
Όπως επεξηγήθηκε σε προηγούµενα σηµειώµατα το αντικείµενο της µελέτης του ιστορικού υλισµού είναι η ανθρώπινη κοινωνία και οι πιο γενικοί νόµοι, που διέπουν την ανάπτυξή της. Για την αποκάλυψη όµως αυτών των νόµων θα έπρεπε να αναδειχθεί ο ρόλος που διαδραµατίζει η παραγωγή αγαθών στην κοινωνική ζωή.
Είναι πλήρως κατανοητό ότι η κοινωνία δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς την παραγωγή των απαραίτητων για τη ζωή των ανθρώπων υλικών αγαθών. Η συγκεκριµένη αυτή θέση αναγνωριζόταν και ήταν αποδεκτή από την κοινωνιολογία πολύ πριν τους Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς. Οι τελευταίοι όµως προχώρησαν ένα βήµα παραπέρα. Αυτό το βήµα αποτέλεσε µια µεγάλη ανακάλυψη στην επιστήµη, η ουσία της οποίας περικλείεται στον καθορισµό της νοµοτελειακής εξάρτησης του συστήµατος όλων των κοινωνικών σχέσεων από τον τρόπο παραγωγής υλικών αγαθών.
Στη διαδικασία της παραγωγής οι άνθρωποι δεν δηµιουργούν µόνο υλικά προϊόντα και άλλα µέσα για την ύπαρξή τους, αλλά παράγοντας υλικά αγαθά την ίδια στιγµή παράγουν και αναπαράγουν τις ίδιες τις δικές τους κοινωνικές σχέσεις.
Είναι γι’ αυτό, που η µελέτη της κοινωνικής παραγωγής, της δοµής της, των δηµιουργούµενων της στοιχείων και των αλληλοσχέσεών τους, των γενικών νόµων ανάπτυξης της παραγωγής και αναπαραγωγής της υλικής πλευράς της κοινωνικής ζωής δίνει τη δυνατότητα διείσδυσης στην ουσία της ιστορικής διαδικασίας και αποκάλυψης των βαθύτερων κοινωνικών µηχανισµών, που ενεργοποιούνται µέσα στην κοινωνία.
Κοινωνία και Φύση, η αλληλεπίδρασή τους (α)
Η παραγωγή υλικών αγαθών αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση τόσο της εσωτερικής δοµής της κοινωνίας, όσο και των αµοιβαίων σχέσεών της µε την περιβάλλουσα φύση. Η παραγωγή πρώτα απ’ όλα είναι µια διαδικασία αλληλενέργειας της κοινωνίας µε τη φύση και είναι, ακριβώς, µέσω αυτής της αλληλενέργειας που οι άνθρωποι εξασφαλίζουν από τη φύση τα απαραίτητα για αυτούς µέσα ύπαρξης. Η εργασία, η παραγωγή ταυτόχρονα είναι η αρχή της δηµιουργίας του ίδιου του ανθρώπου ως κοινωνικής ύπαρξης, διαχωρίζοντάς τον από την ίδια τη φύση.
Η κινητήρια δύναµη, η βάση για τη διαµόρφωση του ανθρώπου είναι η εργασία. Σίγουρα όµως αυτή η θέση δεν πρέπει να κατανοείται απλοποιηµένα από την άποψη ότι η εργασία εµφανίσθηκε ή υπήρχε πριν από τον άνθρωπο.
Οι πρώτοι πρόγονοι του ανθρώπου χρησιµοποιούσαν ως εργαλεία τα πιο απλά αντικείµενα της φύσης, που έτυχε να βρεθούν στα χέρια τους είτε για να υπερασπιστούν από τα άγρια θηρία, είτε για να συλλάβουν κάποιο θήραµα. Αυτή όµως η δραστηριότητά τους ανήκε ακόµα στην κατηγορία των πρώτων ζωοειδών ενστικτωδών µορφών εργασίας. Ακριβώς όµως αυτή η πρωτόγονη δραστηριότητα των προγόνων του ανθρώπου ήταν και η απαρχή για τη διαµόρφωση της ανθρώπινης εργασίας σε τέτοια µορφή, που αποτελεί αποκλειστικό προνόµιο του ανθρώπου.
Από την απλή χρήση των ευρισκόµενων στη φύση αντικειµένων, που κάποτε συναντάται και στα ζώα, οι πρόγονοί µας σταδιακά πέρασαν στην κατασκευή εργαλείων εργασίας και αυτό ήταν το βασικό, καθοριστικό σηµείο για την εµφάνιση της ίδιας της ανθρώπινης εργασίας.
Η εργασιακή δραστηριότητα είχε δύο καθοριστικά αποτελέσµατα. Πρώτον, ο οργανισµός των προγόνων µας άρχισε να προσαρµόζεται όχι απλά στις συνθήκες του περίγυρού του, αλλά και στην εργασιακή δραστηριότητα. Οι ιδιαίτερες ικανότητες της σωµατικής διάπλασης του ανθρώπινου είδους, δηλαδή η ορθή βάδιση, η διαφοροποίηση των λειτουργιών των άνω και κάτω άκρων, η ανάπτυξη και τελειοποίηση του χεριού και του εγκεφάλου, έτυχαν επεξεργασίας στη διαδικασία µιας µακράς στο χρόνο προσαρµοστικότητας του οργανισµού στην εκτέλεση διαφόρων εργασιακών λειτουργιών. ∆εύτερον, η εργασία όντας µια από κοινού δραστηριότητα διέγειρε την εµφάνιση και ανάπτυξη του αρθρωτού λόγου, της γλώσσας ως µέσου επικοινωνίας, συσσώρευσης και µετάδοσης της εργασιακής κοινωνικής εµπειρίας.
Η διαδικασία διαµόρφωσης του ανθρώπου έχει δύο βασικά όρια.
Το πρώτο είναι συνδεδεµένο µε την έναρξη της κατασκευής εργαλείων εργασίας. Τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήµατα αυτής της διαδικασίας χρονολογούνται στα 2,5 εκατ. χρόνια και, ιδιαίτερα στα τέλη της περιόδου, στο στάδιο των διαµορφωνόµενων ανθρώπων (Πιθηκάνθρωποι και Νεάντερταλ). Αυτό καταδεικνύει την εσωτερική σχέση µεταξύ της ανάπτυξης της εργασίας και της διαµόρφωσης του ανθρώπου.
Το δεύτερο µεγάλο ποιοτικό όριο, καθορισµένο στις 100.000 χρόνια πριν, είναι η εµφάνιση του σύγχρονου ανθρώπου (Homo Sapiens).
