Κόκκινη Ρόζα: Ένα αφιέρωμα στη μεγάλη επαναστάτρια

Του Δημήτρη Παλμύρη

  • Η Λούξεμπουργκ ήταν δραστήρια στο εργατικό κίνημα της χώρας της, γεγονός που την εξέθετε σε κίνδυνο
  • Για να αποφύγει τη δίωξη, το 1889 εγκαταλείπει την Πολωνία και εγκαθίσταται στην Ελβετία, που ήταν κέντρο Ρώσων και Πολωνών πολιτικών προσφύγων
  • Στην Ελβετία η Λούξεμπουργκ θα γίνει μια από τις λίγες γυναίκες στη χώρα που θα αποκτήσουν διδακτορικό τίτλο, ενώ παράλληλα ιδρύει με άλλους το κόμμα «Σοσιαλδημοκρατία του Βασιλείου της Πολωνίας».

Την εβδομάδα που μας πέρασε δύο επέτειοι, η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας αλλά και η 5η Μαρτίου, επέτειος της γέννησης της Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871), μας έδωσαν την αφορμή για να κοιτάξουμε το έργο της μεγάλης κομμουνίστριας επαναστάτριας. Ένα πρόσφατο δημοσίευμα γερμανικής εφημερίδας ανέφερε, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη βάναυση δολοφονία της Ρόζα Λούξεμπουργκ από το γερμανικό κράτος, πως αυτός  ακριβώς ο μαρτυρικός της θάνατος ήταν ο λόγος της υστεροφημίας της. Όμως τέτοιες αναφορές υποδηλώνουν είτε άγνοια είτε εσκεμμένη προσπάθεια να παραβλεφθεί το θεωρητικό επαναστατικό έργο της, που αποτελεί τη μεγαλύτερη παρακαταθήκη της Λούξεμπουργκ.

Το ίδιο (ή περισσότερο) κακόβουλες μπορούμε να υποθέσουμε πως είναι οι «τιμές» στη Λούξεμπουργκ με στόχο την υπέρμετρη ανάδειξη ορισμένων διαφωνιών της με τον Λένιν. Πράγμα που πάλι είδαμε σε δημοσιεύματα με αφορμή τα 100 χρόνια από τη δολοφονία της, στις 15 Ιανουαρίου του 1919. Όσοι υπερτονίζουν αυτές τις διαφορές χρησιμοποιώντας, για δικούς τους σκοπούς, αποσπασματικά, τη Λούξεμπουργκ ξεχνούν πως τις κύριες ιδεολογικές συγκρούσεις της η Λούξεμπουργκ τις είχε με τους ρεφορμιστές «μαρξιστές», τους μέλλοντες δήμιούς της. Οι διαφορές της με τον Λένιν δεν είχαν ως στόχο τη ματαίωση του επαναστατικού σκοπού, αλλά ακριβώς την επίτευξή του.

Μάλιστα η πρώτη μεγάλη ιδεολογική διαφωνία της Λούξεμπουργκ με τον Λένιν αφορούσε το εθνικό ζήτημα στο οποίο η Ρόζα έπαιρνε μια «υπερεπαναστατική», αν μας επιτρέπεται να τη χαρακτηρίσουμε, στάση. Έχοντας στο μυαλό την καπιταλιστική ανάπτυξη στην πατρίδα της, την Πολωνία που βρισκόταν υπό τον τσαρικό ζυγό, η Λούξεμπουργκ θεωρούσε πως ο εθνικός αγώνας θα ευνοούσε την αστική τάξη και τα εθνικιστικά της πάθη και ότι η υπόθεση του προλεταριάτου ήταν η απελευθέρωση από τα καπιταλιστικά δεσμά και ο σοσιαλισμός. Η απάντηση του Λένιν στο ζήτημα αυτό ήταν πως η εθνική, άρα και κρατική, ανεξαρτησία αποτελεί όρο για τη  βελτίωση των συνθηκών του πολιτικού αγώνα του προλεταριάτου. Γι’ αυτό το προλεταριάτο οφείλει να συμμετέχει στους εθνικούς αγώνες, υπό τους δικούς του όρους, καθώς η εθνική ανεξαρτησία συνδέεται άμεσα με την χειραφέτησή του. Οι αναλύσεις στις οποίες οδήγησε η διαφωνία των δύο αποτελούν πολύτιμο θεωρητικό υλικό.

Η μάχη με τον ρεφορμισμό

Η Λούξεμπουργκ ήταν δραστήρια στο εργατικό κίνημα της χώρας της, γεγονός που την εξέθετε σε κίνδυνο. Για να αποφύγει τη δίωξη, το 1889 εγκαταλείπει την Πολωνία και εγκαθίσταται στην Ελβετία, που ήταν κέντρο Ρώσων και Πολωνών πολιτικών προσφύγων. Στην Ελβετία η Λούξεμπουργκ θα γίνει μια από τις λίγες γυναίκες στη χώρα που θα αποκτήσουν διδακτορικό τίτλο, ενώ παράλληλα ιδρύει με άλλους το κόμμα «Σοσιαλδημοκρατία του Βασιλείου της Πολωνίας».

Η Λούξεμπουργκ θα συνεχίσει τη δράση της από τη Γερμανία και από το κόμμα με το οποίο συνεργάστηκαν οι Μαρξ και Ένγκελς, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD). Εκεί θα ξεκινήσει τη μεγάλη σύγκρουση της με τη ρεφορμιστική γραμμή. Η πάλη της ενάντια στον οπορτουνισμό και τον αναθεωρητισμό για την υπεράσπιση του Μαρξισμού, ήταν αυτή που την καθιέρωσε ως παράγοντα στην κομματική ζωή. Στην προσπάθεια της να διατηρήσει τη σοσιαλδημοκρατία σαν επαναστατική ταξική οργάνωση συγκρούστηκε σφοδρά με τον Έντουαρντ Μπέρνσταϊν. Ο Μπέρνσταϊν στήριζε την εγκατάλειψη της θεωρίας της προλεταριακής επανάστασης και καλούσε το Κόμμα να υιοθετήσει τη γραμμή της ειρηνικής μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό, μέσα από μεταρρυθμίσεις.

Η Λούξεμπουργκ ωστόσο έδινε έμφαση στην ταξική φύση του σύγχρονου κράτους σε αντίθεση με τους ρεφορμιστές. «Όταν οι σοσιαλιστές οπαδοί του λεγκαλισμού βλέπουν την αστική δημοκρατία σαν τη θεόπεμπτη ιστορική μορφή για τη βαθμιαία πραγματοποίηση του σοσιαλισμού, στον νου τους δεν έχουν παρά κάποια φανταστική αφηρημένη δημοκρατία που τάχα βρίσκεται πάνω από όλες τις τάξεις και αδιάκοπα προοδεύει και δυναμώνει», έγραφε. Θεωρούσε πως με την εγκατάλειψη των σοσιαλιστικών επιδιώξεων εγκαταλείπεται τόσο το εργατικό κίνημα όσο και η δημοκρατία. Πως ο δρόμος των ρεφορμιστών οδηγούσε στη μετατροπή της εργατικής τάξης σε παράρτημα της ρεπουμπλικανικής αστικής τάξης. Και ότι το «ερώτημα “κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση” με την μπερνσταϊνική έννοια είναι ταυτόχρονα ερώτημα “ζωής ή θανάτου” για τη σοσιαλδημοκρατία».

Η ιδεολογική διαπάλη με τους οπορτουνιστές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος θα πάρει νέες διαστάσεις κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως η ρεφορμιστική γραμμή είχε επικρατήσει. Το Γερμανικό Κόμμα, το ισχυρότερο κόμμα της Β’ Διεθνούς, πρόδωσε τις αποφάσεις της στο Διεθνές Συνέδριο της Κοπεγχάγης (1910) και στη Διεθνή Συνδιάσκεψη της Βασιλείας (1912) που υπό την παρέμβαση του Λένιν, της Λούξεμπουργκ κ.ά. καλούσαν σε ενεργή δράση την εργατική τάξη ενάντια στον πόλεμο. Στην κρίσιμη στιγμή που ξέσπασε ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος συντάχθηκαν με την αστική τάξη της χώρας τους, θυσιάζοντας έτσι τους εργάτες στα χαρακώματα για τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Η Λούξεμπουργκ και οι μαρξιστές σύντροφοί της στο SPD θα διαχωρίσουν τη γραμμή τους από την προδοσία της ηγεσίας του Κόμματος. Μαζί με την Κλάρα Τσέτκιν, τον Καρλ Λίμπκνεχτ (τον μόνο βουλευτή του Ράιχσταγκ που καταψήφισε τα πολεμικά δάνεια) και άλλους συνιδρύουν την ομάδα των Σπαρτακιστών και συνεχίζουν την διεθνιστική δράση ενάντια στον πόλεμο. Αυτό θα τους οδηγήσει σε φυλακίσεις. Όμως η Ρόζα δεν λυγίζει. Μπροστά σε δικαιολογίες πρώην συντρόφων της πως οι εργάτες δέχθηκαν τον πόλεμο, αυτή και οι Σπαρτακιστές επιμένουν να καλούν τον λαό να κηρύξει τον πόλεμο στην αστική τάξη της χώρας του αντί στους εργάτες της άλλης.

Όμως η ζημιά είχε ήδη γίνει και όντως οι ρεφορμιστές «των μεταρρυθμίσεων» έκαναν πράγματι το SPD «παράρτημα» της αστικής τάξης. Και αν αυτό δεν φάνηκε ξεκάθαρα με τη φιλοπόλεμη στάση τους το 1914, θα το αποδείκνυαν περίτρανα με την προδοσία της επανάστασης που ακολούθησε τον πόλεμο.

Στο δρόμο της Επανάστασης…

Καθώς ο πόλεμος πλησίαζε το τέλος του και διαφαινόταν η ήττα της Γερμανίας, οι στρατιώτες και οι εργάτες της χώρας, έχοντας και το προηγούμενο της Οκτωβριανής Επανάστασης ένα χρόνο πριν, βρίσκονταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Οι λαϊκές κινητοποιήσεις έριξαν την αυτοκρατορική κυβέρνηση, η οποία συμφώνησε όμως να παραδώσει την εξουσία στον ηγέτη του SPD, Φρίντριχτ Έμπερτ. Οι σοσιαλδημοκράτες αμέσως άρχισαν να στήνουν τη συνεργασία τους με την αστική τάξη, τους βιομηχάνους και την πρώην αριστοκρατία και γρήγορα πέρασαν στο δρόμο της ωμής αντεπαναστατικής βίας. Για το σκοπό αυτό χρησίμευσαν οι διάφορες παραστρατιωτικές ομάδες, οι πλείστες αποτελούμενες από εθνικιστές αξιωματικούς. Ορισμένες από αυτές αποτέλεσαν το προζύμι του ναζιστικού κόμματος.

Στη διαφαινόμενη προδοσία των Σοσιαλδημοκρατών οι Σπαρτακιστές της Ρόζα κατάλαβαν πως έπρεπε να υπάρχει αυτόνομο Κομμουνιστικό Κόμμα. Έτσι στο τέλος του 1918 ίδρυσαν το ΚΚ Γερμανίας. Όμως ήταν ήδη αργά, οι Σοσιαλδημοκράτες αποφασισμένοι να στηρίξουν την αστική εξουσία συνέτριψαν την εργατική επανάσταση και δολοφόνησαν στις 15 του Γενάρη τους ηγέτες του ΚΚ, Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Οι δολοφόνοι πέταξαν το βασανισμένο σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919. 100 χρόνια μετά το φόνο αυτό η ηγέτιδα του SPD ψέλλισε κάτι για «πιθανή» ευθύνη του Νόσκε στη δολοφονία, καθώς μέχρι και σήμερα προσπαθούν να καλύψουν τα εγκλήματά τους.

«Τώρα ο Σπάρτακος είναι ο εχθρός, το Βερολίνο ο τόπος που οι αξιωματικοί μας μπορούν να αποκομίσουν θριάμβους, και ο Νόσκε, ο “εργάτης”, είναι ο στρατηγός», έγραφε η Ρόζα λίγες μέρες πριν τη δολοφονία της, όταν τα κυβερνητικά όπλα στράφηκαν στον γερμανικό λαό. Ενώ λοιπόν στη ζωή της η Λούξεμπουργκ υπήρξε προσηλωμένη στο μαρξισμό και το επαναστατικό καθήκον και βασικός της πολέμιος και στο τέλος δήμιος στάθηκε ο ρεφορμισμός, πολλοί στέκονται αποσπασματικά στη σκληρή κριτική που άσκησε η Ρόζα στον Λένιν για ορισμένες πτυχές της Οκτωβριανής Επανάστασης και του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Όμως ακόμη και αν η κριτική της αξίζει μελέτης (αλλά και κριτικής), αυτή, όπως και όλο της το έργο, υπηρετούσε τον επαναστατικό στόχο.

Αλλά αυτό μπορεί να μας το πει καλύτερα η ίδια: «Θα ήταν σαν να ζητάει κανείς υπεράνθρωπα πράγματα από τον Λένιν και τους συντρόφους του, το να περιμένουμε κάτω από τέτοιες συνθήκες να δημιουργήσουν ως δια μαγείας την ωραιότερη από τις δημοκρατίες, την υποδειγματικότερη δικτατορία του προλεταριάτου και μια ανθούσα σοσιαλιστική οικονομία. Με την αποφασιστικά επαναστατική τους στάση, με την υποδειγματική τους δραστηριότητα και την αδιάσειστη πίστη τους στον διεθνή σοσιαλισμό, προσέφεραν ό,τι πραγματικά μπορούσε να προσφερθεί κάτω από δύσκολες συνθήκες. Ο κίνδυνος αρχίζει από τη στιγμή που μεταβάλλοντας την ανάγκη σε αρετή, αποκρυσταλλώνουν θεωρητικά την αναγκαστική, χάρις στους μοιραίους αυτούς όρους, τακτική τους και θέλουν να την επιβάλουν στο διεθνές προλεταριάτο σαν αξιομίμητο πρότυπο σοσιαλιστικής τακτικής…»

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy