
Η γνωστή εικαστικός και συγγραφέας βίωσε την Κατοχή, τον εμφύλιο πόλεμο και τη δολοφονία του αδελφού της στην Ελλάδα καθώς και τις δικοινοτικές ταραχές και την τραγωδία της Κύπρου
Συνέντευξη στον Χρήστο Μαυρή
Η Κλάρα Ζαχαράκη-Γεωργίου είναι γνωστή στο ευρύτερο ελληνικό κοινό ως μία σημαντική εικαστικός. Τα τελευταία χρόνια, όμως, επιδόθηκε με επιτυχία στη συγγραφή βιβλίων. Μόλις πρόσφατα εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Εντός», της Αθήνας, το τελευταίο βιβλίο της που τιτλοφορείται «Μεγαλώσαμε όπως τα αγριόχορτα». Στο βιβλίο αυτό καταγράφει με συγκλονιστικό τρόπο τις αναμνήσεις της για τις καταδιώξεις, τις ταλαιπωρίες και τα βάσανα που είχε υποστεί η ίδια και η προοδευτική οικογένειά της, τα χρόνια της Κατοχής και του εμφύλιου πολέμου στην Ελλάδα, όπως τα βίωσε σε αρκετά μικρή ηλικία. Το πιο συγκλονιστικό κεφάλαιο, όμως, των αναμνήσεών της είναι η δολοφονία του αδελφού της Εδουάρδου, επίλεκτου ΕΛΑΣίτη στη φρουρά του στρατηγού Στέφανου Σαράφη, από ένα πρώην ταγματασφαλίτη που «μετανόησε» και εισχώρησε στις τάξεις του ΕΛΑΣ. Ο πατέρας της, όπως περιγράφει, από τα σκληρά βάσανα υπέστη πρόωρη γήρανση και στην ηλικία των 45 χρόνων τον φωνάζουν «γέρο», τη δε μητέρα της τη θυμάται ντυμένη πάντοτε στα μαύρα.
Γιατί αποφασίσατε να γράψετε τώρα αυτές τις αναμνήσεις σας κυρία Κλάρα Ζαχαράκη-Γεωργίου; Τι είναι εκείνο που σας παρακίνησε προς αυτή την κατεύθυνση;
Στη ζωή, κάθε άνθρωπος έχει σκαμπανεβάσματα. Εχει τα πάνω του, έχει και τα κάτω του. Ομως έχει ανθρώπους που ανήκουν σε λαούς που ζήσανε πολύ βαριές ιστορικές στιγμές που στιγμάτισαν ιδιαίτερα τη ζωή τους. Η Ελλάδα, από αιώνες έχει μία ιστορία πολύ βεβαρημένη, με πλήθος επεμβάσεων και με πλήθος νεκρών αγωνιστών. Είναι ένας λαός που έχει υποφέρει τα πάνδεινα μέσα στους αιώνες και όχι μόνο τα πρόσφατα χρόνια. Δηλαδή, επαναλαμβάνεται η ιστορία αυτών των αγώνων. Αυτά ήθελα να καταγράψω στο βιβλίο μου.
Δηλαδή, με το συγκεκριμένο βιβλίο σου επιδίωξες να διαφυλάξεις την ιστορική μνήμη, όπως την έχεις ζήσει;
Να σας πω πώς ξεκινάει η υπόθεση. Τα κατοχικά χρόνια, που ήταν πολύ σκληρά για μένα, είχα για συντροφιά ένα σκυλάκι που μου το έφερε ο πατέρας μου μισοπεθαμένο. Αυτό το σκυλάκι όταν ανάρρωσε έγινε μέλος της οικογένειας και ήταν η συντρόφισσα Μπουλ, όπως την αποκαλούσαν οι εξόριστοι στα γράμματά τους. Γιατί η Μπουλ ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο χάρισμα, ένα ένστικτο φοβερό, που ένιωθε ποιος ήταν εχθρικός για το σπίτι μας και τους ανθρώπους που ζούσαν μέσα σε αυτό. Αναγνώριζε ακόμη και ποιοι ήταν στην αντίσταση!
Ετσι μας ειδοποιούσε, πολύ πριν φθάσουν τα περίπολα, με το τρελό της γάβγισμα. Επίσης, αν έμπαινε χαφιές, που εμείς πιστεύαμε πως ήταν δικός μας, ήτανε πολύ εχθρική μαζί του, του έδειχνε τα δόντια της, το δάγκωνε κ.λπ., οπότε εμείς αρχίζαμε να τον υποπτευόμαστε. Τα χαρίσματα αυτού του σκυλιού ήθελα να τα καταγράψω. Συνεπώς, η Μπουλ ήταν η αιτία που ξεκίνησα να γράφω. Τώρα που μεγάλωσα και περάσαν σχεδόν 70 χρόνια από τότε, πριν δύο χρόνια περίπου, το Πάσχα, είχα κοντά μου το γιο μου και τα εγγόνια μου που ζούνε στην Αθήνα. Εκείνες τις μέρες ακριβώς είχα ξεκινήσει να γράφω σαν παραμύθι την ιστορία μου με την Μπουλ, αλλά και το τι ζήσαμε στην Κατοχή, για να τα αφήσω σαν ενθύμιο στα εγγόνια μου και στα παιδιά μου, για να ξέρουνε τι είχα ζήσει εγώ στην κατοχή. Ετσι ξεκίνησα να γράψω το βιβλίο.
Συνεπώς, αυτά όλα που έχουν γίνει τώρα βιβλίο, τα κατέγραψες για τους δικούς σου ανθρώπους.
Ακριβώς, για τα παιδιά μου και για τα εγγόνια μου. Κυρίως για τα εγγόνια μου. Τους διάβασα λοιπόν τα δύο πρώτα κεφάλαια και τα ρώτησα αν πρέπει να συνεχίσω ή να σταματήσω. Η πιο μεγάλη, που θα ήταν 15 χρονών τότε, γιατί είναι υποψιασμένα παιδάκια, μου είπε να τα καταγράψω όλα γιατί πρέπει να ξέρουνε. Ετσι, ξεκινώντας από αυτό το κομμάτι με την Μπουλ γύρισα στη συνέχεια πίσω στις παιδικές μνήμες μου, όπως άρχισα την καταγραφή. Τώρα χρειάσθηκε να αλλάξω και τη μορφή του βιβλίου. Ετσι το κομμάτι με την Μπουλ πήγε προς το τέλος του και δεν παίρνει την κυρίαρχη θέση που είχε στην πρώτη ιστορία που έγραψα. Ομως είναι και αυτή ένα από τα πολλά πρόσωπα του βιβλίου μου.
Ομως, γιατί τα έγραψες όλα αυτά μετά από τόσα χρόνια;
Γιατί όλα αυτά τα χρόνια ο πόλεμος, όπου και αν επήγα, με ακολουθούσε. Με ακολουθούσαν και οι μνήμες μου. Στην Ελλάδα, το ένα κύμα του κακού ερχόταν πίσω από το άλλο. Μετά τον Εμφύλιο δεν ησυχάσαμε ποτέ. Οι τελευταίοι κρατούμενοι βγήκαμε από τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης το 1962-’63. Το 1967 γίνεται πάλι δικτατορία και πάλι ξαναμπαίνουν στις φυλακές και στις περιπέτειες οι άνθρωποι. Πάλι υπάρχουν οι νεκροί και οι ταλαιπωρημένοι.
Το 1963 όταν παντρεύομαι με τον Αρη Γεωργίου και ξεκινώ να έλθω στην Κύπρο, αναστέναξα και είπα, επιτέλους θα πάω κάπου που θα ζήσω ειρηνικά και ήρεμα. Φθάνω στην Κύπρο τον Σεπτέμβρη του 1963 και τα Χριστούγεννα γίνεται η ανταρσία των Τούρκων όπου αρχίζουν οι διακοινοτικές ταραχές, τις οποίες επίσης ζήσαμε. Ετσι, ο πόλεμος, όπως σου ανάφερα, όπου πήγαινα με ακολουθούσε. Πατικώνω και πάλι τις μνήμες μου για να μην με επηρεάζουν, αλλά όταν έρχεται η τραγωδία του 1974, με τους σκοτωμένους, τους αγνοούμενους και τις μαυροφορεμένες μάνες, επανήλθαν και πάλι στην επιφάνεια όλα αυτά που είχα ζήσει σαν μικρό παιδάκι.
Αρα, αυτά είναι η προσωπική κατάθεση της Κλάρας Ζαχαράκη-Γεωργίου για τους δικούς της ανθρώπους, όπως τα έζησε η ίδια αυτά τα τραγικά γεγονότα.
Ναι και ούτε είχα πρόθεση να τα εκδώσω σε βιβλίο ή να κάνω οτιδήποτε άλλο. Εγινε κατόπιν προτροπής του Αρη που ζούσε και έκλαιγε μαζί μου όταν πονούσα πολύ για αυτά όλα.
Η μνήμη, έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης, ο νομπελίστας ποιητής, όπου και να την αγγίξεις πονείς. Είναι όντως έτσι; Δηλαδή, θέλω να σας ρωτήσω αν πονάτε ακόμη, παρόλο που έχουν περάσει τόσα χρόνια, όταν σκέφτεστε ή γράφετε αυτά τα δραματικά γεγονότα.
Ενιωθα ακριβώς τον ίδιο πόνο και συναίσθημα. Και τώρα, όταν βλέπω τα προσφυγόπουλα, σε εκείνες τις ουρές τις ατέλειωτες, χωρίς τους γονείς τους και τα ματάκια τους να τρέχουν, δεν μπορώ παρά να θυμηθώ τον εαυτό μου στην ίδια ηλικία. Δηλαδή, η μνήμη είναι κάτι που δεν μπορείς να την αποξενώσεις σαν μία μόνο εικόνα. Είναι δεμένη με το συναίσθημα, με τον πόνο ή τη χαρά της ψυχής σου. Φαίνεται όμως πως εμείς είχαμε την ατυχία να είναι πολύ πονεμένες οι μνήμες μας. Ισως και του Σεφέρη, που ήταν Ελληνας.
Ηταν και Μικρασιάτης.
Μικρασιάτης, όπως και η μητέρα μου και έτσι βλέπεις ότι πάει και πιο πίσω ο πόνος.
Η καταγραφή σας στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε πραγματικά γεγονότα, όπως τα έχετε ζήσει και βιώσει ή μήπως υπάρχουν και κάποια στοιχεία μυθοπλασίας στο βιβλίο σας;
Στο βιβλίο δεν υπάρχει καθόλου μυθοπλασία. Οσα καταγράφω είναι πραγματικά γεγονότα. Υπάρχουν όμως κάποιες καταγραφές που άκουσα από αφηγήσεις αγαπημένων προσώπων μου, όπως είναι η ιστορία του Δημητράκη, με την εκτελεσμένη οικογένεια τον καιρό του εμφυλίου.
Αναφέρεσαι στον γιο της Γαρέφως;
Ναι, στο γιο της Γαρέφως που είναι ο αδελφός μου ο Δημήτρης. Εχω όμως και αδελφό πραγματικό με το όνομα Μίμης, που καβαλούσε το πατίνι και ειδοποιούσε τον ΕΛΑΣ όταν έρχονταν οι Γερμανοί.
Ζήσατε την απάνθρωπη κατοχή και το αδίστακτο μίσος του εμφύλιου πολέμου στην Ελλάδα, σε αρκετά νεαρή ηλικία, τα οποία περιγράφετε με συγκλονιστικό τρόπο στο βιβλίο σας. Τι είναι εκείνο, όμως, από όλη αυτή τη δραματική περίοδο, που έχει σημαδέψει ανεπανόρθωτα την κατοπινή σας ζωή;
Είναι ο σκοτωμός του αδελφού Εδουάρδου. Ο Εδουάρδος μπήκε στην αντίσταση στα 15 χρόνια του. Είχε βγει στη βιοπάλη στα 13 του γιατί είχε φυλακισθεί ο πατέρας μου επειδή έπαιρνε από αντιφασίστες Ιταλούς όπλα και τα έδινε στην αντίσταση. Κάποιος τον πρόδωσε και τον συνέλαβαν. Ο Εδουάρδος, όμως, μπήκε στην αντίσταση πολύ νωρίς, χωρίς να μας πει τίποτα. Σιγά σιγά μύησε και τα άλλα μέλη της οικογένειάς μας. Και εδώ βάζω και τον εαυτό μου μέσα.
Στα 17 του μπήκε στο επίλεκτο σώμα του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή. Από αυτούς διάλεξαν 12 ξεχωριστά παιδιά για να αποτελέσουν την τιμητική φρουρά του στρατηγού Στέφανου Σαράφη. Τα σήκωσαν από την Καισαριανή και τα πήρανε στη Βησσαρίωνος που ήταν το στρατηγείο του Σαράφη. Δυστυχώς, τον δολοφόνησε ένας πρώην ταγματασφαλίτης που είχε «μετανοήσει» και εισχώρησε στις τάξεις του ΕΛΑΣ.
