Μάχες στις ΗΠΑ για το εκλογικό δικαίωμα, αβέβαιη η ανάδειξη νικητή στις 3 Νοεμβρίου

Στις εκλογές του 2000 χρειάστηκε περισσότερο από ένα μήνα για να αναδεχθεί νικητής ο Τζορτζ Μπους, απέναντι στον Αλ Γκορ και μάλιστα το αποτέλεσμα – που αντιστοιχούσε στη Φλόριδα την οποία κέρδισε με 537 ψήφους ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος – κρίθηκε με ψήφους 5-4 στο συντηρητικό Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο.

Υπάρχουν πολλοί φέτος που φοβούνται ότι μπορούμε κάλλιστα να ξαναζήσουμε ανάλογες μέρες, αν δεν υπάρχει ξεκάθαρο αποτέλεσμα το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου. Ο Πρόεδρος Τραμπ έχει αφήσει και σ’ αυτές τις εκλογές αναπάντητο το ερώτημα αν θα αναγνωρίσει το εκλογικό αποτέλεσμα και μιλά σε κάθε ευκαιρία για νοθεία, κινητοποιώντας την πλέον φανατική ομάδα των υποστηρικτών του «να περιφρουρήσουν» τις εκλογές.

Οι οπαδοί αυτοί έκαναν σε αρκετές περιπτώσεις την εμφάνισή τους σε εκλογικά κέντρα που άνοιξαν για πρώιμη ψηφοφορία, ωστόσο μέχρι στιγμής υπακούουν στις εντολές των αρχών και κρατούν αποστάσεις. Κάποιες πολιτείες – όπως το Μίσιγκαν που αποκαλύφθηκε συνωμοσία ακροδεξιών με στόχο την απαγωγή της Κυβερνήτου – οι αρχές απαγόρευσαν την εμφανή οπλοκατοχή εντός των εκλογικών κέντρων.

Η προσπάθεια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να καταπιέσει ομάδες ψηφοφόρων που γνωρίζει ότι υπάρχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ψηφίσουν Δημοκρατικούς δεν είναι νέο φαινόμενο. Κατ’ ακρίβεια ήταν οι Δημοκρατικοί του αμερικανικού Νότου που το πρωτοεφάρμοσαν πριν τον εμφύλιο πόλεμο, με στόχο να μην δοθεί δικαίωμα ψήφου στους μαύρους. Όταν ξέσπασε το κίνημα των φυλετικών δικαιωμάτων και αγκαλιάστηκε από το Δημοκρατικό Κόμμα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν, με τους Ρεπουμπλικανούς να εφευρίσκουν τους πιο απίθανους τρόπους για να κρατήσουν τους μαύρους κι άλλες μειονότητες μακριά από τους εκλογικούς καταλόγους και την κάλπη.

Τα τελευταία χρόνια η στρατηγική των Ρεπουμπλικανων εστιάζεται στο να δυσκολεύουν την εφαρμογή μέτρων που θα επέτρεπαν σε αύξηση των ποσοστών άσκησης του εκλογικού δικαιώματος, είτε πρόκειται για πρώιμη προσέλευση στις κάλπες, είτε διεύρυνση του δικαιώματος της επιστολικής ψήφους. Για παράδειγμα, έχει αυξηθεί ο αριθμός των πολιτειών που στέλνει σε όλους τους εγγεγραμμένους ψηφοφόρους ψηφοδέλτια και φακέλους κι όχι μόνο σ’ όσους το αιτούνται και είναι η θέση των Ρεπουμπλικανών.

Ενώ σε αρκετές πολιτείες οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να κερδίσουν διευκολύνσεις (πχ να μην υπάρχει μόνο μία κάλπη ανά κομητεία που να δέχεται επιστολικές ψήφους, ή μόνο ένα εκλογικό κέντρο για την πρώιμη άσκηση του δικαιώματος), τη Δευτέρα υπέστησαν σοβαρή ήττα στο Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε με ψήφους 5-3 να απορρίψει την απόφαση κατώτερου ομοσπονδιακού δικαστηρίου για το Γουισκόνσιν, με την οποία αποδεχόταν επιστολικές ψήφους που σφραγισμένες από το ταχυδρομείο μέχρι τις 3 Νοεμβρίου και που θα έφταναν μέχρι τις 9 Νοεμβρίου. Αντ’ αυτού αποφάσισε να γίνονται δεκτές επιστολές που θα έχουν φτάσει στις 3 Νοεμβρίου.

Το βασικό επιχείρημα – ανάλογο έχει εκφράσει κι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ – ήταν πως πρέπει το αποτέλεσμα να γίνει γνωστό την ίδια μέρα κι όχι μετά από πολλές, προκαλώντας αμφιβολίες.

Την περασμένη εβδομάδα το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο απέρριψε με ψήφους 4-4 (με την πλειοψηφία η ψήφος του Προέδρου) αίτημα του ρεπουμπλικανικού κόμματος της Πενσυλβάνιας να μην κάνει δεκτή την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολιτείας που αποδέχεται να καταμετρήσει επιστολικές ψήφους οι οποίες θα φτάσουν μέχρι τις 6 Νοεμβρίου. Ωστόσο, μετά την είσοδο της Έιμι Κόνεϊ Μπάρετ, δεν αποκλείεται να γίνει νέα προσφυγή.

Να θυμίσουμε ότι πριν τρεις μήνες ξέσπασε θύελλα αντιδράσεων μετά την απόφαση του Προέδρου Τραμπ να μειώσει την χρηματοδότηση των αμερικανικών ταχυδρομείων, με στόχο να περιοριστεί η άσκηση του δικαιώματος της επιστολικής ψήφου.

Στις εκλογές αυτές πολλοί αναλυτές συμφωνούν ότι θα κριθεί η αξιοπιστία της αμερικανικής δημοκρατίας. Υπάρχει όχι μόνο το δεδομένο των εκλογών του 2000, αλλά και η αμερικανική πρωτοτυπία την εκλογή να κρίνει όχι η πλειοψηφία της λαϊκής ψήφου, αλλά οι εκλέκτορες που αναδεικνύονται με πλειοψηφικό σύστημα. Μέχρι σήμερα οι Δημοκρατικοί έχουν χωνέψει δύο ήττες, μία το 2000 όπου ο Γκόρ πήρε 500.000 ψήφους περισσότερους από τον Μπους και το 2016 που η Χίλαρι Κλίντον πήρε πάνω δύο εκατομμύριο ψήφους περισσότερους από τον Τραμπ. Θα αποδεχθούν όμως ένα αποτέλεσμα στο οποίο αφενός έλαβαν περισσότερες ψήφους κι αφετέρου τους στερήθηκαν πολιτείες χάρη σε δικαστικές αποφάσεις; Με δεδομένη την ψυχοσύνθεση του Ντόναλντ Τραμπ, ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί μία οξεία εσωτερική αντιπαράθεση είναι να υπάρξει στις 3 Νοεμβρίου καθαρός νικητής.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy