Λ. Μπαλτσίωτης:  Η «πώληση» της ιθαγένειας γεννά αυθαιρεσία και διαφθορά

«Όποιος ‘’παίζει’’ με τέτοια μοντέλα θα ‘’λερωθεί’’»

«Στην Κύπρο δεν συνέβη αυτό όμως, η ιθαγένεια «πουλιόταν» σε κάποια τιμή και δεν αφορούσε ανθρώπους που είχαν βιοτικές σχέσεις με τη χώρα».

 

«Η ιδιότητα του πολίτη έχει αξία, δεν έχει τιμή, είναι η κληρονομιά της γαλλικής, της αμερικάνικης, αλλά και της ελληνικής Επανάστασης».

 

Του Κωστή Πιτσιλλούδη

Η Κύπρος, συγκαταλέγεται σε ένα μικρό κατάλογο κρατών, ανά το παγκόσμιο, που «πουλούν» την ιθαγένεια τους σε μία προκαθορισμένη τιμή, μέσω επενδύσεων, χωρίς να έχουν ούτε τις ελάχιστες βιοτικές σχέσεις.

Ο Λάμπρος Μπαλτσιώτης, επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο , σε συνέντευξή του στη «Χαραυγή», αναλύει πως αλλάζει η έννοια της ιθαγένειας, μέσω του κυπριακού επενδυτικού Προγράμματος, συγκρίνοντας παράλληλα, πως άλλα κράτη αποδίδουν την ιθαγένειας τους, μέσω πολιτογράφησης.

Απαντάει επίσης στο ερώτημα, εάν υπάρχει σχετική νομοθεσία, που να εμπεριέχει χαρακτηριστικά πολιτικής ιθαγένειας, αλλά και γιατί η Ελλάδα δεν εφάρμοσε αντίστοιχο Πρόγραμμα Πολιτογραφήσεων.

Ενώ χαρακτηρίζει ιδιαίτερα ενδιαφέρον ιστορικά, το γεγονός ότι ένα κράτος, όπως αυτό της Κύπρου, που έχει μία ξεχωριστή ιστορία, προκρίνει τη «διατίμηση» της ιθαγένειάς του.

 

Πώς αλλάζει η ιθαγένεια με την εφαρμογή του κυπριακού επενδυτικού Προγράμματος;

Η Κυπριακή Δημοκρατία επέλεξε, μαζί με τη Μάλτα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κάποια ακόμη ελάχιστα κράτη ανά τον κόσμο, συνήθως με ανάλογα πληθυσμιακά και οικονομικά χαρακτηριστικά, να υιοθετήσουν αυτό που λέγεται «ιθαγένεια λόγω επένδυσης» (citizenship by investment), τουλάχιστον με μαζικό τρόπο.

Στα δύο αυτά κράτη (Κύπρος, Μάλτα), θεωρείται ως μία πετυχημένη πρωτοβουλία, σε αντίθεση με τη Βουλγαρία, την τρίτη χώρα της Ε.Ε., όπου το πρόγραμμα απέτυχε παταγωδώς.

Η νομοθετική σύνδεση της ιθαγένειας με την οικονομική ανάπτυξη δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε και άγνωστο.

Αν κοιτάξει κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μεγάλες νομιμοποιήσεις μεταναστών και οι πιέσεις για ακόμη μεγαλύτερη απόδοση ιθαγένειας μέσω πολιτογράφησης, όπου ούτως ή άλλως όσοι γεννιούνται σε αμερικανικό έδαφος την παίρνουν αυτόματα, βασίζονται στην επιχειρηματολογία και σε μελέτες που υποστηρίζουν αύξηση του ΑΕΠ, τη δημιουργία δυναμικών επιχειρηματιών κλπ.

Να μην ξεχνάμε ότι αυτά υποστηρίζονται και από τα δύο μεγάλα κόμματα των ΗΠΑ, όμως, οι Ρεπουμπλικάνοι Πρόεδροι έκαναν τα μεγαλύτερα προγράμματα νομιμοποιήσεων παράνομων μεταναστών, παραδείγματος χάριν, κατά την προεδρία του Ρήγκαν.

Στην Ευρώπη, όμως αυτό αποτελεί ταμπού. Θα δούμε όμως ότι και κυβερνήσεις με πρόσημο ακροδεξιό ή και λαϊκιστικό- αντι-μεταναστευτικό, όπως είχαμε τα τελευταία χρόνια στην Ιταλία, σε αντίθεση με την ρητορική τους πραγματοποίησαν μεγάλο αριθμό πολιτογραφήσεων, τις αύξησαν.

Βέβαια, είναι δύσκολο να αποφανθούμε αν επρόκειτο για πραγματισμό, δηλαδή το προφανές ότι ο Αλβανός που έχει 30 χρόνια στην Ιταλία θα πρέπει να πολιτογραφηθεί ακόμη και για λόγους κοινωνικής συνοχής– πόσω μάλλον τα ενήλικα πλέον παιδιά του- ή υφήρχε και κάποια οικονομική διάσταση.

Στην Κύπρο δεν συνέβη αυτό όμως, η ιθαγένεια «πουλιόταν» σε κάποια τιμή και δεν αφορούσε ανθρώπους που είχαν βιοτικές σχέσεις με τη χώρα. Αυτό αλλάζει την έννοια της ιθαγένειας, που πέρα από το ότι συνιστά το νομικό δεσμό ενός προσώπου με ένα κράτος, ιστορικά προϋποθέτει ισχυρές σχέσεις του προσώπου με το λαό του κράτους.

Με αυτή την έννοια, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ιστορικά ότι ένα κράτος με την ξεχωριστή και ταραγμένη ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, προκρίνει τη «διατίμηση» της ιθαγένειάς του, αλλά αυτό αφορά τον ίδιο τον κυπριακό λαό.

Υπάρχουν νομοθετικές παραβιάσεις από τα επενδυτικά προγράμματα όπως εφαρμόζονται/εφαρμόζονταν από: Κύπρο, Μάλτα, Βουλγαρία;

Κοιτάξτε, η Ε.Ε. έχει προκρίνει την μη επέμβαση στα ζητήματα της πολιτικής ιθαγένειας που ακολουθεί κάθε κράτος και παρεμβαίνει σε εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις.

Μάλιστα, συνήθως παρεμβαίνει, όπου παρεμβαίνει, με ήπιο τρόπο και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Είτε πρόκειται για τις Βαλτικές Δημοκρατίες, είτε για τη μειονοτική πολιτική που και μέσω ιθαγένειας ασκεί η Ουγγαρία και αφορά άλλο κράτος μέλος (τη Ρουμανία) οι επεμβάσεις είναι «μετρημένες». Αντίθετα, στην περίπτωση της ιθαγένειας λόγω επένδυσης οι αντιδράσεις ήταν θορυβώδεις, αλλά περισσότερο εστίαζαν στον τεχνικό χαρακτήρα τους και δεν τολμούσαν να θίξουν την ουσία. Την απομάκρυνση δηλαδή από την παραδοσιακή έννοια της ιθαγένειας και πώς θα μπορούσε η υιοθέτηση τέτοιας νομοθεσίας από μία ισχυρή ή πληθυσμιακά μεγάλη χώρα της Ε.Ε. να τινάξει το σύστημα στον αέρα.

Με αυτή την έννοια θεωρώ ότι τέτοια μαζικά προγράμματα κτήσης ιθαγένειας δεν έχουν μέλλον στην Ε.Ε.

Υπάρχει όμως και ένα άλλο σημείο: Όποιος «παίζει» με τέτοια μοντέλα ιθαγένειας υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, να μην πω βεβαιότητα, ότι θα «λερωθεί».

Όπου η νομοθεσία είναι ασαφής και ελλιπής, όπου εμπλέκονται άρρητα λόγοι «εθνικού, κρατικού ή όποιου άλλου συμφέροντος», είναι επόμενο το πολιτικό σύστημα και η διοίκηση να τα εκμεταλλεύονται με κάθε τρόπο και προς πολλές κατευθύνσεις. Να σας πω ένα παλαιό ελληνικό παράδειγμα τα απόνερα του οποίου εμπλέκουν και την Κύπρο: οι «ομογενείς από την πρώην ΕΣΣΔ».

Μπορείτε να μας εξηγήσετε, γιατί η Ελλάδα δεν εφάρμοσε αντίστοιχο Πρόγραμμα;

Μπορώ να σας μιλήσω μόνο για την περίοδο της θητείας μου. Η ιδέα αυτή ήταν γνωστή. Απλώς, όταν επισήμως ήρθε στο γραφείο μου η εταιρεία-διεθνές δικηγορικό γραφείο, για να μου παρουσιάσει το πρόγραμμα ένιωσα ως «Ινδιάνος που του προσφέρουν χάντρες».

Θεωρούσαν ότι η Ελλάδα θα έχει στη θέση αυτή έναν αδαή, άσχετο που θα «χάβει» τα γραφήματα στα power point. Έχοντας ετοιμάσει ήδη ένα εμπεριστατωμένο σημείωμα, με συλλεχθέντα στοιχεία, νομικά ζητήματα και ερωτήματα τους ζήτησα να επανέλθουν, όταν έχουν τις απαντήσεις και αντιστοίχως ενημέρωσα διεξοδικά την πολιτική ηγεσία.

Σε επίπεδο τεχνικό τα σημαντικότερα ζητήματα, ήταν ότι η Ελλάδα δεν φαινόταν ότι θα είχε την «επιτυχία» της Κύπρου –βέβαια και αυτή προφανώς υπερεκτιμάται- και ότι οι προοπτικές διατήρησης αυτού του προγράμματος δεν θα πήγαιναν πέρα από το 2021 αν παρακολουθούσε κανείς τα τεκταινόμενα στην Ε.Ε. Έπεσα μάλλον ένα χρόνο έξω.

Υπάρχει όμως και το αξιακό επίπεδο. Όπως είχα δηλώσει και τότε «η ιδιότητα του πολίτη έχει αξία, δεν έχει τιμή, είναι η κληρονομιά της γαλλικής, της αμερικάνικης, αλλά και της ελληνικής Επανάστασης».

Μπορούμε να προβούμε σε μία σύγκριση του νομοθετικού πλαισίου απόδοσης της κυπριακής ιθαγένειας, με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ και ιδιαίτερα την Ελλάδα;

Όσον αφορά την περίπτωση της Κύπρου, με το τεχνοκρατικό μου καπέλο, το αρ. 111 του νόμου και ο Τρίτος Πίνακας, δηλαδή η πολιτογράφηση, αποτελούν νομικό απολίθωμα και παραπέμπουν σε μη σύγχρονες φιλελεύθερες δημοκρατίες: Απεριόριστη ευχέρεια διαχείρισης και αποφάσεων στη διοίκηση και στο πολιτικό σύστημα, μικρή έως ανύπαρκτη θέσπιση καθολικών και διαφανών κανόνων και διαδικασιών.

Μάλιστα αυτά τα «μοντέλα» ενέχουν και την αυθαιρεσία και τη διαφθορά. Ισχύει διαχρονικά στην ελληνική περίπτωση των πολιτογραφήσεων ομογενών και καθορισμού ιθαγένειας από ανιόντα Έλληνα πολίτη, ίσως το δούμε εντονότερα μετά τις πρόσφατες αλλαγές της κυβέρνησης που προκρίνουν, εκτός της κλασσικής πολιτογράφησης, επιστροφή σε παλαιότερα μοντέλα. Πάντως, αν μου επιτρέπετε να πω κάτι ως Έλληνας πολίτης. Τόσα χρόνια στην Ελλάδα υπήρχε η αποθέωση του κυπριακού πολιτικού συστήματος. Το τι έχει συμβεί στην Κύπρο μέχρι σήμερα με το Πρόγραμμα δείχνει ότι τα πράγματα δεν είναι άσπρο-μαύρο. Εν πάση περιπτώσει, στην ιθαγένεια η Ελλάδα έχει κάνει βήματα από το 2010 ώστε να αποτελέσει το θεσμικό πλαίσιο της ιθαγένειας τμήμα του κράτους δικαίου. Σκεφτείτε ότι, μέχρι τότε ότι μία απλή και μη δημοσιοποιημένη ανταλλαγή επιστολών μεταξύ υπουργών (όπως Κούβελα-Βενιαμίν) επέτρεπε στην ελληνική διοίκηση –και αντιστρόφως- να μην πολιτογραφεί Κυπρίους, παρά μετά από 10 χρόνια παραμονής στην Ελλάδα συν τα έτη σπουδών.

Γενικά μιλώντας για την Ε.Ε., γνωρίζουμε ότι παλαιότερα στις χώρες της παλαιάς Δυτικής Ευρώπης, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα επιχείρησαν τη διεύρυνση του δικαιώματος στην ιθαγένεια, ιδίως θεσπίζοντας ειδικές διατάξεις για τη λεγόμενη δεύτερη γενιά μεταναστών.

Η χριστιανοδημοκρατία, παρά την ρητορική αντίθεσης σε αυτές, καταλαμβάνοντας την εξουσία δεν άλλαξε το πλαίσιο. Παράλληλα, βλέπουμε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες χώρες με αυστηρά θεσμικά πλαίσια να τα «ανοίγουν», ενώ άλλες με πολύ «χαλαρά» να τα κλείνουν. Αλλά δεν είναι μόνο το νομοθετικό πλαίσιο, είναι και τι συμβαίνει στην πράξη, πόσοι εντέλει αποκτούν ιθαγένεια. Υπάρχει και ένας ακόμη διαχωρισμός εντός Ε.Ε.: Οι πρώην δυτικές χώρες έχουν νομοθεσίες ιθαγένειας με χαρακτηριστικά πολιτικής ιθαγένειας, ενώ οι πρώην ανατολικές χώρες, εθνοτικής ιθαγένειας. Η Ελλάδα, κουτσά-στραβά από το 2010 ανήκει στις πρώτες. Στα επόμενα χρόνια νομίζω ότι θα κληθεί και η Κύπρος να κάνει τις επιλογές της.

 

Σημείωση: Ο Λάμπρος Μπαλτσιώτης, συγγραφέας πολυάριθμων βιβλίων ακαδημαϊκού χαρακτήρα για την ιθαγένεια, τέθηκε επικεφαλής της νεοσύστατης Γραμματείας Ιθαγένειας στο Υπουργείο Εσωτερικών (09/17-07/19).

Συμμετείχε επίσης, στη διαμόρφωση των αλλαγών στην ελληνική νομοθεσία για την ιθαγένεια το 2010 και 2015.

Με νομικές αρχικά σπουδές και μακρόχρονη θητεία ως Ειδικός Επιστήμονας στο Συνήγορο του Πολίτη, δίδαξε Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και Μετανάστευση και Ιθαγένεια στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy