Καθαρά Δευτέρα – Η μούττη της Σαρακοστής, η μέρα που οι Χριστιανοί «καθαρίζουν» πνευματικά

Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι γιατί οι Χριστιανοί «καθαρίζονταν» πνευματικά και σωματικά. Είναι μέρα νηστείας αλλά είναι και μέρα αργίας για τους Χριστιανούς.
Η νηστεία της σαρακοστής, διαρκεί για 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο. Η Καθαρά Δευτέρα γιορτάζεται 48 ημέρες πριν την Κυριακή της Ανάστασης.

Η Καθαρά Δευτέρα για τους περισσότερους, σημαίνει εξόρμηση στα χωράφια, σημαίνει παιγνίδια, αλλά και μυρωδάτα κουλούρια.

Η μούττη της Σαρακοστής

Σύμφωνα με το χρονογράφο Χριστάκη Σαββίδη, το έθιμο της Καθαράς Δευτέρας, ή όπως στη λαογραφία ονομάζεται «κόψιμο της μούττης της Σαρακοστής», είναι από τα πιο ωραία έθιμα του λαού μας, που οι ρίζες του πηγάζουν από την αρχαία μας μυθολογία. Το έθιμο αυτό έχει δύο όψεις. Η μια είναι η εκδήλωση της αγάπης μας προς τη φύση, που με τη βλάστηση ντύνεται στα γιορτινά της και τρέχει ο κοσμάκης να την απολαύσει ολημερίς.

Όπως οι αρχαίοι Έλληνες γιόρταζαν τον ερχομό της άνοιξης, που συμπίπτει με το Μάρτη, πρώτο μήνα της άνοιξης (που όλοι γιόρταζαν την επάνοδο της Περσεφόνης, θυγατέρας της Δήμητρας – θεάς της γεωργίας, από τον Άδη στη γη, με χορό και τραγούδια), έτσι και στις μέρες μας ο λαός γιορτάζει την Καθαρά Δευτέρα.

Αφήνει κατά μέρος όλες τις σκοτούρες της ζωής και τρέχει να γιορτάσει τη φύση ντυμένη στα γιορτινά της, ν’ ακούσει τα κελαηδήματα των πουλιών, να πιει από το τρεχάμενο νερό των ρυακιών, να αναπνεύσει τον καθαρό αέρα του βουνού και του κάμπου, και να ευχαριστήσει το Δημιουργό του σύμπαντος.

Η άλλη όψη είναι η χριστιανική, όπου η Εκκλησία μάς προτρέπει να ετοιμαστούμε ψυχή τε και σώματι για να δεχθούμε την Αγία Εβδομάδα των Παθών και την ένδοξη Ανάσταση του Κυρίου.

 

 

Η κυρά Σαρακοστή

Το έθιμο της κυρά-Σαρακοστής είναι από τα παλιότερα έθιμα που σχετίζονται με τη γιορτή του Πάσχα, σήμερα όμως λίγο πολύ ξεχασμένο. Χρησίμευε πάντα ως ημερολόγιο για να μετράμε τις εβδομάδες από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι τη Μεγάλη Εβδομάδα, καθώς η κυρά-Σαρακοστή έχει 7 πόδια, ένα για κάθε εβδομάδα της περιόδου της Σαρακοστής. Πρόκειται για ένα έθιμο που τείνει στις ημέρες μας να εκλείψει, ενώ παλαιότερα το συναντούσαμε σε όλο τον ελλαδικό χώρο με διάφορες παραλλαγές και χρησιμοποιούνταν ως ημερολόγιο που μετρούσε τις εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής.

Η κυρά-Σαρακοστή, στις περισσότερες περιοχές, ήταν μια χάρτινη ζωγραφιά, που απεικόνιζε μια γυναίκα, που έμοιαζε με καλόγρια, με 7 πόδιασταυρωμένα χέρια γιατί προσεύχεταιένα σταυρό γιατί πήγαινε στην εκκλησία και χωρίς στόμα γιατί νηστεύει. Στο τέλος κάθε εβδομάδας, αρχής γενομένης από το Σάββατο μετά την Καθαρά Δευτέρα, της έκοβαν ένα πόδι. Το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σάββατο. Αυτό το κομμάτι χαρτί το δίπλωναν καλά και το έκρυβαν σε ένα ξερό σύκο ή καρύδι (περιοχή της Χίου), το οποίο τοποθετούσαν μαζί με άλλα. Όποιος το έβρισκε θεωρούνταν τυχερός και γουρλής. Σε κάποιες περιοχές, το έβδομο πόδι το τοποθετούσαν μες στο ψωμί της Ανάστασης και όποιος το έβρισκε του έφερνε γούρι.

Υπάρχουν πάρα πολλά παραδοσιακά παιγνίδια που σχετίζονται με την «Σήκωση» και την Καθαρά Δευτέρα και εξακολουθούν να παίζονται σε διάφορες περιοχές της Κύπρου.

Μερικά από αυτά είναι και τα πιο κάτω:

Το πέταγμα του χαρταετού: Ο χαρταετός κατασκευάζεται τις πλείστες φορές από βέργες καλαμιού, επειδή το υλικό αυτό είναι ελαφρύ και βοηθά την εύκολη ανύψωση του χαρταετού μας. Για να μπορέσει ο χαρταετός να ανυψωθεί πρέπει απαραίτητα ο άνεμος να είναι ευνοϊκός. Την Καθαρά Δευτέρα, ο ουρανός είναι γεμάτος από χαρταετούς, δίνοντας στους ιδιοκτήτες τους τη χαρά και την ικανοποίηση για το πόσο ψηλά μπορούν να φτάσουν. Το πέταγμα του χαρταετού είναι ένα παραδοσιακό παιγνίδι που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και το χαίρονται μικροί και μεγάλοι.

 

Οι αυγοδρομίες: Οι αυγοδρομίες παίζονται συνήθως από δύο ή περισσότερους παίκτες. Σύμφωνα με τους κανόνες του παιγνιδιού, οι παίκτες τρέχουν γύρω από ένα τραπέζι κρατώντας με τα δόντια τους ένα κουτάλι στο οποίο τοποθετούν ένα αυγό. Το παιγνίδι μπορεί επίσης να παιχθεί και σαν αγώνας δρόμου ανάμεσα στους παίκτες. Κερδίζει εκείνος που θα τερματίσει χωρίς να του πέσει το αυγό.

Η δακκανούρα: Είναι γνωστή και ως «αυκωτήρα» επειδή στο παιγνίδι χρησιμοποιείται ένα ψημένο αυγό, συνήθως δεν είναι καθαρισμένο. Το παιγνίδι αυτό παιζόταν σε πολλές περιοχές της Κύπρου ιδιαίτερα στην Πάφο, στην Αραδίππου και στο Ριζοκάρπασο. Κερδισμένος έβγαινε εκείνος που κατάφερνε να πιάσει το αυγό με το στόμα του, χωρίς να το αγγίξει.

 

Η γιαουρτοφαγία: Παίζεται με δύο παίκτες, οι οποίοι προσπαθούν να ταΐσουν ο ένας τον άλλο γιαούρτι, με δεμένα τα μάτια. Στο παιγνίδι δεν υπάρχει χαμένος ή κερδισμένος αφού και οι δύο παίκτες συνήθως πασαλείφονται με υπολείμματα γιαουρτιού σε όλο το πρόσωπό τους.

 

Το ζιννάπιν: Παίζεται με το διχαλωτό κοκαλάκι του κοτόπουλου. Πριν ξεκινήσει το παιγνίδι οι δύο παίκτες στοιχηματίζουν διάφορα. Μετά κρατώντας ο καθένας από ένα άκρο του «ζινναπιού», το τραβούν και το κόβουν. Εκείνος που θα πάρει το μεγαλύτερο κομμάτι κερδίζει. Αν ο ένας δώσει στον άλλο κάποιο αντικείμενο και ο δεύτερος ξεχάσει να πει «αθθυμούμαι» τότε ο πρώτος του λέει «γειά σου» και τον κερδίζει. Το παιγνίδι αυτό μπορεί να κρατήσει ώρες, μέρες ή και χρόνια.

Καμήλα: Αυτοί που παίζουν το παιχνίδι αυτό, σχηματίζουν μια μακριά σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο. Δύο άλλοι παίχτες στέκονται απέναντι με τα χέρια ενωμένα και σηκωμένα ψηλά, ώστε να σχηματίζουν καμάρα. Αυτοί οι δυο παίρνουν από ένα χαρακτηριστικό χρώμα ή όνομα δέντρου. Όταν οι άλλοι περνούν κάτω από την καμάρα, οι δυο παίκτες κρατούν τον τελευταίο και τον ρωτούν τι χρώμα ή τι δέντρο προτιμά. Ανάλογα με την απάντηση στέκεται πίσω από τη ράχη του αντίστοιχου παίκτη. Το παιγνίδι συνεχίζεται μέχρι να ερωτηθεί και ο τελευταίος διαγωνιζόμενος. Με αυτό τον τρόπο σχηματίζονται δυο ομάδες οπότε το παιγνίδι μετατρέπεται σε διελκυστίνδα με τις δύο ομάδες να τραβιούνται με δύναμη, μέχρι να παρασυρθεί η μια ομάδα από την άλλη. Η νικήτρια ομάδα είναι εκείνη που θα μπορέσει να παρασύρει την άλλη προς το μέρος της.

 

Συκιά: Αυτοί που παίζουν το παιγνίδι αυτό καρφώνουν στη γη ένα ξύλο ή ένα σίδερο που υποτίθεται είναι μια συκιά με τους καρπούς της. Σε αυτό το ξύλο δένεται ένα μακρύ σχοινί που το κρατά ένας από τους διαγωνιζόμενους που ονομάζεται «συκάρης». Ο «συκάρης» αντιπροσωπεύει το φύλακα της συκιάς, που διαλαλεί τα σύκα της φωνάζοντας «σύκα, εδώ τα καλά σύκα». Γύρω από τον «συκάρη» λοιπόν, στέκονται οι υπόλοιποι διαγωνιζόμενοι που προσπαθούν να τον χτυπήσουν χωρίς αυτός να τους αγγίξει. Τα χτυπήματα που δίνουν στον «συκάρη», αντιπροσωπεύουν τα σύκα που του κλέβουν. Αν στη διάρκεια του παιγνιδιού καταφέρουν να του πάρουν και το σχοινί, τότε ο «συκάρης» τρώει ξύλο μέχρι να κατορθώσει να ξαναπάρει πίσω το σχοινί του. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι άλλοι τραβούν πίσω, γιατί όταν ο «συκάρης» είναι ο κάτοχος του σχοινιού και αγγίξει με το χέρι του κάποιον, τον υποχρεώνει να αναλάβει αυτός την φρούρηση της.

 

Η καττόμουγια: Αυτοί που λαμβάνουν μέρος στο παιγνίδι αυτό, δένουν με ένα μαντίλι / ρούχο τα μάτια του παίκτη που ο κλήρος τον βγάζει πρώτο, για να παίξει τον ρόλο της «καττόμουγιας». Τον γυρίσουν μπροστά, πίσω, δεξιά και αριστερά, ώστε να χάσει τον προσανατολισμό του και τον αφήνουν στην μέση του χώρου όπου διεξάγετε το παιγνίδι και αρχίζουν να τον κτυπούν με τα χέρια ή το μαντίλι / ρούχο που κρατούν. Η «καττόμουγια» προσπαθεί στα τυφλά (αφού τα μάτια είναι δεμένα), να αρπάξει έναν από αυτούς που την κτυπούν. Στην περίπτωση που καταφέρει να αρπάξει κάποιον, της λύνουν τα μάτια και δίνουν την θέση της στον ηττημένο για να αρχίσει το παιγνίδι πάλι από την αρχή.

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy