τη διαλεύκανσιν του εγκλήματος. Περιπλέον δε είμαι της γνώμης ότι τη διαλεύκανσιν του παρόντος εγκλήματος όφειλε αμέσως να είχε αναλάβει ομάς αξιωματικών εκ των πλέον πεπειραμένων αξιωματικών της Αστυνομίας.

Ελπίζεται όπως χάριν του δημοσίου συμφέροντος και της ασφάλειας εις το μέλλον έχουν τούτο πάντοτε κατά νουν οι εντεταλμένοι διά τη διαλεύκανσιν παρομοίων εγκλημάτων…»

Σε ό,τι αφορά το πόρισμα, τουλάχιστον μια κατάθεση-κλειδί φαίνεται να μην έχει ληφθεί υπόψιν. Αναφορικά με τη στιγμή της δολοφονίας καταγράφεται ότι στις 9 το πρωί της 30ής Αυγούστου 1974, όταν το αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε ο Δώρος με συνοδηγό τη σύζυγό του, Βαρβάρα και στο πίσω κάθισμα τον πρόεδρο της ΕΔΕΚ, Βάσο Λυσσαρίδη, «ενώ το αυτοκίνητον οδηγείτο εις την Γέφυρα Κάνιγγος προς το περίπτερον ‘‘ΟΧΙ’’ δύο άτομα εξήλθον από ένα εσταθμευμένο εις την αριστερή πλευρά του δρόμου αυτοκίνητον, το οποίον δεν έφερε αριθμούς εγγραφής και ήτο εσταθμευμένο εις το μέρος εκεί διά δυο τουλάχιστον ώρας και άρχισαν να πυροβολούν εναντίον και των τριών προσώπων με αυτόματα επιθετικά τυφέκια τύπου καλασνίκοφ.

Από τους πυροβολισμούς ο Δώρος Λοΐζου απεβίωσε επιτόπου από σοκ και αιμορραγία από τρώσι της εγκεφαλικής ουσίας από τους πυροβολισμούς που εδέχθη, ο δε Βάσος Λυσσαρίδης και Βαρβάρα Λοΐζου ετραυματίσθησαν, ένα δε άλλο πρόσωπο ο Χρυσήλιος Μαυρομάτης, ο οποίος ευρίσκετο εις κατάστημα επί της οδού Ξάνθης Ξενιέρου έναντι του περιπτέρου ‘‘ΟΧΙ’’ ετραυματίσθη από τους πυροβολισμούς και μετεφέρθη εις το νοσοκομείο όπου απεβίωσε την 3/9/74 από τα τραύματά του».

Η αγνόηση μαρτύρων

Ενώπιον του δικαστηρίου κατατέθηκαν 11 μαρτυρίες μεταξύ των οποίων ήταν ο οδοκαθαριστής στο δημαρχείο Λευκωσίας, Νίκος Δημητρίου, ο οποίος εκείνο το πρωί εργαζόταν στην περιοχή του περιπτέρου «ΟΧΙ» και στη γέφυρα Κάνιγγος και ο οποίος ανέφερε στο δικαστήριο ότι είχε προσέξει πως ένα αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο με κατεύθυνση τη λεωφόρο Στασίνου.

Εντός του αυτοκινήτου βρίσκονταν τρία πρόσωπα. Ο οδηγός και δύο που καθόντουσαν στο πίσω μέρος του. Μόλις το αυτοκίνητο με τα υποψήφια θύματα έφτασε κοντά στο σταθμευμένο αυτοκίνητο, «κατέβηκε ένας από εκείνους που κάθονταν πίσω εις το σταθμευμένο αυτοκίνητο και άρχισε να πυροβολεί προς το αυτοκίνητο και έβλεπα τις σφαίρες που κτυπούσαν πίσω εις το ουρανί αυτοκίνητο.

Θα έριξε περίπου 30 σφαίρες. Εκατάλαβα ότι το όπλο ήταν καλασνίκοφ. Απήχε από εμένα 4-5 πόδια εκείνος που πυροβολούσε. Οι άλλοι δυο δεν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο. Εγώ εσυνέχισα τη δουλειά μου. Μετά εκείνος που πυροβολούσε μπήκε στο σταθμευμένο αυτοκίνητο το οποίο έφυγε προς την οδό Μπουμπουλίνας. Το αυτοκίνητο είχα προσέξει ότι δεν είχε νούμερα. Το χρώμα του ήταν κάτι μεταξύ άσπρου και καφέ. Ο οδηγός του αυτοκινήτου φορούσε στρατιωτικά ρούχα. Δεν είχε καπέλο. Ήτο περίπου 27-28 χρονών. Ε

ίχε μακριά μαύρα μαλλιά με γένια και μουστάκι. Εκείνος που πυροβόλησε φορούσε πολιτικά ρούχα. Θα ήταν 30 χρονών. Είχε μουστάκι αλλά ουχί γένια ή μαλλιά μακριά. Το ανάστημά του δεν ήτο ούτε ψηλόν ούτε χαμηλόν.

Φορούσε κοντομάνικο άσπρο πουκάμισο και σκούρο παντελόνι…» Κατάθεση στην Αστυνομία έδωσε και η Φροσούλα Νικολάου στις 13/9/74, η οποία κατονόμασε έναν από τους δράστες ο οποίος στο μεταξύ είχε συλληφθεί. Ωστόσο, η κατάθεση λήφθηκε τρεις μέρες μετά που ο κατονομαζόμενος είχε αφεθεί ελεύθερος από την Αστυνομία, διότι όπως ελέχθη, δεν βρέθηκε τίποτε το ενοχοποιητικό εναντίον του.

Η κατάθεση της Νικολάου δεν έφτασε στο δικαστήριο διότι η Αστυνομία δήλωσε άγνοια για την ύπαρξη της κατάθεσης.

Όμως ούτε η μαρτυρία του Δημητρίου αξιοποιήθηκε από την Αστυνομία.

Ο Β. Λυσσαρίδης κατονομάζει τον συντονιστή

Αξίζει να σημειωθεί ότι και ο Βάσος Λυσσαρίδης, όπως αναφέρεται στο πόρισμα, «εξέφρασε πολλά παράπονα εναντίον της Αστυνομίας ως προς τη διαλεύκανσιν του εγκλήματος, και ακόμη και υποψίες ότι μέλη της Αστυνομίας ενέχονται εις το έγκλημα.

Όσον αφορά τας υποψίας του εναντίον της Αστυνομίας ότι μέλη της ενέχονται εις το έγκλημα, δεν έχω ενώπιόν μου οιανδήποτε μαρτυρία που να δικαιολογεί τας υποψίας του», αναφέρει ο ανακριτής. Σε συνέντευξη του στον γράφοντα τον Αύγουστο του 2013 (η συνέντευξη δεν έχει δημοσιοποιηθεί ακόμη) ανέφερε τα εξής: «Γνωρίζω τους δολοφόνους. Έχω στοιχεία και τα έδωσα.

Όταν γινόταν η θανατική ανάκριση ήταν ο Α.Ρ.1 . Εγώ είπα ότι αυτός είναι δολοφόνος. Μου λέει ο δικηγόρος του να αναιρέσω διότι δεν καταδικάστηκε. Εγώ απάντησα ότι δεν αναιρώ. Όταν το είπα τρίτη φορά ο δικαστής με παρακάλεσε να μην το ξαναπώ. Μου είπε το είπες τρεις φορές, είναι ανάγκη να το ξαναπείς; Ο Ρ. ήταν ο συντονιστής των εκτελεστών. Και μάλιστα είχα μία μαρτυρία η οποία δεν τολμούσε να μας πει το όνομά του καν, ότι μπήκε ένας από τους δολοφόνους στο τηλέφωνο και του είπε, εφάμεν τον γιατρό, διότι νόμιζαν ότι επειδή είχα αρκετό αίμα πάνω μου, ότι με σκότωσαν. Είπα τα ονόματα.

Έκαναν 20 λεπτά να έρθει η Αστυνομία στο χώρο της απόπειρας για να ανεύρει ίχνη. Μία γυναίκα η οποία μαρτύρησε έπαθε ηλεκτροπληξία. Κάποιος κηπουρός του δημαρχείου που είπε κάτι ήρθε γονατιστός και με παρακάλεσε να μην πω το όνομά του διότι είχε γυναίκα και παιδιά και φοβόταν ότι θα τον δολοφονούσαν.

Εγώ έβαλα τον δάκτυλον εις την ηθική ηγεσία (ανήθικη ουσιαστικά) της εγκληματικής πράξης. Γιατί για μένα εκείνος που κρατούσε το πιστόλι ήταν μηδαμινής αξίας και σημασίας. Σημασία είχε ποιοι κρύβονταν πίσω από την απόπειρα».

Στην ίδια συνέντευξη ο Β. Λυσσαρίδης ανέφερε ότι δεν έχει στοιχεία για την ανάμειξη ξένων μυστικών υπηρεσιών και συνεπεία τούτου δεν μπορεί να ισχυριστεί οτιδήποτε. Άλλες πληροφορίες Σε συνέντευξη που παραχώρησε στον γράφοντα το 2017 η σύζυγος του Δώρου Λοΐζου, Βαρβάρα, απάντησε θετικά στο ερώτημά μας αν γνωρίζει τους δολοφόνους. Ωστόσο, πρόσθεσε, στη δικαστική διαδικασία που έγινε είχε πει ότι δεν είχε δει τους δολοφόνους.

Ο λόγος, ανέφερε, ήταν ότι δεν είχε επιλογή «Αν κοίταζα πίσω να δω τους δολοφόνους, ίσως να ήμουν νεκρή».

Άλλος γνώστης των πραγμάτων, που ζήτησε να κρατηθεί η ανωνυμία του, μας ανέφερε ότι είχε πληροφορίες ότι θα δολοφονείτο ο Δώρος και ότι αυτή την πληροφορία του την έδωσε αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών.

Όμως του είπε μόνο το μικρό όνομα και αυτός νόμισε ότι η πληροφορία αφορούσε τον Δώρο Ηλία (επίσης στέλεχος της ΕΔΕΚ ο οποίος απεβίωσε πρόσφατα), τον οποίο και ειδοποίησε. Αλλά και ο Χρίστος Βιολάρης, στέλεχος τότε της ΕΔΕΚ, μας ανέφερε ότι σύμφωνα με όσα γνωρίζει, στόχος ήταν ο Δώρος Λοΐζου και όχι ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ.

Αναφέρει ακόμα ότι ένα πρόσωπο, επίσης στέλεχος του κόμματος2 και πολύ κοντά στον Β. Λυσσαρίδη και το οποίο κρατούσε τους καταλόγους με τα ονόματα όσων μελών των ενόπλων ομάδων της ΕΔΕΚ κρατούσαν όπλα, όπως αποδείχθηκε, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, στις 16 Ιουλίου οδηγήθηκε στο ΓΕΕΦ για ανάκριση.

Ενώπιον των ανακριτών, Κων/ νου Κομπόκη και Λευτέρη Παπαδόπουλου3 , έδωσε με τη θέλησή του αρκετά στοιχεία και κατονόμασε τον Δώρο Λοΐζου ως τον πραγματικό αρχηγό των ενόπλων ομάδων, και ως υπαρχηγούς τον Μάριο Τεμπριώτη, τον Ζήνωνα Σιερεπεκλή, τον Άντρο Νικολαΐδη και τον Ρένο Πρέντζα.

Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο ισχυρισμό, την ίδια ημέρα ο Κομπόκης κάλεσε στο ΓΕΕΦ τους 4 εκτελεστές και τους είπε κατά λέξη «θέλω την κεφαλή αυτού του σκύλου» και τους έδωσε μια φωτογραφία του Δώρου Λοΐζου. Με όσα αναφέραμε, η δολοφονία του Δώρου παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστη.

Όπως και πολλές άλλες. Και είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι όλα αυτά τα εγκλήματα βαραίνουν μερίδα της Δεξιάς και την ακροδεξιά της Κύπρου.

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy