Λουρουτζίνα: Μετρά έξι σχεδόν δεκαετίες µοναξιάς…

Η διάνοιξη οδοφράγµατος θα διευκολύνει όλη την περιοχή -από τα Λύµπια και την Αθηένου µέχρι τον Ψευδά

Περιτριγυρισμένη από τουρκικά στρατόπεδα, μετά το 1974 μέχρι το 2017, η κατάσταση για τους κατοίκους ήταν ασφυκτική, διότι για να περάσει κάποιος στην υπόλοιπη κατεχόμενη Κύπρο έπρεπε να περάσει από στρατιωτικό έλεγχο και μέχρι τα μεσάνυχτα η πύλη έκλεινε.

Εκλιπαρούν για ένα σηµείο διέλευσης

Σαν πας στη Λουρουτζίνα καταλαβαίνεις από την αρχή ότι είναι µία κοινότητα µε ιδιάζοντα χαρακτηριστικά. Οι κάτοικοί της έχουν αποµονωθεί από την περίοδο των διακοινοτικών ταραχών.

Το πάλαι ποτέ κεφαλοχώρι της περιοχής µετράει περίπου 500 κατοίκους, από τους άνω των 4.000 που αριθµούσε προ της εισβολής. Η µείωση του πληθυσµού, όµως, δεν αλλοίωσε ούτε πιθαµή τον βαθιά κυπριακό φιλόξενο χαρακτήρα των κατοίκων οι οποίοι εκφράζουν στον επισκέπτη, ακόµη και οι νεαρότεροι, µε άπταιστα κυπριακά τη φιλόξενη και ευγενική τους ψυχή. Καλόκαρδοι, ανοιχτόκαρδοι, έτοιµοι να σε υποδεχθούν, σαν την καρδιά του αγνού ανθρώπου της Κύπρου που τόσο λείπει από τις πόλεις και τις συµπεριφορές του αλλοτριωµένου σύγχρονου Κύπριου.

Σήµερα, οι κάτοικοι της Λουρουτζίνας θεωρούν ότι η δηµιουργία ενός σηµείου διέλευσης θα τους ενώσει µε τους Ε/κ φίλους τους, θα τους επιτρέψει να σπάσουν τον γεωγραφικό αποκλεισµό και θα συµβάλει στην επίλυση του Κυπριακού.

Του Κωστή Πιτσιλλούδη

Μαζί µε τον επικεφαλής του Γραφείου Επαναπροσέγγισης του ΑΚΕΛ, Ηλία ∆ηµητρίου, πορευόµενοι προς την κοινότητα, είδαµε να ξεπροβάλλει ένα καφενείο στην αρχή του χωριού, όπου στην είσοδό του το ταµπελάκι του µενού γράφει στα Τούρκικα: «∆εν γίνονται αποδεχτά άτοµα µε στολή» και από πάνω µία σηµαία της Οµόνοιας. Λίγο πιο πίσω ένα πανό που έγραφε στα Ελληνικά, Τούρκικα και Αγγλικά το αίτηµα σχεδόν όλων των κατοίκων: «Πόρτα αµέσως τώρα».

Ο ιδιοκτήτης του καφενείου, Σουλεϊµάν, µιλώντας µας µε άπταιστη κυπριακή διάλεκτο µάς διηγήθηκε την ιστορία της Λουρουτζίνας.

Εξήγησε ότι µέχρι έξι ετών η γλώσσα που ήξεραν ήταν µόνο τα Ελληνικά, καθώς στο σπίτι δεν µίλαγαν Τούρκικα και αυτά τα έµαθε στο δηµοτικό.

Τόνισε ότι οι κάτοικοι της Λουρουτζίνας ζουν σε καθεστώς αιχµαλωσίας από το 1964 καθώς είναι αποκοµµένοι από την υπόλοιπη Κύπρο. Επεσήµανε ότι, λίγο καιρό µετά την εισβολή, ο Ντενκτάς πρότεινε στους Λουρουτζιάτες να εγκατασταθούν στη Λύση, µε την κοινότητα να γνωρίζει µείωση του πληθυσµού. «Εµείς που µείναµε στο χωριό προτιµήσαµε να µην πάµε σε ξένα σπίτια και να παραµείνουµε στον τόπο µας, χωρίς όµως να κατηγορούµε αυτούς που έφυγαν», ανέφερε.

Πρόσθεσε ότι ακόµη και µετά το 2017 η κατάσταση παραµένει ασφυκτική, διότι δεν υπάρχουν υπηρεσίες κοντά, όπως φαρµακεία, νοσοκοµεία, αλλά ούτε δουλειές για να κρατήσουν τη νεολαία στο χωριό.

Κάλεσε τον κ. Αναστασιάδη όπως θέσει το ζήτηµα της διάνοιξης σηµείου διέλευσης στην επόµενη συνάντηση που θα έχει µε τον κ. Τατάρ, καθώς δεν θα επωφεληθεί µόνο η Λουρουτζίνα, αλλά και η Αθηναίου, τα Λύµπια και το ∆άλι. «Θα πρέπει να κατανοήσει η ε/κ πλευρά πως η λύση θα ξεκινήσει από τη Λουρουτζίνα καθώς µιλάει τη γλώσσα της. Αυτός που θέλει να κυβερνάει την Κύπρο, θα πρέπει να τους λαµβάνει όλους υπόψιν καθώς η πατρίδα µας είναι σαν ένα ουράνιο τόξο που περιλαµβάνει Ε/κ, Τ/κ, Αρµένιους, Μαρωνίτες και Λατίνους και εάν ένα “χρώµα” από αυτά λείπει, τότε δεν υπάρχει Κύπρος», συµπλήρωσε.

Ο κ. Σουλεϊµάν τόνισε ότι πριν ένα χρόνο ο κ. Τατάρ δεσµεύτηκε πως θα ανοίξει σηµείο διέλευσης, προσθέτοντας πως αναµένει να βγει σωστός άνθρωπος (σ.σ. να κρατήσει το λόγο του).

Πρόσθεσε πως ένα σηµείο διέλευσης στην περιοχή µπορεί να διευκολύνει τις συνοµιλίες και να δηµιουργήσει τις προϋποθέσεις για να ζούµε σε µία επανενωµένη πατρίδα, µε επίκεντρό της τα ανθρώπινα δικαιώµατα.

Προχωρώντας στη συνέχεια προς το κέντρο του χωριού συναντήσαµε τον «δήµαρχο» Χασάν Μπαρµπάρος, που και µας κάλεσε στο «δηµαρχείο» για να κουβεντιάσουµε τα ζητήµατα που ταλαιπωρούν την κοινότητα. Σε άπταιστη κυπριακή διάλεκτο γνωστοποίησε ότι µέχρι το 1974 η Λουρουτζίνα ήταν κεφαλοχώρι της περιοχής, µε πληθυσµό περίπου 4.000, ενώ τώρα αριθµεί γύρω στους 400-500, µε τη νεολαία να έχει τάσεις φυγής.

Τόνισε ότι η περιοχή είναι νεκρή, δεν υπάρχουν δουλειές, ενώ η Αµµόχωστος και η Λευκωσία (σ.σ. κατεχόµενο τµήµα) είναι αρκετά µακριά, προσθέτοντας πως µέχρι το 2017 ήταν υπόχρεοι να δείχνουν την «ταυτότητά» τους για να εισέλθουν στο χωριό τους.

«Θεωρώ ότι ένα σηµείο διέλευσης από τα Λύµπια θα δώσει νέα ζωή στην περιοχή, τόσο για εµάς όσο και για τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής όπως το ∆άλι, η Αθηένου, ο Ψευδάς», εξήγησε.

Πρόσθεσε πως η περιοχή και πάλι θα «ζωντανέψει», µε τη νεολαία να µπορεί να πηγαίνει στις δουλειές της, στην πρωτεύουσα, χωρίς να χρειάζεται να µεταναστεύει σε αυτήν, ενώ θα αναπτυχθούν και τοπικές εργασίες. Υπογράµµισε ότι µε τη διάνοιξη ενός σηµείου διέλευσης, η περιοχή θα καταστεί παράδειγµα ειρήνης και βήµα για την επίλυση του προβλήµατος.

Για την προώθηση του αιτήµατος αυτού, ο κ. Μπαρµπάρος εξήγησε ότι έχει συσταθεί η «Πρωτοβουλία Οδοφράγµατος Λουρουτζίνας», µε τριαντακονταµελή επιτροπή, η οποία έρχεται σε επαφή µε τους δηµάρχους των γύρω περιοχών της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας. Τόνισε ότι είναι εις γνώσιν τους πως την τελική απόφαση θα την πάρουν οι δύο ηγέτες, όµως δεν παύει και η κοινωνία των πολιτών να παίζει καθοριστικό ρόλο ασκώντας πιέσεις προς αυτούς.

Ανέφερε επίσης πως µέχρι το ‘74 υπήρχε καλή σχέση µεταξύ Τ/κ και Ε/κ της περιοχής, τόσο στο κοινωνικό όσο και στο οικονοµικό επίπεδο, κυρίως µέσω της κτηνοτροφίας, της πώλησης φθαρτών και φρούτων, αλλά και της καλλιέργειας χωραφιών.

Συναντήσαµε επίσης την πρώην «κοινοτάρχη» της Λουρουτζίνας (2010-2014), Σουλτάν Μπαρµπαρός, µία δυναµική γυναίκα η οποία προσπάθησε µέσω των ενεργειών της να φέρει κοντά τις δύο κοινότητες, αλλά και να δώσει ζωντάνια στην κοινότητα, µέσω διαφόρων εκδηλώσεων.

Τόνισε ότι η Λουρουτζίνα ήταν ένα χωριό που δεχόταν επισκέπτες κα συνάµα αρκετά προοδευτική κοινότητα, καθώς κατά τη δεκαετία του ‘50 είχε 10 καφενέδες και λέσχες, κινηµατογράφο, ενώ υπήρχε και Γυναικείος Όµιλος, κάτι πρωτοποριακό για την τότε εποχή. Πρόσθεσε πως πριν το 1958 γινόταν δικοινοτικό φεστιβάλ επίδειξης, µε τη συµµετοχή κατοίκων από όλα τα γειτονικά χωριά. Εξήγησε ότι στα φεστιβάλ γινόταν διαγωνισµός ποιο χωριό έχει τα καλύτερα φαγητά όπως σιτάρια, λουβί, σύκα και γλυκό καρυδάκι, αλλά και ζώα όπως αγελάδες και γαϊδούρια, όπου οι νικητές λάµβαναν πέντε λίρες ως έπαθλο.

Ανέφερε ότι κατά τη «θητεία» της ως «κοινοτάρχης» επανέφερε το φεστιβάλ, το οποίο έχει µεγάλη επιτυχία µε τη συµµετοχή εκατοντάδων ατόµων από τη γύρω περιοχή, το οποίο διεξάγεται µέχρι σήµερα.

Μας εξιστόρησε επίσης ότι κατά τη «θητεία» της διοργανώθηκε δικοινοτικό πικ-νικ ειρήνης µέσα στη Νεκρά Ζώνη, µετά από επαφές που είχε µε την κοινότητα της Αθηένου και µετά από έγκριση που έλαβε από τα Ηνωµένα Έθνη. Στο πικ-νικ, εξήγησε, η συµµετοχή των Ε/κ και των Τ/κ από τις γύρω κοινότητες ξεπέρασε το αναµενόµενο καθώς παρευρέθηκαν πάνω από 200 άτοµα. Η κοινότητα, πρόσθεσε, προσπάθησε και δεύτερη φορά να διοργανώσει δικοινοτικό πικ-νικ στη Νεκρά Ζώνη, βρήκε όµως ως εµπόδιο την άρνηση του κατοχικού στρατού.

Τέλος, ανέφερε ότι διοργάνωσε αρκετές εκδροµές στις ελεύθερες περιοχές, µε τις επισκέψεις να έχουν διττό χαρακτήρα, τόσο για να µάθουν οι νεαρότεροι τις περιοχές όσο και για να έρθουν σε επαφή µε τους Ε/κ.

 

Σε αντίθεση µε τα άλλα χωριά, η Λουρουτζίνα θυµίζει αδιέξοδο

Κατόπιν προτροπής του Ηλία ∆ηµητρίου κατευθυνθήκαµε προς το στέκι της νεολαίας του χωριού, ένα διατηρητέο σπίτι µε µπαλκόνι, που µε µεράκι συντηρείται από τους θαµώνες του. Ο νεαρός «κοινοτάρχης» της Λουρουτζίνας, Μουσταφά Εγµέζ, που βρισκόταν στο στέκι, µας ανέφερε ότι σε αντίθεση µε τα άλλα χωριά που έχουν τουλάχιστον µία είσοδο και µία έξοδο, η Λουρουτζίνα θυµίζει αδιέξοδο. Η νεολαία, µας είπε, χωρίς να το θέλει, λόγω ανεπαρκών δουλειών τόσο στη Λουρουτζίνα όσο και στην περιοχή φεύγει και κατευθύνεται προς τις πόλεις. «Πέραν της κτηνοτροφίας και της γεωργίας δεν υπάρχει άλλη δουλειά και οι νεαροί του χωριού, κυρίως αυτοί που έχουν πτυχίο πανεπιστηµίου, επιλέγουν να µετοικίσουν στη Λευκωσία (σ.σ. κατεχόµενη), καθώς η απόσταση είναι µεγάλη», εξήγησε.

Ερωτηθείς πώς µπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση, ο Μ. Εγµέζ απάντησε ότι η δηµιουργία ενός σηµείου διέλευσης θα δώσει ξανά τη ζωντάνια που έχει τόσο ανάγκη η κοινότητα. «Εάν ανοίξει ένα σηµείο διέλευσης, θα µπορούµε να ερχόµαστε πολύ συχνότερα σε επαφή µε τους Ε/κ φίλους µας από τα γειτονικά χωριά, καθώς θα µας χωρίζουν µόλις 5-10 λεπτά, από τη µία ώρα που χρειαζόµαστε τώρα. Θα µπορούµε να πηγαίνουµε στις δουλειές µας, χωρίς να χρειάζεται να µετακοµίσουµε στις πόλεις. Φυσικά, θα ανοίξουν και νέες δουλειές στην ίδια την κοινότητα», συµπλήρωσε. Για αυτούς τους λόγους, πρόσθεσε, η νεολαία συµµετέχει ενεργά στην Πρωτοβουλία που έχει δηµιουργηθεί για τη διάνοιξη οδοφράγµατος, διότι είναι αυτή που βιώνει περισσότερο τον εγκλεισµό της κοινότητας.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy