Μαρτυρία: Ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο επί 70 ημέρες

Η μαρτυρία του Παναγιώτη Φακούτα, αιχμάλωτου στα χέρια των Τούρκων

Του Κωστή Πιτσιλλούδη

Οι σελίδες της ιστορίας της Κύπρου το καλοκαίρι του 1974, με απαρχή το πραξικόπημα της ΕΟΚΑ Β’ και έπειτα με την εισβολή της Τουρκίας, γέμισαν με αίμα και πόνο όλο τον κυπριακό λαό.

Το εφιαλτικό οδοιπορικό όσων πολέμησαν κατά την εισβολή, βρισκόμενοι στην πρώτη γραμμή των μετώπων, αντικατοπτρίζει τις δύσκολες στιγμές ενός λαού που διχάστηκε, προδόθηκε και παρασύρθηκε από τον εθνικισμό της ακροδεξιάς, σε μια αμετάκλητη πορεία προς τη βαρβαρότητα και το χάος.

Υπήρχαν άνθρωποι που υπηρέτησαν την πατρίδα και έζησαν καρέ-καρέ την καταστροφική προδοσία, αψηφώντας το θάνατο, αλλά ελπίζοντας παράλληλα για την ειρήνη στην Κύπρο. Ο κάθε Κύπριος που έζησε τα γεγονότα τότε μπορεί να απαριθμήσει τρομακτικά συμβάντα.

Ένας από αυτούς είναι ο Παναγιώτης Φακούτας, από το Πέρα Χωριό Νήσου, που πολέμησε και έζησε τη φριχτή οπισθοχώρηση, από τη Μια Μηλιά, στην Κυθρέα και το Τζιάος. Αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στα Άδανα, όπου ξυλοκοπήθηκε και έζησε εκεί 70 εφιαλτικές μέρες.

«Στις 14 Αυγούστου 1974 και μέρα Τετάρτη», εξιστορεί ο Παναγιώτης Φακούτας, «δεν πίστευα ότι θα ξεσπούσε πόλεμος. Αποκλείεται έλεγα στον εαυτό μου. Δεν πρόλαβα να τελειώσω τις σκέψεις μου και να τα σιδερένια πουλιά μουγκρίζοντας στον ουρανό χωρίς σχηματισμούς από διαφορετικές κατευθύνσεις να περνούν πάνω από τις θέσεις μας. Όχι έλεγα, για εκφοβισμό θα ’ναι, όπου να ’ναι θα φύγουν.

‘‘Όλοι στις θέσεις σας’’, φωνάζει ο έφεδρος ανθυπολοχαγός που ήταν υπεύθυνος στο ύψωμα που ήμουν και ονομαζόταν ‘‘Αρνόλογος’’. Βρισκόταν στην περιοχή πάνω από τη Μια Μηλιά προς τον Κουτσοβέντη. Ήμουν ο χειριστής του πολυβόλου Brawning 50mm. Είχα 4 κιβώτια πυρομαχικά. Σε λίγο ήρθε και ο βοηθός μου, κάποιος από τα Λύμπια.

Οι πρώτοι Τούρκοι προελαύνουν. Ένας-ένας κατεβαίνουν τρέχοντας από τη χαράδρα και καλύπτονται από μικρά υψώματα.

Η πρώτη ριπή φεύγει από το πολυβόλο. Το είχα στερεώσει με μεγάλες σακούλες γεμάτες άμμο για να έχει σταθερότητα. Με την πρώτη ριπή οι Τούρκοι άρχισαν να τρέχουν προς τα πίσω. Δεν χάνω καιρό και τους βάλλω συνεχώς μέχρι που χάθηκαν.

Για κανένα τέταρτο δεν βλέπω καμία κίνηση στην περιοχή που ελέγχω με το πολυβόλο. Οι Τούρκοι φαίνεται το κατάλαβαν ότι είναι δύσκολο να περάσουν ομαδικώς, έτσι άρχισαν να περνούν ένας-ένας. Τότε είναι που δούλεψε το πολυβόλο. Η ώρα περνούσε και τα πυρομαχικά λιγόστευαν. Μου φέρνουν ακόμα 4 κιβώτια. Ανοίγω το πρώτο. Οι σφαίρες ήταν ανάποδα τοποθετημένες. Έχασα 15 λεπτά μέχρι να τις βάλω στην ορθή σειρά.

‘‘Πυροβολητή!’’ φωνάζει ο Ανθυπολοχαγός ‘‘Οπισθοχώρηση’’!

Βγαίνω σιγά σιγά από το πολυβολείο σκυφτός και διά μέσω των χαρακωμάτων κατευθύνομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση του υψώματος. Παγώσαμε όλοι όταν είδαμε καμιά 20αριά στρατιώτες κρατώντας μια τούρκικη σημαία 200 μέτρα πιο πίσω από εμάς και λίγο πιο αριστερά.

Όταν τρέξαμε κάμποσο και περάσαμε μέσα από αγκάθια, χαράδρες και υψώματα πιάσαμε έναν ποταμό που δεξιά και αριστερά του υπήρχαν ακακίες και αροδάφνες κι έτσι είχαμε φυσική κάλυψη από τα αεροπλάνα».

Διάφορες εισηγήσεις και σκέψεις απέφεραν το αποτέλεσμα να κινηθούν προς στην Κυθρέα, μέσω του δρόμου Μιας Μιλιάς-Αμμοχώστου, που βαλλόταν από αεροπλάνα.

«Όταν φθάσαμε στην Κυθρέα, μπήκαμε σε ένα σπίτι, όπου κοιμηθήκαμε άλλοι σε κρεβάτια και άλλοι στο δάπεδο σχεδόν αμέσως, ύστερα από την πεντάωρη μάχη, την κούραση και την αγωνία.

Ξαφνικά κατά τις 9 το πρωί την επόμενη ημέρα, ακούσαμε πυροβολισμούς φωνές και ήχους από μηχανές αυτοκινήτων τύπου λαντρόβερ. Παγώσαμε κυριολεκτικώς. Κανείς δεν μιλούσε.

Ο χρόνος περνά. Η ώρα 10 ακριβώς κάνουμε όλοι το σταυρό μας. Παίρνει κάποιος ένα σεντόνι άσπρο και δειλά-δειλά μισάνοιξε την πόρτα. Με παρατεταμένο το χέρι κρατώντας το σεντόνι φωνάζει ‘‘Παραδινόμαστε!’’ Ο ένας πίσω από τον άλλο βγήκαμε τελείως έξω από το δρόμο.

Σε λίγα δευτερόλεπτα φάνηκε από τη στροφή του δρόμου μια περίπολος από 20 Τούρκους, οι οποίοι βάδιζαν δεξιά και αριστερά του δρόμου. Ψηλώσαμε τα χέρια, όπλισαν αυτοί και έτρεξαν γύρω μας και μας περικύκλωσαν. Όπως ήμασταν με τα χέρια ψηλά, μας ερεύνησαν και μας έβαλαν στη γραμμή 2-2, όπου και διασχίσαμε την έρημη Κυθρέα και πήραμε ένα χωματόδρομο.

Η κούραση, η ζέστη, η αγωνία ήταν διάχυτη στα πρόσωπά μας. Κατά τις 2 η ώρα και ύστερα από ένα κοπιαστικό ταξίδι διά μέσω των αγκαθιών και των πετρών, επί αποστάσεως 6 μιλιών, φθάσαμε σε ένα μικρό χωριό.

Ένας Τ/κ που ήξερε σπαστά Ελληνικά, μας ρώτησε από πού είμαστε. Ταυτοχρόνως ακόμη ένας Τ/κ με το τυφέκιο στον ώμο και με άγριες διαθέσεις άρχισε να λέει ‘‘επιτρέπεται εσείς ρίφκει πόμπες στο χωριό σκοτώσει μωρά; Αύριο εμείς στο Τζιάος κόψουμε κκελέ σας, κάμουμε μπαϊράμι!’’ Τον έδιωξε ο άλλος Τ/κ κι εμείς φοβισμένοι, ακίνητοι, βουβοί περιμέναμε.

Αμέσως μετά ο Γιαννής Λοΐζου από την Ποταμιά που ήξερε Τούρκικα άρχισε να μιλά. Κατάλαβε ότι θα μας σκότωναν και άρχισε να λέει ‘‘εμείς είμαστε όλοι παντρεμένοι, έχουμε παιδιά. Με το ζόρι ο φονιάς που πυροβόλησε τον Μακάριο, Αδάμος Χαρίτωνος, μας έπιασε και μας έβαλε όλους στο δημοτικό σχολείο του Δαλιού. Στο πραξικόπημα μάς χτυπούσαν αυτοί της ΕΟΚΑ Β’ και δεν μας άφηναν να βγούμε τη νύχτα έξω. Πριν 2-3 μέρες μάς έφερε και μας άφησε κάτω από τις ελιές στην Κυθρέα. Ούτε όπλα μας έδωσαν, ούτε ρούχα στρατιωτικά. Ακούσαμε από το ράδιο σας τον Μπαϊράκ να λέει να παραδοθούμε και ότι δεν θα μας κάνετε τίποτα και παραδοθήκαμε’’.

Τότε ένας Τούρκος, φωνάζει στα Ελληνικά ‘‘Καλαμαρά! Πού έχει Καλαμαρά να σφάξουμε δαμέ μπροστά σας’’.

‘‘Αυτοί μας πρόδωσαν’’ του λέει ο Γιαννής. ‘‘Εμείς ούτε πόλεμο θέλαμε ούτε τίποτα’’.

‘‘Μα θέλατε ένωση’’, λέει ο Τούρκος.

Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια μάς είπε να καθίσουμε. Μας ξανάφεραν νερό και μας είπε ότι δεν θα μας σκοτώσουν, αλλά θα μας ανταλλάξουν.

Στις 17 Αυγούστου μας μετέφεραν στο πρώην γκαράζ του Παυλίδη, όπου από εκεί την 31η του μηνός μάς έβαλαν σε λεωφορεία πηγαίνοντάς μας στην Κερύνεια και ακολούθως σε ένα πλοίο, ένα μεγάλο μεταγωγικό.

Η διαδρομή αυτή κράτησε περίπου 3 ώρες. Φθάσαμε! Πού; Δεν ξέραμε. Έξω ακούαμε φωνές. Σήκωσαν το μουσαμά των φορτηγών που θα μας μετέφεραν μερικοί στρατιώτες και μας ζήτησαν χρήματα ‘‘ππαρά, ππαρά’’, φώναζαν. Κατεβάζουν το μουσαμά και φεύγουν. Δεν πέρασαν 3 λεπτά και ανεβαίνουν στο αυτοκίνητο μερικοί στρατιώτες. Άρχισαν ξύλο. Οι κοντακιές έπεφταν βροχή. Άλλοι στρατιώτες προσπαθούσαν να μας λογχίσουν μπήγοντας ξιφολόγχες από τα πλευρά του αυτοκινήτου. 25 άτομα γίναμε ένα κουβάρι στη μέση του αυτοκινήτου και περιμέναμε.

Κατεβαίνουν οι στρατιώτες με τα όπλα και μπαίνουν τώρα άλλοι 2 ή 3 με χοντρές βέργες. Τι μίσος, Θεέ μου, τι λύσσα! Κτυπούν αδιακρίτως. Με πολλή δύναμη οπουδήποτε. Έσκυψα για προφύλαξη του προσώπου μου και δέχθηκα ένα πάρα πολύ δυνατό χτύπημα στην κεφαλή. Τα χέρια μου τα είχα δεμένα μεταξύ τους τοποθετημένα στο κεφάλι μου. Σχεδόν αμέσως ένα νέο χτύπημα στο σβέρκο και άλλα στη ράχη. Νόμισα μοιράστηκε το κεφάλι μου.

Με τα χέρια ψηλά κατεβήκαμε στις φυλακές των Αδάνων. Ήλπιζα ότι δεν θα τρώγαμε άλλο ξύλο. Γελάστηκα όμως. Μπαίνοντας στο κτίριο μάς παρέλαβε ένας στρατιώτης, μας στρέβλωσε το χέρι προς τα πίσω και δρόμο. Έτσι σκυφτοί όπως ήμασταν δεχθήκαμε κι άλλα χτυπήματα από Τούρκους στρατιώτες που βρίσκονταν δεξιά και αριστερά, κατά μήκος ενός διαδρόμου που δεν έλεγε να σταματήσει. Μάλιστα μας χτυπούσαν τώρα με τις ζωστήρες των παντελονιών τους. Έχει και χειρότερα ακόμα; Δοξά σοι ο Θεός. Μας ρίχνουν σε ένα δωμάτιο με κρεβάτια δίπατα.

Την Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου μας μαζεύουν πάλι όλους στην αυλή. Μας μίλησε ο διοικητής. Ο διερμηνέας ήταν ένας Τούρκος που μιλούσε πολύ γρήγορα κι έτσι δεν βγάλαμε νόημα. Το μόνο που καταλάβαμε είναι ότι ‘‘σε 1-2 μέρες θα είστε στα σπίτια σας’’.

Βγαίνοντας από τις φυλακές των Αδάνων μάς έβαλαν σε λεωφορεία και μας είπαν ότι θα πηγαίναμε σε άλλη πόλη. Ύστερα από 8 ώρες ταξίδι σταματήσαμε και μάθαμε ότι φθάσαμε στα Αντίαμα.

Την Πέμπτη 17 Οκτωβρίου μας διατάζουν να βγάλουμε όλα τα στρώματα έξω στην αυλή. Είναι σίγουρο ότι τη νύκτα δεν πρόκειται να κοιμηθούμε στα Αντίαμα. Άραγε θα πάμε για Κύπρο; Δεν ξέραμε.

Ξημερώματα Παρασκευής η ώρα 4, μπαίνουμε στα ίδια λεωφορεία και ξεκινάμε. Φτάσαμε στις 7 το βράδυ στη Μερσίνη, μπήκαμε στο πλοίο και ξεκινήσαμε για Κύπρο.

Πέρασαν 70 μέρες. 70 μέρες αιχμαλωσίας, σκλαβιάς. Κι όμως πέρασαν. Πώς πέρασαν; Σαν όνειρο μού φαίνεται. Κατάλαβα τι θα πει πόλεμος, κλάμα και πόνος. Έτσι απλά.

Εμείς φανήκαμε τυχεροί που επιστρέψαμε. Τι έφταιξαν όλοι αυτοί για να υποφέρουν τόσο; Γιατί τόσος πόνος; Θα πληρώσουν οι αίτιοι;

Τι πιο ωραίο να αγαπάς το δίκαιο, την αλήθεια, την ειρήνη! Ποτέ πια πόλεμος!»

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy