Κατάρρευση Silicon Valley Bank: Τα επιτόκια, τα ομόλογα και οι καταθέσεις

Τα αίτια αποδίδονται στο επιχειρηματικό μοντέλο της τράπεζας και τη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ

 

Η είδηση για την κατάρρευση της Silicon Valley Bank συντάραξε συθέμελα τον χρηματοπιστωτικό κλάδο παγκοσμίως. Για πρώτη φορά μετά το 2008 μια τράπεζα στις ΗΠΑ χρεοκοπούσε, ξυπνώντας μνήμες από τη Lehman Brothers και όσα επακολούθησαν.

Τι έφερε όμως την κατάρρευση της Silicon Valley Bank και γιατί κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τις εξελίξεις;

Η απλή απάντηση είναι ότι η Silicon Valley Bank κατέρρευσε λόγω των καταθετών της, όπως συμβαίνει δηλαδή με τη συντριπτική πλειονότητα των τραπεζών. Από νωρίς την Παρασκευή οι καταθέτες της τράπεζας συνέρρεαν για να «σηκώσουν» τα χρήματά τους, προκαλώντας το bank run που οδήγησε εν τέλει στην κατάρρευση.

Όμως η πραγματική αιτία είναι διαφορετική και οφείλεται τόσο στο επιχειρηματικό μοντέλο της τράπεζας όσο και στη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ.

Η Silicon Valley Bank λάμβανε χρήματα από τους καταθέτες της, στην πλειονότητά τους startups και τα επένδυε μαζικά σε μακροπρόθεσμα ομόλογα. Στα χαρτιά αυτό είναι μια λογική κίνηση, καθώς τα μακροπρόθεσμα ομόλογα προσφέρουν συγκεκριμένες αποδόσεις που επιτρέπουν στην τράπεζα να πληρώνει τους τόκους των καταθέσεων βγάζοντας κέρδος.

Τα δεδομένα άλλαξαν όμως όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ άλλαξε τη νομισματική της πολιτική και από τα μηδενικά επιτόκια προχώρησε σε ντόμινο αυξήσεων στα επιτόκια του δολαρίου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η αξία των μακροπρόθεσμων ομολόγων στη δευτερογενή αγορά να καταρρεύσει. Γεγονός λογικό, καθώς δεν υπήρχε λόγος να επενδύσει κάποιος σε ομόλογα πέντε ή επτά ετών με αποδόσεις κάτω του 2% ενώ οι νέες εκδόσεις είχαν αποδόσεις του 5% και άνω.

Συνεπώς, η Silicon Valley Bank βρέθηκε να έχει στην κατοχή της ομόλογα πολλών δισεκατομμυρίων, η αγοραία αξία των οποίων ήταν πολύ χαμηλότερη σε σχέση με την τιμή κτήσης, γεγονός που είχε αντίκτυπο στην κεφαλαιακή της επάρκεια, καθώς αυτή υπολογιζόταν με βάση την τρέχουσα τιμή των ομολόγων.

Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι βασικοί πελάτες της Silicon Valley Bank ήταν startups, σημαίνει ότι αυτές δεν συμπεριφέρονται όπως οι παραδοσιακοί καταθέτες. Όπως εξηγούν τραπεζικά στελέχη, μια startup μπορεί να καταθέσει μεγάλα ποσά στην αρχή του κάθε γύρου χρηματοδότησης, εν συνεχεία όμως πραγματοποιεί και μεγάλες αναλήψεις για να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της.

Ο συνδυασμός των δύο αυτών γεγονότων έφερε την «τέλεια καταιγίδα» για τη Silicon Valley Bank. Η τράπεζα χρειάστηκε να πουλήσει ομόλογα με ζημιά για να εξασφαλίσει ρευστότητα ώστε να τη δώσει στους καταθέτες της, γεγονός που την ανάγκασε να προχωρήσει σε άντληση κεφαλαίων από τις αγορές για να καλύψει το κενό. Και η αδυναμία της να τα καταφέρει έφερε το bank run και κατά συνέπεια την κατάρρευσή της.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy