Κάποτε… στις αλάνες των ονείρων της αγαπημένης μας Λεμεσού

Του Χρήστου Ιακώβου*

Σε μία εποχή συντεταγμένης αταξίας, ανυποψίαστης και ευδαίμονος αφασίας, η οποία έχει αναχθεί σε υπαρξιακό σκοπό της ζωής μας, που η συλλογική μνήμη για το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν ξεθωριάζει, ακόμη και η έκφραση ενός παροδικού κλίματος νοσταλγίας έχει τη δική του αξία.

Προσφάτως, αναζητώντας εις μάτην τα τελευταία απομεινάρια του παλαιού αεροδρομίου της Λεμεσού, στην περιοχή στην περιοχή Ομονοίας – Αγίου Σπυρίδωνος, όπου έζησα όλα μου τα παιδικά χρόνια κατά τις δεκαετίες του 1970 και ’80, είχα την ευκαιρία να ανασκαλέψω μνήμες, ταξιδεύοντας στο παρελθόν και φλερτάροντας νοσταλγικώς με τη χαμένη αθωότητα μας που θάφτηκε κάτω από το τσιμέντο, στη διαδικασία της συντελεσθείσας ασύντακτης αλλοίωσης της Λεμεσού. Ένοιωθα έκπτωτος πρίγκιπας σε εξορία.

Σήμερα, τα σημάδια ενός αλλοτριωμένου χώρου είναι περισσότερο από φανερά. Όχι με την έννοια του φυσικού δομημένου χώρου και τη χρήση του ως συμβιωτικού περιβάλλοντος, αλλά και ως προς μιαν άλλη διάσταση του που συνυπάρχει μ’ αυτόν, ότι ονομάζουμε συνεκτικό κοινωνικό ιστό, και που έχει σε μεγάλο βαθμό και ανεπανόρθωτα διαβρωθεί και αλλοιωθεί. Κι’ όταν διηγούμαστε το παρελθόν που ζήσαμε όσοι μεγαλώσαμε τη δεκαετία του 1970, οι νεώτερες γενιές νομίζουν ότι μεγαλώσαμε σε άλλη πόλη.

Μάθαμε να αγαπούμε τη γη γιατί τα άδεια χωράφια της γειτονιάς μας τα μετατρέπαμε σε ό,τι λατρέψαμε πιο πολύ στα παιδικά μας χρόνια . σε αλάνες ποδοσφαίρου. σ΄ αυτές που φιλοξένησαν τα πρώτα μας όνειρα. Κάθε φορά που κάποια αλάνα έπιανε σειρά για γίνει οικοδομή, θαβόταν από κάτω ένα μέρος του εαυτού μας. Έμενε ένα κενό μέσα μας. Στη θέση τους προκλητικώς αναδύθηκαν σε πολλές περιπτώσεις ακαλαίσθητοι όγκοι από μπετόν, όπου λόγω της οικοδομικής συμφόρησης από την κερδοσκοπική προσπάθεια εντατικής εκμετάλλευσης και του τελευταίου μέτρου οικοδομήσιμου χώρου, έχει κανείς την αίσθηση ότι σήμερα κάποιοι δρόμοι ανάμεσα σε πολυκατοικίες μοιάζουν με ρωγμές ή σκοτεινά περάσματα σε κρημνώδη φαράγγια.

Ήταν ακόμη η εποχή που μιλούσαμε απευθείας με τους ανθρώπους, πρόσωπο με πρόσωπο, με την αυθεντία που εκπέμπει το χαμόγελο, το κλάμα και ο θυμός. Μάθαμε να δείχνουμε τα συναισθήματά μας και όχι να τα κρύβουμε πίσω από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και το facebook. Βλέπω σήμερα τα παιδιά να μεγαλώνουν μονίμως καλωδιωμένα με το playstation, το κινητό, την τηλεόραση. Όσο το βλέπω άλλο τόσο συνειδητοποιώ ότι εμείς αντιθέτως συνδεόμασταν με τη ζωή, τον ουρανό, τον ήλιο, το νερό, τα λουλούδια και τις αλάνες. Μπορεί να παιδιά σήμερα να έχουν τεχνολογία στην υπηρεσία τους που τους μετατρέπει σε άτομα εμείς όμως είχαμε φίλους και ήμασταν πρόσωπα, με όνομα και φυσικά χαρακτηριστικά.

Πηγαίναμε στη θάλασσα για να δροσιστούμε και να διασκεδάσουμε…χωρίς να έχουμε την ανάγκη να επιδείξουμε τα ακριβά μαγιώ με τις διεθνείς μάρκες και ούτε νιώθαμε την ανάγκη να πηγαίνουμε το χειμώνα σε κολυμβητήρια. Κανείς δεν ένιωθε άβολα, ούτε για το μαγιώ του ούτε για το σώμα του. Φτάνει να είχαμε κάτι να φορέσουμε.

Δεν νοιώθαμε φτωχοί γιατί δεν θέλαμε να έχουμε περισσότερα. Ήμασταν πλούσιοι γιατί απολαμβάναμε τα λίγα που είχαμε . μία μπάλα, κανένα πορτοκάλι, το οποίο πάντοτε μοιραζόμασταν με τους φίλους μας και άφθονο νερό από τη βρύση, την οποία πιπιλούσαμε χωρίς να φοβόμασταν παρενέργειες. Δεν ήμασταν δυστυχισμένοι αν δεν είχαμε ό, τι αγαπούσαμε αλλά ήμασταν ευτυχισμένοι γιατί αγαπούσαμε ό, τι είχαμε.

Περιμέναμε για εννέα μήνες το καλοκαίρι, όπως περιμέναμε κατά τη διάρκεια του έτους το καρναβάλι, τον κατακλυσμό και τη γιορτή του κρασιού, για μα ζήσουμε στιγμές ανέμελες. Φεύγαμε από τα σπίτια μας το πρωί και αλανιάζαμε παίζοντας ομαδικά παιγνίδια, χωρίς να μας ψάχνει πανικόβλητη η μητέρα μας. Δεν υπήρχαν τότε τα κινητά για να κάνουν την παιδική μας χαρά «ευκολότερη». Περνάγαμε ώρες ατέλειωτες κατασκευάζοντας χειροποίητους χαρταετούς, ψαλίδες και κάθε λογής αυτοσχέδια αθύρματα, σφενδόνες και παγίδες για πουλιά, παίζαμε κρυφτό και κυνηγητό, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να αντικαταστήσει τη συλλογική μας αγάπη, το ποδόσφαιρο της αλάνας. Κι’ όταν κάποιος χτυπούσε στο παιγνίδι, η θέα το αίματος δεν τρόμαζε κανένα, ούτε η μητέρα μας έτρεχε να διαμαρτυρηθεί αναζητώντας ενόχους. Ξέραμε τη μόνιμη θεραπεία. το οξυζενέ.

Όσο σκέφτομαι σήμερα εκείνη την εποχή άλλο τόσο πιστεύω ότι η ποιότητα της ζωής μας δεν εξαρτάτο τόσο από αυτά που μας συνέβαιναν, αλλά περισσότερο από το πώς αντιδρούσαμε σ’ αυτά που μας συνέβαιναν. Θυμάμαι εντόνως την πρώτη κηδεία στη γειτονιά μιας ηλικιωμένης γιαγιάς, η οποία συνήθιζε να μας φιλεύει με καραμέλες γλυκανίσου. Όταν το λυπητερό κτύπημα της καμπάνας ανήγγειλε το πένθιμο γεγονός στη ενορία, όλοι κλάψαμε. Εκείνη την ημέρα δεν βγήκαμε στην αλάνα να παίξουμε ποδόσφαιρο. γιατί θα ήταν ντροπή.

Μετά ήρθε η δεκαετία του ’80.η δεκαετία της ευημερίας και της ανάπτυξης, με τα μπλουζάκια “no problem” και τα εισαγόμενα μπλου τζινς. Αρχίσαμε να αλλάζουμε τρόπους ζωής. Οι αλάνες σιγά – σιγά χάνονταν, αφού γίνονταν βορά προς κατανάλωση από τους ντιβέλοπερς. Την αμεσότητα της ζωής άρχισε να την αντικαθιστά η επιτηδευμένη προσήνεια και η επιφανειακή αβρότητα, τα χαρακτηριστικά του νέου καταναλωτικού μας βίου. Αρχίσαμε πλέον να εκτιμούμε και να ποθούμε ότι ακριβά πουλιέται. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω ότι κάτω από τα βρώμικα και φτηνά ρούχα της δεκαετίας του ’70 υπήρχε μία καρδιά με φιλότιμο και ο κόσμος μας ήταν πιο καθαρός ενώ μετά που μάθαμε με τα καθαρά και ακριβά ρούχα ο κόσμος άρχισε να γίνεται πιο βρώμικος.

Μπορεί σήμερα το εγγύς παρελθόν της Λεμεσού να είναι για πολλούς ανθρώπους σκοτωμένο στα μάτια τους ή μία απλή νοσταλγία. Παραμένει όμως μία πόλη που ζει μέσα στις ψυχές όσων την αγάπησαν και συνεχίζουν να τη βιώνουν ως τρόπο ζωής. Η καβαφική πόλις που όπου και να πάμε πάντα θα μας ακολουθεί.

Αφιερώνεται στους παιδικούς μου φίλους που έφυγαν νωρίς από τα ζωή και δεν πρόλαβαν να βιώσουν την αλλοίωση και αλλοτρίωση της Λεμεσού.

*Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy