Κυπριακό: Στη δίνη παλινδρομήσεων και τετελεσμένων

  • Από την αποσχιστική ενέργεια της ανακήρυξης του ψευδοκράτους μέχρι σήμερα…

 Της Σταύρης Καλοψιδιώτου*

Η αποσχιστική ενέργεια της ανακήρυξης ψευδοκράτους στην κατεχόμενη από τον τουρκικό στρατό περιοχή της Κύπρου φέτος είναι διπλά οδυνηρή. Γιατί στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας βρίσκεται ένας πολιτικός που για πρώτη φορά μετά την απομάκρυνση του Ραούφ Ντενκτάς τάσσεται ανοιχτά υπέρ της λύσης δύο κρατών.

Από μόνη της αυτή η εξέλιξη μάς προβληματίζει, μας ανησυχεί και βεβαίως καθιστά επιτακτικότερη την ανάγκη να μπει το συντομότερο δυνατό το Κυπριακό σε τροχιά λύσης στο συμφωνημένο πλαίσιο. Αν τα τρία και πλέον χρόνια παθητικής παρέλευσης του χρόνου που μεσολάβησαν από το Κραν Μοντανά μέχρι σήμερα έχουν ήδη αφήσει αρνητική σφραγίδα στην πορεία λύσης του Κυπριακού, εύκολα υποψιάζεται κανείς πού θα οδηγηθεί η υπόθεσή μας αν ένας διχοτομιστής ηγέτης αφεθεί να δρα μαζί με την Τουρκία σε διαπραγματευτικό κενό. Ακόμη κι αν η «λύση» δύο κρατών δεν αποτελεί, αυτή καθαυτή, το διακύβευμα της αμέσως επόμενης μέρας, οι ήδη αρνητικές εξελίξεις στην περιφραγμένη περιοχή  της Αμμοχώστου μάς προϊδεάζουν και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.

Πολλές φορές έχει λεχθεί ότι για να οδηγηθούμε στα δύο κράτη, είναι απαραίτητη η συναίνεση, επίσημα, του αναγνωρισμένου κράτους. Αφού μέσα στο νομικό πλαίσιο που καθορίζει το γενικό διεθνές δίκαιο νέα κράτη δημιουργούνται και αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα μόνο υπό εξαντλητικά αυστηρές προϋποθέσεις. Η άμεση καταδίκη της αποσχιστικής ενέργειας του 1983 από τη διεθνή κοινότητα ως νομικά άκυρης, ζητώντας μάλιστα ανάκλησή της, ουδέποτε αμφισβητήθηκε από άλλο κράτος πέραν της ίδιας της Τουρκίας. Πόσο μάλλον, που αναγνωρίζεται καθολικά ότι η διαίρεση του νησιού είναι αποτέλεσμα της παράνομης τουρκικής εισβολής -μέσα από σωρεία ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, τα οποία υπογραμμίζουν ανάμεσα σε άλλα την απαγόρευση της απόσχισης και δημιουργίας δύο κρατών στην Κύπρο, και μέσα από το Πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης Προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ όπου διατυπώνεται με σαφήνεια ότι ολόκληρο το νησί ανήκει στην επικράτεια της Δημοκρατίας.

Η πιο πάνω ανάλυση περί «λύσης» δύο κρατών όμως δεν αντιμετωπίζει αυτόματα και τις παρενέργειες που επισωρεύει η επίκληση και προώθησή της, σήμερα από τον κ. Τατάρ. Αυτό που κάποιοι επιμελώς καμώνονται πως δεν καταλαβαίνουν, είτε γιατί αντιστρατεύονται τη λύση ομοσπονδίας είτε γιατί λανθασμένα υιοθετούν τη θεωρία περί μετάθεσης της λύσης σε βάθος χρόνου, είναι ότι όσο συνεχίζεται σχεδόν ανεμπόδιστα η προώθηση της συζήτησης για «λύση» δύο κρατών, η ιδέα της επανένωσης φθίνει. Κι αυτό που συντελείται στην πραγματική ζωή είναι η επικίνδυνη αλλοίωση του στάτους κβο και η διολίσθηση του Κυπριακού επί του εδάφους. Ενώ αυτό που ξεδιπλώνεται καθαρά μπροστά μας ως μοναδική επιλογή για ανάσχεση κάθε τέτοιες συζήτησης, δεν είναι άλλη από την έμπρακτη προσήλωσή μας στην επανέναρξη του απευθείας διαλόγου, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και εντός του συμφωνημένου πλαισίου.

Η ιστορία του Κυπριακού βρίθει από παραδείγματα λανθασμένων χειρισμών, παλινδρομήσεων και τετελεσμένων που δημιουργήθηκαν στην απουσία διαπραγματεύσεων. Η λεγόμενη «ΤΔΒΚ» ανακηρύχθηκε το 1983 μετά από την απόρριψη των δεικτών Κουεγιάρ, παρότι επί της ουσίας αποτελούσαν ένα πολύ γενικό και ευρύ περίγραμμα διαπραγμάτευσης. Η επίσημη στροφή της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας από την ομοσπονδία στη συνομοσπονδία το 1997, επίσης ακολούθησε μια σειρά από παλινδρομήσεις. Αφού προηγήθηκε η εγκατάλειψη της Δέσμης Ιδεών Γκάλι, ο Κληρίδης αποδέχθηκε επικέντρωση της συζήτησης μόνο σε Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που κατέρρευσε. Ενώ μετά το αδιέξοδο στο Μοντρέ το 1997, και ενόψει προεδρικών εκλογών η κυβέρνηση Κληρίδη-Συναγερμού αναπροσδιορίζοντας ξανά τη στάση της επιδόθηκε στη γνωστή ασύστολη δημαγωγία με τη δογματολογία, την πυραυλολογία και την ηφαιστειολογία. Άλλο ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελούν οι έντονες προσπάθειες για επιβολή του απευθείας εμπορίου του ψευδοκράτους οι οποίες καταβλήθηκαν μετά το γνωστό αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων του 2004. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που η ιστορική εμπειρία του Κυπριακού καταδεικνύει είναι το πότε, σε ποιες συνθήκες επιχειρείται ή / και γίνεται κατορθωτή η δημιουργία νέων αρνητικών τετελεσμένων. Κάτι που δύσκολα θα πει κανείς ότι ένας ΠτΔ δεν γνωρίζει.

Αυτό μας φέρνει στο σήμερα και σε διαπιστώσεις για το πού οδηγηθήκαμε μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά τον Ιούλιο του 2017, το οποίο διαδέχτηκε ένα μακρύ διαπραγματευτικό κενό. Ένα κενό που ακολούθησε δυστυχώς την αθώωση της Τουρκίας από τον ΓΓ του ΟΗΕ για τη στάση της στο ζήτημα της ασφάλειας και των εγγυήσεων, ενώ αντίθετα ευθύνες επιρρίφθηκαν στους δύο ηγέτες -για να ακολουθήσει η περίεργη σιωπή του κ. Αναστασιάδη μπροστά στην αποενοχοποίηση της Τουρκίας. Πρόδηλα εκμεταλλευόμενη αυτό το δεδομένο, η Άγκυρα προχώρησε σε νέες προκλητικές ενέργειες∙ παραβιάζοντας την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ και επιδιώκοντας τη δημιουργία νέων αρνητικών τετελεσμένων κατά παραβίαση του Δικαίου της Θάλασσας. Στο διάστημα που ακολούθησε, καθοριστική σημασία διαδραμάτισε η δυστοκία του κ. Αναστασιάδη να πείσει ότι επιδιώκει έμπρακτα επανέναρξη του απευθείας διαλόγου, εξέλιξη που μάλλον θα οδηγούσε και σε άτυπο τουλάχιστο μορατόριουμ της τουρκικής επιθετικότητας.

Αντίθετα, απέφυγε επανειλημμένα σε σημαντικές συγκυρίες, όπως από το βήμα της τελευταίας Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, να κάνει αναφορά στη λύση δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας. Επέλεξε να αμφισβητήσει μέχρι και την ύπαρξη Πλαισίου του ΓΓ του ΟΗΕ, αποπροσανατολίζοντας τους πολίτες, ανοίγοντας μέτωπο με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη και υποσκάπτοντας την αξιοπιστία της ελληνοκυπριακής πλευράς διεθνώς. Αμφισβήτησε συστηματικά προηγούμενες (δικές του) συγκλίσεις, θρέφοντας ο ίδιος την αμφισβήτηση της προοπτικής λύσης στο συμφωνημένο πλαίσιο. Αμφισβήτησε τη σύγκλιση για αποτελεσματική συμμετοχή των δύο κοινοτήτων στα όργανα εξουσίας και λήψης αποφάσεων, άνοιξε εκ νέου το ζήτημα του πολιτεύματος και χωρίς συγκεκριμένες εισηγήσεις έθεσε ζήτημα αρμοδιοτήτων της κεντρικής κυβέρνησης, ζητώντας μείωσή τους ενώ ήταν ο ίδιος που είχε ζητήσει την ουσιαστική τους αύξηση.

Η επιμονή του κ. Αναστασιάδη σε αυτές τις «νέες ιδέες» όχι μόνο οδήγησε στην αχρείαστη περιπέτεια των λεγόμενων όρων αναφοράς κατά την οποία χάθηκε περαιτέρω πολύτιμος χρόνος, αλλά επέτρεψε στη διεθνή κοινότητα να αμφισβητεί τις προθέσεις της πλευράς μας με τον ΓΓ του ΟΗΕ να διαμηνύει ότι προϋπόθεση για την εμπλοκή του σε νέες διαπραγματεύσεις είναι να πειστεί ότι θα έχουν νόημα και προοπτική. Είναι μέσα σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον που κορυφώθηκε η αποθράσυνση της Τουρκίας. Είναι στην απουσία διαπραγματεύσεων που η Τουρκία βρήκε ξανά ευκαιρία να κλιμακώσει τις προκλήσεις της, να προχωρήσει σε μεγαλύτερες παραβιάσεις του Δικαίου της Θάλασσας εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας με χλιαρές αντιδράσεις απ’ τη διεθνή κοινότητα και να δρομολογήσει τις έκνομες μεθοδεύσεις της στην Αμμόχωστο. Και είναι η αλλοπρόσαλλη σιωπή του κ. Αναστασιάδη για τη βάση της λύσης -τουλάχιστον από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ- και η επίμονη αμφισβήτηση της πολιτικής ισότητας των Τουρκοκυπρίων που επέτρεψε  στην Τουρκία να επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση τη λύση δύο κρατών.

Αναπόδραστα, το παρατεταμένο αδιέξοδο διευκολύνει την Τουρκία στην υπόσκαψη της προοπτικής λύσης, στην επιβολή νέων διχοτομικών τετελεσμένων. Τέτοιων που δεν αντέχουν κανενός Ελληνοκύπριου ηγέτη οι ώμοι: στην τραγική κληρονομιά της ανασφάλειας που θα προκαλεί η πλήρης, de facto αφομοίωση του βόρειου μέρους της πατρίδας μας από την Τουρκία, στην αναβάθμιση των κατεχομένων (προς το παρόν όχι σε κράτος αλλά από παράνομο μόρφωμα σε μη αναγνωρισμένη οντότητα) και στην απώλεια περίπου της μισής ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, στον παράνομο εποικισμό της Αμμοχώστου, στο οριστικό τέλος της ελπίδας των προσφύγων για επιστροφή, στον οριστικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων.

Η ευθύνη που βαραίνει την κυβέρνηση Αναστασιάδη- ΔΗΣΥ είναι να κάνουν έστω και τώρα ριζική στροφή στην πολιτική τους, να αναλάβουν πρωτοβουλίες ώστε να αντιμετωπίσουν την Τουρκία στο μοναδικό πεδίο που μπορεί να διασφαλιστεί η αποχώρηση του τουρκικού στρατού και η επανένωση της Κύπρου, σε αυτό της διαπραγμάτευσης. Μα για να  γίνει αυτό πρέπει πρώτα να πείσουν για την ετοιμότητα της πλευράς μας να επανέλθει στις διαπραγματεύσεις, με πράξεις κι όχι με διακηρύξεις.

Ελπίδα μας παραμένει πως όσα έχουν μεσολαβήσει από τον Ιούλιο του 2017 –και είναι αρκούντως σοβαρά και κρίσιμα– δεν θα υποτιμηθούν. Πως κατά την αναμενόμενη επίσκεψη της κ. Λουτ αυτοί που θα πραγματευτούν το μέλλον του Κυπριακού θα αφήσουν κατά μέρος τα φτιασίδια και τις «νέες ιδέες» και θα συμφωνήσουν να επαναρχίσει η διαπραγμάτευση στη συμφωνημένη βάση λύσης. Πως θα αναλάβουν σαφείς δεσμεύσεις προς τον ΓΓ του ΟΗΕ για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων από εκεί που έμειναν στο Κραν Μοντανά, δίχως νέους όρους και προϋποθέσεις, με τις συγκλίσεις και το Πλαίσιο των Έξι Σημείων, με στόχο τη σύντομη κατάληξη σε στρατηγική συναντίληψη που αναπόδραστα θα φέρει το Κυπριακό σε τροχιά λύσης. Προσδοκώντας πάντα, ότι το ίδιο θα πράξει η Τουρκία.

*Νομικός-Διεθνολόγος, μέλος Κ.Ε. ΑΚΕΛ

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy