Μαρία Μανναρίδου-Καρσερά: Κρατώ τη χαρά της δημιουργίας και τη συλλογική προσπάθεια

Συνέντευξη στον Αντώνη Γεωργίου

Η πρώτη σκηνοθεσία της Μαρίας Μανναρίδου-Καρσερά ήταν το 1996 στο Θέατρο Ένα, στην Ιστορία, ένα δικό της έργο, ενώ φέτος γιορτάζει δέκα χρόνια της ομάδας της, Σόλο για τρεις, ανεβάζοντας σε συνεργασία με τον Αντίλογο το έργο της Κωνσταντίας Σωτηρίου, H Αϊσέ πάει διακοπές. H χρονιά αυτή, όμως, είναι και η πρώτη που η ομάδα «μετά από μια πολύ επιτυχημένη καλλιτεχνική χρονιά» δεν επιχορηγείται από τον ΘΟΚ, συνεπεία των αδυναμιών του προγράμματος ΘΥΜΕΛΗ και του γεγονότος πως η πολιτεία δεν «έχει όραμα, να βλέπει μακροπρόθεσμα» και περιορίζεται «σε σπασμωδικές κινήσεις». Η Μαρία Μανναρίδου-Καρσερά πιστεύει πως «το κυπριακό έργο είναι ο πολιτισμός μας, είναι η ταυτότητά μας» και πως είναι εκπληκτική «η αποδοχή του κοινού που αγκαλιάζει τις κυπριακές παραστάσεις με πολλή αγάπη». Όσο για το θέατρο στην εποχή μας, το θεωρεί «ένα ισχυρό όπλο που αν χρησιμοποιηθεί σωστά» μπορεί να γίνει φορέας σημαντικών αλλαγών στην κοινωνία.

ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΝΑΡΙΔΟΥ-ΚΑΡΣΕΡΑ

  • Κρατώ τη χαρά της δημιουργίας και τη συλλογική προσπάθεια της ομάδας
  • Αν δεν στηρίξουμε την κυπριακή γραφή, δεν έχουμε αληθινά δικό μας θέατρο
  • Η Αϊσέ πάει διακοπές μιλά για το διαχρονικό πρόβλημα της ταυτότητας,
  • Δεν λύνεις τα προβλήματα του πολιτισμού με σπασμωδικές κινήσεις,

Δέκα χρόνια ομάδας Σόλο για τρεις. Τι κρατάτε από όλα αυτά τα χρόνια;

Δέκα χρόνια θεατρικής δημιουργίας μέσα από πολλές δυσκολίες, εμπόδια και προβλήματα, αλλά και δέκα χρόνια που μου πρόσφεραν τη χαρά της δημιουργίας, της καλλιτεχνικής έκφρασης, των όμορφων συνεργασιών, την αρμονική, συλλογική προσπάθεια της ομάδας που είχε ως αποτέλεσμα παραστάσεις όπως Οι Δούλες του Ζενέ, Μπέκετ Χ 5, Αγαπητέ κύριε Στρίντμπεργκ…, Τζεμαλιγιέ, Αντρόνικος ή ο Ζωγκράφος, η Αϊσέ πάει διακοπές.

Γιορτάζετε όμως τα δεκάχρονά σας, με το 2017 να είναι η χρονιά που η ομάδα σας δεν έχει πάρει επιχορήγηση από τον ΘΟΚ.

Ναι, είναι πράγματι πολύ απογοητευτικό και είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, ιδιαίτερα μετά από μια πολύ επιτυχημένη καλλιτεχνική χρονιά. Μετά από δέκα χρόνια σκληρής δουλειάς και αδιάλειπτης παρουσίας στο θεατρικό χώρο, με παραστάσεις που έχουν διακριθεί και έχουν ξεχωρίσει στη συλλογική μνήμη του κοινού, είναι πολύ σκληρό για τους συντελεστές της ομάδας να τους αντιμετωπίζει ο ΘΟΚ με αυτό τον τρόπο. Πραγματικά δεν το περιμέναμε να μην επιχορηγηθούμε.

Τι σας συγκίνησε στο μυθιστόρημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου;

Το μυθιστόρημα της Κωνσταντίας έχει μια γλυκύτητα, μια ηρεμία, μια πραότητα που σαγηνεύει. Η Αϊσέ πάει διακοπές μιλά για το διαχρονικό πρόβλημα της ταυτότητας, πόσο προετοιμασμένοι είμαστε να αποδεχτούμε τον εαυτό μας, αλλά και τον άλλο. Με ένα τρόπο έντονα συγκινησιακό, το έργο μάς φέρνει αντιμέτωπους με αυτές τις αλήθειες, αφήνοντας πίσω του τη μυρωδιά του έρωτα και της αγάπης, της θυσίας, του πόνου, του διχασμού, της μυρωδιάς του γιασεμιού και των λεμονανθών, χάνεσαι μέσ΄ τους λαϊκούς μύθους, τις παραδόσεις, τα νανουρίσματα και τα μοιρολόγια, μυρίζεσαι γεύσεις από παλιές συνταγές, αφήνεσαι στην αφή του μεταξιού, ακούς στίχους και μελωδίες που συνθέτουν ποιοι είμαστε. Αυτοί είμαστε! Και όλα αυτά είναι μια μαγεία. Μια μαγεία που αν καταφέρεις να τη μεταφέρεις στη σκηνή, κερδίζεις το στοίχημα.

Πόσο εύκολο είναι ένα μυθιστόρημα να ανεβεί στη σκηνή;

Δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η διασκευή και η δραματοποίηση της Μαρίνας και του Βαλεντίνου όμως, θεωρώ ότι είναι εύστοχη στο να βγάλει προς τα έξω και να υπογραμμίσει αυτά που σκέφτεται η Χατισέ με τρόπο ελλειπτικό και συμπυκνωμένο αλλά και θεατρικό. Η αρχιτεκτονική του κειμένου δημιουργεί πεδία δράσης και αντίδρασης και τα πήγαινε- έλα στα μπρος – πίσω δημιουργούν εξέλιξη στην πλοκή, ανάπτυξη των χαρακτήρων , εντάσεις, συγκρούσεις, συστατικά σημαντικά για το θέατρο.

Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να ασχολείστε περισσότερο με το κυπριακό θεατρικό έργο, έτσι είναι;

Ναι, πράγματι, όταν πάω πίσω και δω πώς άρχισε η ομάδα το 2007, ο στόχος ήταν το ανέβασμα κλασικών έργων, αν θέλεις, μέσα από μια πρωτοποριακή, πειραματική ματιά. Τα τελευταία τρία χρόνια νιώθω ότι ως σκηνοθέτης έχω στραφεί προς τα μέσα, υπάρχει μια εσωστρέφεια στην επιλογή των έργων που κάνει η ομάδα. Πιστεύω πως αν δεν ενθαρρύνουμε και στηρίξουμε την κυπριακή γραφή, δεν έχουμε αληθινά δικό μας θέατρο.

Είναι, δηλαδή, τόσο αναγκαία η ύπαρξη ντόπιας θεατρικής γραφής;

Το κυπριακό έργο είναι ο πολιτισμός μας, είναι η ταυτότητά μας, είναι όλα όσα αντικατοπτρίζουν τη ζωή μας είτε αυτή ανήκει στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον. Χωρίς κυπριακό έργο δεν υπάρχουν σημεία αναφοράς για το θεατή. Και χαίρομαι που ο θεσμός του PLAY κατάφερε μέσα σε πολύ λίγο χρόνο να δημιουργήσει αυτό το τόσο θετικό κλίμα για το ανέβασμα κυπριακών έργων . Και το πιο εκπληκτικό βέβαια, είναι η ίδια η αποδοχή του κοινού που αγκαλιάζει τις κυπριακές παραστάσεις με πολλή αγάπη. Για μένα η Τζεμαλιγιέ, ο Αντρόνικος, ήταν μια αποκάλυψη. Με τίποτα δεν περίμενα αυτή την απίστευτα μεγάλη προσέλευση του κοινού και την ανάγκη του να βλέπει παραστάσεις με κυπριακή θεματογραφία.

Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό το γεγονός;

Το έχουμε ανάγκη και οι άνθρωποι του θεάτρου και το κοινό. Αν δεν μιλήσουμε για μας, αν δεν δούμε τους εαυτούς μας στη σκηνή, με τίποτα δεν γεφυρώνεται το χάσμα που νιώθει ο θεατής όταν παρακολουθεί έργα ξένου ρεπερτορίου. Σίγουρα πρέπει να ανεβαίνουν έργα της παγκόσμιας δραματουργίας, δεν πρέπει να κλειστούμε στο καβούκι μας, αλλά από την άλλη είναι εντελώς διαφορετικό να ακούς τη δική σου γλώσσα ή διάλεκτο, που κι αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα στην κυπριακή δραματουργία, ή να ταυτίζεσαι και να αναγνωρίζεις τους ήρωές σου σαν δικούς σου.

Το μυθιστόρημα της Κωνσταντίας έχει μια γλυκύτητα, μια ηρεμία, μια πραότητα που σαγηνεύει. Μιλά για το διαχρονικό πρόβλημα της ταυτότητας, πόσο προετοιμασμένοι είμαστε να αποδεχτούμε τον εαυτό μας αλλά και τον άλλο

Αφού το αναφέρατε, ποια η γνώμη σας για τη χρήση της διαλέκτου στο θέατρο;

Δυστυχώς ή ευτυχώς έχουμε συνδέσει την κυπριακή διάλεκτο με το κυπριώτικο σκετς και για πολλούς από εμάς έχει μια αρνητική χροιά η λέξη “διάλεκτος”. Η διάλεκτός μας είναι ένα πλούσιο γλωσσολογικό εργαλείο που για τον δραματουργό μπορεί να φανεί χρήσιμο στο κτίσιμο της ιστορίας του, στην ψυχολογία των χαρακτήρων του κ.τ.λ.. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι προσεχτικός στη χρήση της και πρέπει να γνωρίζει καλά γιατί την χρειάζεται και την χρησιμοποιεί.

Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι ευθύνες της πολιτείας, των ομάδων αλλά και των συγγραφέων για να συνεχίσει αυτή η άνθιση;

Η πολιτεία μέσα από τους θεσμούς της πρέπει να έχει μια ξεκάθαρη πολιτική και στρατηγική όσον αφορά στη στήριξη του πολιτισμού. Πρέπει να έχει όραμα, να βλέπει μακροπρόθεσμα. Δεν λύνεις τα προβλήματα του πολιτισμού με σπασμωδικές κινήσεις, ή με κάποιες επιχορηγήσεις από δύο και μόνο σχέδια – ΘΥΜΕΛΗ/Πρόγραμμα ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ των Πολιτιστικών Υπηρεσιών – που έχουν πλέον τόσο περιοριστικό χαρακτήρα στο πώς διατίθενται τα λεφτά, που πραγματικά δεν υπάρχουν περιθώρια για πραγματική ανάπτυξη του πολιτισμού. Αν η πολιτεία καταφέρει να δομήσει ένα δίκαια λειτουργικό σχέδιο επιχορήγησης, οι ομάδες και οι συγγραφείς θα συνεχίσουν να κάνουν το έργο τους και θα το κάνουν καλά.

Το πρόγραμμα PLAY χρειάζεται να συνεχίσει; Με τον ίδιο τρόπο ή πρέπει να γίνει πιο ειδικό πρόγραμμα (μόνο για πρωτοεμφανιζόμενους για παράδειγμα);

Ναι, θεωρώ ότι το πρόγραμμα PLAY , προς το παρόν τουλάχιστον , πρέπει να συνεχίσει με τη μορφή που έχει. Είναι νωρίς πιστεύω να χωριστεί σε κατηγορίες και λόγω του περιορισμένου αριθμού ανθρώπων που γράφουν . Μπορεί αυτό να γίνει σε δέκα χρόνια – ο διαχωρισμός σε κατηγορίες – όταν ο θεσμός θα έχει πλέον ξεκάθαρα αποτελέσματα και ίσως και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων που γράφουν .

Πώς βρεθήκατε στο χώρο του θεάτρου και τι είναι για σας το θέατρο;

Για μένα το θέατρο είναι τρόπος ζωής. Νομίζω δεν ξέρω πώς διαφορετικά θα ζούσα τη ζωή μου.

Ποια ήταν η πρώτη σας σκηνοθεσία; Μπορείτε να μας πείτε κάποιες άλλες στιγμές που θυμάστε από όλα αυτά τα χρόνια;

Όταν ένα έργο που έγραψα η ίδια διακρίθηκε σε ένα διαγωνισμό του BBC World Service με το British Council, πήρα το θάρρος και ζήτησα από τον Διευθυντή του Θεάτρου Ένα, Αντρέα Χριστοδουλίδη, να το σκηνοθετήσω. Να πω την αλήθεια δεν ήταν εύκολο να τον πείσω, αλλά τελικά τα κατάφερα. Η πρώτη μου σκηνοθεσία λοιπόν, ήταν το 1996 με το έργο Ιστορία. Μια όμορφη, ωραία στιγμή ήταν όταν πήγαμε στο Φεστιβάλ Πειραματικού θεάτρου στο Κάιρο γύρω στο 2000, αν θυμάμαι καλά, με Τον άνθρωπο με το λουλούδι στο στόμα του Πιραντέλο και την Τελευταία ταινία του Κραπ του Μπέκετ σε μια ενιαία παράσταση. Είχαμε σταλεί από τον ΘΟΚ για να εκπροσωπήσουμε την Κύπρο. Και πάλι, αν θυμάμαι καλά, θα πρέπει να ήταν η τρίτη μου σκηνοθεσία, στο Κάιρο ένιωσα κάτι πολύ σπέσιαλ, ήταν σαν να κατακτούσα τον κόσμο, λες και ο κόσμος όλος ήταν δικός μου. Κάτι ανάλογο ένιωσα στο Φεστιβάλ Off της Αβινιόν όταν πήγαμε με τις Δούλες του Ζενέ, που ήταν η πρώτη φορά που η Κύπρος συμμετείχε. Νιώθαμε όπως τους παλιούς ερευνητές που ανακάλυπταν για πρώτη φορά τον κόσμο – απίστευτα πρωτόγνωρες, όμορφες εμπειρίες, που πραγματικά τώρα οι νέοι καλλιτέχνες στερούνται με τη δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν λεφτά στα ταμεία. Είναι πολύ κρίμα!

Ποιος ο ρόλος του θεάτρου και της τέχνης στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε;

Το θέατρο είναι ένα ισχυρό όπλο που αν χρησιμοποιηθεί σωστά μπορεί να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας, μπορεί να κάνει πολιτικές δηλώσεις, να φτάσει στα άκρα, να αφυπνίσει τις συνειδήσεις, να αλλάξει τον τρόπο που η κοινωνία βλέπει κάποια πράγματα, να κάνει μια επανάσταση.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy