Καλλίττερα βρακάς παρά παντελονάς…

*Χριστόδουλος Βασίλη, 102 ετών από τον Κόρνο. Ο τελευταίος Κύπριος βρακάς!

Του δημοσιογράφου-ερευνητή Αντώνη Γλυκερίου 

[email protected]

IMG_0185

Η «Χαραυγή» δημοσιεύει σήμερα μια ιστορική κατάθεση πολιτισμού. Παρουσιάζει τον τελευταίο εκπρόσωπο της κυπριακής παραδοσιακής ενδυμασίας, η οποία αφού διήνυσε μια μακρά πορεία, κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής που την γέννησε και την συντήρησε και αφού αφομοίωσε τις εκάστοτε αλλαγές των περιόδων που ακολούθησαν και δημιούργησε την προσωπική-κυπριακή της ταυτότητα, παρέδωσε τελικά τη θέση της στις νεότερες ενδυματολογικές απαιτήσεις των καιρών. Ομως, ο λεβεντόγερος Χριστόδουλος Βασίλη σε πείσμα των καιρών εξακολουθεί να αντιστέκεται!

Θυμάται τον κόσμο από το 1917… Παρόλο που δεν του είπαν τίποτε για τη Σοσιαλιστική Επανάσταση του Λένιν… Θυμάται και το πρώτο αυτοκίνητο που ήρθε στον Κόρνο το 1925… Θυμάται, όμως, περισσότερο, τη φτώχεια και τη μιζέρια που υπήρχε στο χωριό του και παράλληλα νοσταλγεί τις ανθρώπινες σχέσεις που υπήρχαν τότε, το ήθος και τις αξίες που σήμερα τείνουν να παραμεληθούν.

Ο παππούς Χριστόδουλος -ο βρακάς- είναι η ζωντανή κυπριακή λεβεντιά, η χαμένη αξιοπρέπειά μας. Είναι ο τελευταίος κρίκος ενός αθώου, αγνού κόσμου που χάθηκε και τον οποίο με ιδιαίτερη συγκίνηση νοσταλγούμε στα ενδόμυχά μας. Τον κόσμο της ανθρωπιάς, της καλοσύνης, της σεμνότητας, της ανιδιοτέλειας και της εργατικότητας. Προσωπικά, παρακολουθούσα με συγκίνηση τον παππού Χριστόδουλο, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, μελετώντας κάθε λέξη, μορφασμό και κίνησή του.

Ευπροσήγορος, με διαύγεια πνεύματος, ξηγημένες κουβέντες και καθάριο βλέμμα, ο παππούς Χριστόδουλος απαντά σε κάθε μας ερώτηση. Εκφραστικός, άλλοτε με ευφυολογήματα, καλοζυγισμένες κουβέντες, ενίοτε με χειμαρρώδη λόγο, με ζωντάνια και παραστατικότητα, ξεδιπλώνει την αρχοντιά του Κύπριου χωρικού, την αυθεντική μεγαλοσύνη της Κύπρου!

IMG_0180

Τον ρωτάμε πόσο χρονών είναι και από πότε θυμάται τον κόσμο.

«Είμαι 102 χρονών, γέννημα του 1912 (Ιούλιος)… Θυμούμαι τον κόσμο που το 1917… Γεννήθηκα στο Δελίκηπο. Ο κόσμος τότε στα χωρκά μας ασχολείτουν με την αγγειοπλαστική. Εκτυπούσαν το χώμα, αλέθαν το, έπλαθαν το με νερό τζιαι εκάμναν τις κούζες. Οι νοικοτζυρές εζύμωναν ψουμιά τζιαι εφέρναν μας το αχνιστό τζιαι μυρωδάτο. Κάποτε, αντί για ψουμί εκάμναν πίττες της σάτζης. Ηταν χρόνια δύσκολα τζιαι είσιε μεγάλη φτώσσια τζιαι ανεργία».

– Εσύ ο ίδιος με τι ασχολιόσουν;

«Ημουν βοσκός. Ο πατέρας μου έβκαλέ με που το σκολείο στη Δευτέρα του Δημοτικού, για να προσέχω μαζί με έναν αδελφό μου το κοπάδι στα βουνά. Οι δκυο άλλοι αδελφοί μου βοηθούσαν τον πατέρα μας στη γεωργία. Εγιορκούσαμε ποούλλα χωρίς ορμόνες τζιαι λιπάσματα, όπως τωρά. Χρησιμοποιούσαμε μόνο τις κοπριές των τσούρων. Είχαμε αμπέλια τζιαι αθασιές. Ακόμα, οργώναμε με το ξύλινο άλετρο τζιαι τα βούδκια στο ζευκάρι…».

Οσο για τους κατοίκους του Κόρνου μάς είπε: «Οι χωρκανοί μας είχαν επίσης αμπέλια, οι πράκτες πουλούσαν ξύλα. Το μεροκάματο ήταν δκυο σελίνια την ημέρα. Οι κοπέλες εδούλευκαν στο Σταυροβούνι, εφυτεύκαν σπόρους για έξι ριάλια την ημέρα. Το ψουμί ήταν 60 παράες τζιαι πολύς κόσμος δεν κρατούσε να το γοράσει».

Τον ρωτάμε πότε και με ποιο μέσο ταξίδευε εκείνα τα χρόνια και μας απαντά ότι μεταφορικό του μέσο ήταν τα πόδια του. Δεν χρειαζόταν συχνά να πάει στη Λευκωσία ή στη Λάρνακα αλλά όταν έπρεπε, πήγαινε περπατώντας. Αυτοκίνητο είδε για πρώτη φορά το 1925. Αυτό ήταν το λεωφορείο του χωριού τους, το οποίο έφερνε και την πόστα. Μας εξηγεί ότι υπήρχαν δύο αγγειοπλάστες χωριανοί τους, οι οποίοι έκαναν και τους μεσιτέμπορους. Αυτοί αγόραζαν αγγεία από τους χωριανούς τους και τα μεταπωλούσαν σε διάφορα χωριά της περιοχής, αλλά και στη Λευκωσία και τη Λάρνακα. Μετέφεραν τα αγγεία τους σε άμαξες, τις οποίες έσερναν μούλες.

Φωνογράφο με χωνί άκουσε αργότερα το 1930. Του έκανε φοβερή εντύπωση, όπως μας είπε: «Πώς τραγουδά τζείντο πράμα τζιαμέ…».

«Θυμάμαι το 1940, όταν όλοι οι χωρκανοί μαζευτήκαμε στην πλατεία του χωρκού για να δούμεν το παράξενο πουλί που επέταν πάνω που το χωρκόν… Το ρεύμα ήρτεν το 1960, όσο για το τηλέφωνο, το ράδιο τζιαι την τηλεόραση, τούτα ήρταν… τελευταία».

Τον ρωτάμε για το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και αν υπήρξε συμμετοχή από συγχωριανούς του. Μας απαντά πως τότε λόγω της φτώχειας και της ανεργίας πολλοί Κύπριοι κατατάχθηκαν στον αγγλικό στρατό ως εθελοντές. Συμπληρώνει, επίσης, ότι οι Κύπριοι εθελοντές πληρώνονταν δύο σελίνια ως μεροκάματο.

Τον ρωτάμε εάν και ο παππούς του φορούσε βράκα και απαντά: «Ναι, θυμούμαι τον παππού μου.. Ημουν 5-6 χρονών. Ετσι γέρον σαν εμένα με τη βράκα του. Ηταν 100 χρονών…».

– Από πότε φοράς τη βράκα;

«Από τα δεκαοκτώ μου χρόνια. Ημασταν άνθρωποι φτωσιοί τζιαι η βράκα τότε ήταν πιο οικονομική. Για να γοράσει κάποιος το ύφασμα για να ράψει παντελόνι στοίχιζε πολλά. Εγώ είχα τη γυναίκα μου που μου έραβκε τη βράκα. Από την άλλη, ένιωθα πιο βολικά με τη βράκα λόγω της δουλειάς μου στα όρη. Πάντως, παρά παντελονάς καλύτερα βρακάς… Τζιαι ύστερα για τούτη τη βράκα έπιασα βραβείο το 2007 που τους χωρκανούς μου. Επίσης ετίμησέ με η επιτροπή της εκκλησίας του Τιμίου Προδρόμου Κόρνου».

Τον ρωτάμε ποιο κόμμα υποστηρίζει: «Είμαι αριστερός, είμαι με την εργατική τάξη. Το ΑΚΕΛ πάντα φρόντιζε για τους εργάτες. Πάντα ψηφίζω το ΑΚΕΛ. Πάω, όμως, σε ούλους τους καφενέδες τζιαι στους αριστερούς τζιαι στους δεξιούς».

– Το ΑΚΕΛ σε τίμησε;

«Το Συμβούλιο του Κόρνου που εν αριστεροί, ετιμήσαν με».

– Για την οικονομική κρίση τότε και σήμερα;

«Τα πράγματα ένεν όπως παλιά, αλλά μάλλον τζιαμέ πάμε πάλι. Τα πράματα σήμερα εν πολλά δύσκολα, όπως πάμε εννά καταστραφούμε… ξεφτιλίστηκε πολλά ο κόσμος. Πρώτα εκάμναμε δρόμους με την τσάππαν τζιαι τον κούσπο… ενώ τωρά υπάρχουν τα μηχανήματα. Ηταν δύσκολα χρόνια, αλλά τότε ζούσαμε πιο καλά. Ο κόσμος ήταν αγαπημένος. Ηταν μονόγνωμος, δεν είναι όπως είναι τώρα που τραβά ο ένας που τη μια πάντα τζιαι ο άλλος που την άλλην, τζιαι σκοτώνουνται».

– Πώς νιώθεις που είσαι ο τελευταίος Κύπριος βρακάς;

«Είμαι περήφανος που είμαι βρακάς! Ετίμησέν με ο κόσμος, εβάλαν με τζιαι στην τηλεόραση, είδαν με στην Αυστραλία, στην Αγγλία… Εχτές είσιεν παναΰριν στον Δελίκηπο. Κάποιος φίλος μου αστείευκέ με λαλώντας μου… πώς τζιαι εν έβκαλα ακόμα τη βράκα… Τζιαι εγώ απάντου του, εννά την βκάλω ποδά τζιαι δα…(γέλια)».

Οσο για τις γυναίκες με τις παραδοσιακές ενδυμασίες, μας είπε χαριτολογώντας:
«Τότε τα βρατζιά των γυναικών ήταν τζει κάτω τζει, μετά εβκάλλαν τα λίο–λίο πιο πάνω, ακόμα λίο πιο πάνω, ώσπου εβκάλαν τα τέλεια… (γέλια)».

Τον ρωτώ πώς ήταν μια καθημερινή μέρα για τον ίδιο αρχές του 1920.

«Το καλοτζαίριν έπρεπε να ξυπνήσω η ώρα μια ή δκυο τα μεσάνυκτα για να προλάβω το κοπάδι πας στα βουνά. Επαιρνα τη βούρκα μου τζιαι το σσιήλλο μου για ασφάλεια τζιαι εβούρουν να μποδίσω το κοπάδι να μεν πάει στα αμπέλια. Μετά τη βοσσιή, έπαιρνα το κοπάδι στη μάντρα τζιαι εγαλεύκαμε τες αίγιες. Είχαμε λάκκο τζιαι εβκάλαμε νερό, για να ποτίσουμε το κοπάδιν. Εκάθουμουν να φάω, να πνάσω τζιαι πάλι ξανά πίσω… Η ζωή ήταν δύσκολη, το κοπάδιν εχρειάζετούν μας μέρα-νύχταν.

Σπάνια εκατεβαίναμε στον Κόρνο, σπίτι μας. Τα παιδκιά μου εθώρουν τα τέσσερις μέρες κάθε Πάσχα… Τότε έρκετουν ένας Τουρκοκύπριος βοσκός, ο οποίος αναλάμβανε το κοπάδι τζιαι εμπορούσα να πάω να δω την οικογένειά μου. Τα Χριστούγεννα λόγω της παγωνιάς ήταν αδύνατο να φύουμεν».

Η κόρη του, η κυρία Μαρία επιβεβαιώνει το γεγονός προσθέτοντας πως ήταν αυτός ένας λόγος που κάθε φορά που έβλεπαν τον πατέρα τους ένιωθαν να τον ντρέπονται, αφού δεν τον γνώριζαν καλά.

IMG_0369

– Σήμερα πώς περνάς το χρόνο σου;

«Ξυπνώ η ώρα 4:00 το πρωί. Μετά το πρόγευμα θα πάω στα παιθκιά μου ή θα έρτουν που μόνοι τους να με δουν. Εχω οκτώ παιδκιά, είκοσι τέσσερα αγγόνια, τριάντα πέντε δισέγγονα τζιαι δκυο τρισέγγονα».

Οσο για το μυστικό των 100 + χρόνων του… μας απαντά:

«Εγώ ήμουν έξω στην ύπαιθρον, στον καθαρόν αέρα μέραν-νύκταν. Ετρωα ψουμί, ελιές, τριμίθκια, κρομμύθκια. Οταν είσσιεν αστοσσιές τζιαι ένι ’σσεν ελιές ετρώαμε σταφίδες. Κρέας ένε πολλοτρώαμε, εσφάζαμε καμιάν όρνιθα μέσα-μέσα, τζιαι την Λαμπρήν κανένα ρίφιν. Θυμούμαι όταν ήμουν μιτσής, επήρεν με η μάνα μου στον ποταμό για μπάνιο τζιαι ρίασα. Αμέσως η μάνα μου άρπαξε με τζιαι πήρε με στο δάσος για ν’ αναπνεύσω τον αέρα του πεύκου. Θυμούμαι ότι επήαμε τζαι στο σπίτι μιας Τουρκοκύπριας τζιαι αφού μου έκανε τσάι με βότανα του βουνού, εγώ έγιανα. Ετσι εγιανίσκαμεν».

Τον ρωτάμε εάν είχε τη φιλενάδα του όταν ήταν νεαρός… και μας απαντά άμεσα:

«Οϊ… γεναίκαν ξένην εν είχα, ποττέ μου. Εγώ τιμούσα τη γυναίκα μου. Εννε σαν τωρά που είπαν –συμπέθερε – βάλλουν τους τζιαι ππέφτουν αντάμα…».

– Τώρα ή τότε ήταν καλύτερα;

Μας απαντά απερίφραστα: «Πριν ήταν καλύτερα… η τιμή ήταν τιμή. Εγλεπεν η μάνα την τιμή της κόρης. Οπου επήαινε η κόρη με τον χαρτωμένο, η μάνα έπρεπε να ήταν μιτά τους».

Οσο για το νέο χρόνο 2015 μάς είπε:

«Εύχομαι υγεία τζιαι ειρήνη. Τζιαι να έρτει η ζωή η παλιά, τζιαι να περνά ο κόσμος αγαπημένα».

IMG_0178

Μεγάλη έρευνα της «Χαραυγής»

Μεγάλη ήταν η έρευνα της εφημερίδας μας για εντοπισμό των τελευταίων βρακάδων. Επισκεφθήκαμε μικρές απομακρυσμένες κοινότητες των επαρχιών Πάφου και Λεμεσού. Επικοινωνήσαμε με δεκάδες κοινοτάρχες, τοπικούς αστυνομικούς σταθμούς όλων των επαρχιών, με επαρχιακές διοικήσεις, με πολιτικούς και αγροτικούς παράγοντες.

Επικοινωνήσαμε ακόμα με ενώσεις κοινοτήτων, σωματεία φωτογράφων, τοπικά λαογραφικά μουσεία, οδηγούς αγροτικών λεωφορείων κ.ά. Η απάντηση από όλους ήταν ξεκάθαρη: «Δεν υπάρχει βρακάς». Η προσπάθειά μας τελικά είχε αίσιο τέλος και εντοπίσαμε τον τελευταίο βρακά χάρη στην πληροφορία που μας έδωσε ο φίλος Μάριος Αναγιωτός από τον Κόρνο, τον οποίο και ευχαριστούμε.

Γράφουμε την είδηση αυτή και με κάποια επιφύλαξη. Εάν μετά τη δημοσίευση της συνέντευξης παρουσιαστεί κι άλλος βρακάς, με ευχαρίστηση θα τον παρουσιάσουμε.

• Πάντως, όπως μας λέχθηκε, στην Πέγεια, μέχρι και πριν από δύο χρόνια, δύο βρακάδες φορούσαν ανελλιπώς τις βράκες τους. Μετά, όμως, από παράκληση των οικείων τους και για πρακτικούς λόγους φοράνε πλέον παντελόνια…

• Χαρακτηριστική ήταν η απάντηση κοινοτάρχη από απομακρυσμένο χωριό της Πάφου, στο ερώτημά μας εάν υπάρχει στην περιοχή τους βρακάς: «Οϊ γιε μου… εβκάλαν τις βράτζιες, έσσιει γρόνια, τζιαι εφόρησαν τσιαττάλια».

* Ευχαριστούμε τη Χριστούλα Ερωτοκρίτου για τις φωτογραφίες που συνοδεύουν την έρευνα.

********************
Δύο από τα ποιήματα που μας απήγγειλε ο παππούς Χριστόδουλος.

Τραγούδα παίξε γέλασε, αγγελική μου νιότη
τζιαι εν τζιαι ξανάρκεται στον κόσμο η νεότης.

Αν τραγουδήσω τζιαι αν χαρώ,
τζιαι αν παίξω τζιαι αν γελάσω,
μα τον δικό της τον καμμόν
έθθα τον ιξιάσω.
********************

Παραδοσιακή κυπριακή φορεσιά

Η μορφή της μέχρι πρόσφατα κυπριακής παραδοσιακής ενδυμασίας έχει την προέλευσή της πιθανόν την οθωμανική περίοδο, αρχές του 16ου αιώνα, εξελισσόμενη διαμέσου των αιώνων και αποδεχόμενη πρόσθετα στοιχεία. Αρχές του 1900 αλλάζει η μορφή της και παίρνει την τελευταία της μορφή.

Γυναικείες φορεσιές

Η κυπριακή γυναικεία φορεσιά αποτελείτο βασικά από το εξωτερικό ένδυμα, το πουκάμισο και τα χαρακτηριστικά μακριά βρακιά. Τα διάφορα είδη ενδυμασιών ήταν: η σαγιά που φοριόταν ώς τον 19ο αιώνα στις περισσότερες αστικές και αγροτικές περιοχές της Κύπρου, η οποία διατηρήθηκε μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας στην Καρπασία και την Πάφο. Το «φουστάνι», μονοκόμματο φόρεμα με μέση και πιέτες, το οποίο επικράτησε ώς τα μέσα του 20ού αιώνα.

Τη δεκαετία του ’30, στα αστικά κέντρα, αρχίζουν οι πρώτες Κύπριες γυναίκες να ράβουν φορέματα στις πρώτες ράφταινες με υφάσματα από το εξωτερικό, ενώ το παραδοσιακό υφαντό σε αργαλειό αρχίζει να υποχωρεί. Μέχρι και τη δεκαετία του ’50 υπήρχαν Ελληνοκύπριες με παραδοσιακές ενδυμασίες, στην ύπαιθρο. Η κυπριακή παραδοσιακή ενδυμασία ήταν σε διάφορες παραλλαγές, όπως η αστική, η καρπασίτικη, η παφίτικη και η ορεινή.

Γενικά, η γυναικεία ενδυμασία είχε ωραία διακόσμηση, ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της κάθε γυναίκας αλλά πάντα συνδύαζε τη χάρη και τη σεμνότητα.

Ανδρική ενδυμασία

Στην αντρική φορεσιά δεν υπήρχαν σημαντικές παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή.

Το βασικό μέρος της φορεσιάς ήταν η πολύπτυχη βράκα που φοριόταν σε ολόκληρη την Κύπρο, με ασήμαντες παραλλαγές, και το γιλέκο ή ζιμπούνι.  Υπάρχουν οι τοπικές διαφορές όσον αφορά το μέγεθος της βράκας και το χρώμα του υφάσματος του γιλέκου. Επίσης, υπήρχε η «ζώστρα», το ζωνάρι που συμπλήρωνε τη φορεσιά.

Η βράκα πιθανόν να έχει εισαχθεί στην Κύπρο την οθωμανική περίοδο, υπάρχουν δε μαρτυρίες για την εισαγωγή της τον 20ο αιώνα. Ομως δεν υπάρχουν πληροφορίες εάν αυτό έγινε από τα ελληνικά νησιά ή από τους Οθωμανούς της Κύπρου. Η καταγωγή της χρήζει περισσότερης μελέτης και δεν γνωρίζουμε επακριβώς πότε εισήχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο.

Η βράκα διέφερε από τόπο σε τόπο. Στις πεδιάδες ήταν πολύ μακριά και συνοδευόταν από χαμηλά υποδήματα, ενώ στα ορεινά ήταν κοντύτερη και συνοδευόταν από τις ποδίνες.

Πάντως, ασφαλή επιστημονικά συμπεράσματα τόσο ημερολογιακά όσο και για εξελικτική πορεία των κυπριακών παραδοσιακών ενδυμασιών δεν μπορούν να εξαχθούν, αφού η ιστορική έρευνα συνεχίζεται.

Ο παππούς Χριστόδουλος μάς είπε ότι η κυριακάτικη βράκα ως πιο επίσημη, αποτελείτο από πολλές πιέτες και διέφερε από την καθημερινή, η οποία ήταν εντελώς σκέτη και με λάστιχο. Ως προς τις κοινωνικές τάξεις, οι βράκες διέφεραν ως προς την ποιότητα του υφάσματος και ως προς τα συνοδευτικά γιλέκα. Οι Ελληνοκύπριοι φορούσαν πάντα μαύρη βράκα, ενώ θυμάται τους Τουρκοκυπρίους της περιοχής του, με τους οποίους είχαν καλή σχέση, φορούσαν άσπρη αλλά και μαύρη βράκα.

Aχμέτ Αν:  «Το 1958 η ΤΜΤ εξανάγκασε τους Τουρκοκυπρίους να βγάλουν τις βράκες».

Σε επικοινωνία που είχαμε με τον ανταποκριτή του «Αστρα» στα κατεχόμενα Σιεφκί Κιράλπ, ο οποίος μετά από παράκλησή μας ερεύνησε το θέμα –Τ/κ βρακάδες– μας ανέφερε ότι υπήρχαν Τ/κ βρακάδες μέχρι και το 1976-77.

Μέχρι και το 1974 πρόσθεσε, ορισμένοι Τ/κ χωρικοί φορούσαν βράκες. Μετά, όμως, άρχισαν να επηρεάζονται από κατοίκους των πόλεων και έτσι φόρεσαν παντελόνια.

Ο Σιεφκίν επικοινώνησε εκ μέρους της εφημερίδας μας με τον κύριο Αχμέτ Αν, Τ/κ γιατρό και ιστορικό συγγραφέα, ο οποίος αναφέρθηκε σε μια άγνωστη μαύρη σελίδα για την τουρκοκυπριακή παράδοση, σε ένα πολιτιστικό έγκλημα.

«Το 1958», επεσήμανε, «η τουρκοκυπριακή οργάνωση ΤΜΤ αρχίζει την πολιτική τουρκοποίησης των Τ/κ. Μέλη της οργάνωσης γύριζαν τα χωριά, εξαναγκάζοντας τους Τ/κ χωρικούς να βγάλουν τις βράκες και να φορέσουν παντελόνια.

–Να μην φοράτε τέτοια πράγματα, τους έλεγαν… Οι κεμαλιστές Τούρκοι δεν φοράνε βράκες.

«Μετά από αυτό», συμπλήρωσε, «ο αριθμός των Τ/κ βρακάδων περιορίστηκε αισθητά. Μέχρι το 1974, οι Τ/κ βρακάδες, που απέμειναν, ήταν ελάχιστοι».

«Το ίδιο έκαναν», υπογράμμισε, «και στις Τ/κ χωρικές που φορούσαν την παραδοσιακή τους ενδυμασία, εξαναγκάζοντάς τις να βγάλουν το καρά τσιαρσάφ (ολόσωμο μαύρο φουστάνι) και τη μαντήλα στο κεφάλι και να φορέσουν πιο σύγχρονα φορέματα.

Απαντώντας σε ερώτησή μας, εάν οι Τ/κ φτωχοί φορούσαν μαύρη βράκα και οι πλούσιοι άσπρη, μας ανέφερε ότι στην καθημερινή ζωή φορούσαν όλοι μαύρες βράκες και ότι μόνο την περίοδο του Μπαϊραμιού φορούσαν άσπρες.

Τέλος, ο Τ/κ ιστορικός εξέφρασε τη χαρά του για την επικοινωνία του που είχε με την εφημερίδα μας. Η «Χαραυγή» εκφράζει τις ευχαριστίες της τόσο στον Σιεφκίν όσο και στον Αχμέτ για τις χρήσιμες πληροφορίες που μας έδωσαν.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΒΡΑΚΑΣ

Ε, σαρανταδκυό πήχες παννίν, 
σαρανταδκυό πήχες παννίν, 
εκάμαν μου έκαμαν μου
μια βράκαν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy