Νιαζί Κιζίλγιουρεκ: Η λύση πρέπει να καθοδηγεί τις κινήσεις μας

Κανείς δεν θα βγει κερδισμένος από την πολιτική της έντασης

Φωτογραφία: Φίλιππος Χρίστου

Συνέντευξη στον Δημήτρη Παλμύρη

  • Τα μέτρα της ΕΕ δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αρκετά
  • Το Ευρωκοινοβούλιο πρέπει να αποκτήσει περισσότερη επιρροή και εξουσίες
  • Η διαμάχη μεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν πολιτικής φύσεως και όχι πολιτιστικής, θρησκευτικής ή εθνοτικής
  •  Οι εθνικιστές στράφηκαν και ενάντια σε μέλη της ίδιας της κοινότητάς τους

 

Με τον ευρωβουλευτή του ΑΚΕΛ Αριστερά, Νέες Δυνάμεις, Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, συζητάμε για τις προκλήσεις του Ευρωκοινοβουλίου, όπως την ίδια του τη δομή, που το υποτάσσει στην Κομισιόν. Ο Ν. Κιζιλγιουρέκ εκφράζει τους προβληματισμούς του για την άνοδο της ακροδεξιάς και των συντηρητικών στην Ευρώπη, ενώ μας εξηγεί πως στην Κύπρο ο εθνικισμός εξέφρασε μιας πολιτικής φύσεως διαμάχη και όχι πολιτιστική ή εθνοτική. Ξεκαθαρίζει πως τα μέτρα της ΕΕ έναντι της Τουρκίας δεν είναι αρκετά, ωστόσο τονίζει πως στόχος μας πρέπει να παραμείνει η διαδικασία λύσης του Κυπριακού.

 

Αφού πλέον αποκτήσατε μιαν αρκετά καλή εικόνα για το Ευρωκοινοβούλιο, ποιες είναι, κατά την άποψή σας, οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο θεσμός;

 

Οι προκλήσεις του θεσμού είναι ποικίλες και εκπηγάζουν κυρίως από τη δομή του (η οποία καταγράφεται στη Συνθήκη της Λισαβόνας) και από τη σύστασή του μετά τις εκλογές του Μάη 2019.

Αναφορικά με τη δομή του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το μόνο στον κόσμο το οποίο δεν έχει νομοθετική πρωτοβουλία. Είναι ένα κοινοβούλιο που κατά κάποιο τρόπο έχει λόγο μόνο στο να ακολουθεί τις πολιτικές της Κομισιόν και του Συμβουλίου με κάποια ευχέρεια επιρροής. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, η συμμετοχή του σε διαπραγματεύσεις μεταξύ των τριών θεσμών, τους λεγόμενους «τριλόγους». Όμως το Κοινοβούλιο δεν παύει να είναι το μόνο δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο της ΕΕ. Και παρόλο που αυξήθηκαν οι εξουσίες του με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (εγκρίνει πλέον και τον προϋπολογισμό και τους Επιτρόπους σε κάθε νέα Επιτροπή), εντούτοις δεν μπορεί να προτείνει νομοθεσίες. Τη νομοθετική πρωτοβουλία, όπως είπαμε, την έχει η Επιτροπή. Ως το μόνο σώμα που εκλέγεται από τους Ευρωπαίους πολίτες, πρέπει να αποκτήσει περισσότερη επιρροή και εξουσίες. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να εργαστούμε.

 

Η δεύτερη μεγαλύτερη πρόκληση είναι η σύσταση του υφιστάμενου Κοινοβουλίου. Έχουμε ένα θεσμό στον οποίο δυστυχώς έχουν μεγάλη επιρροή οι εθνικιστικές και οι συντηρητικές δυνάμεις. Αντί να εργαζόμαστε από κοινού για να ξεπεράσουμε τους εθνικούς εγωισμούς και να δημιουργήσουμε μια ένωση που να είναι κοινωνικά δίκαιη, κοινωνικά ευαίσθητη, να προάγει τον πολιτισμό, την αλληλεγγύη, την κοινή έννοια του πολίτη, βλέπουμε στο Κοινοβούλιο να αυξάνονται οι ξενοφοβικές και οι εθνοκεντρικές δυνάμεις.

 

 

Καταδικάσατε έντονα τις κινήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Θεωρείτε πως τα μέτρα της ΕΕ θα συμβάλλουν σε κάτι, τουλάχιστον όσον αφορά την Κύπρο;

 

Σίγουρα είναι ένα βήμα ότι η ΕΕ έλαβε κάποια μέτρα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αρκετά για να σταματήσουν την τουρκική δραστηριότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, και ιδιαίτερα στην κυπριακή ΑΟΖ. Να σας θυμίσω ότι στοχεύουν μόνο άτομα και εταιρείες που ασχολούνται με τις γεωτρήσεις. Αυτό δεν θα σταματήσει την Τουρκία από το να συνεχίζει με τη στρατηγική της στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να σταματήσουν οι παράνομες γεωτρήσεις της Τουρκίας δεν είναι άλλος από τη λύση του Κυπριακού. Αυτό είναι που πρέπει να μας καθοδηγεί στις επόμενες μας κινήσεις, και σε αυτό το πλαίσιο είναι που κρίνεται θετική η ανταπόκριση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες για τριμερή συνάντηση, σε μια προσπάθεια για να επαναρχίσουν οι συνομιλίες.

Κανένας δεν μπορεί να βγει κερδισμένος από την πολιτική της έντασης. Αυτό που πρέπει να κάνει η Τουρκία είναι να συμβάλει στη γρήγορη επίλυση του Κυπριακού και να σταματήσει να υποσκάπτει τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί.

 

Πού εστιάζει το νέο σας βιβλίο «Μια Ιστορία Βίας και Μνησικακίας»;

 

Το βιβλίο «Μια Ιστορία Βίας και Μνησικακίας» μελετά την πορεία των δύο κοινοτήτων της Κύπρου στη νεοτερικότητα και φωτίζει τις αιτίες της εθνοτικής διένεξης. Καλύπτει την περίοδο από το 1821 μέχρι το 1975 και ρίχνει φως στις κοινωνικοϊστορικές διαδικασίες που προκάλεσαν έχθρα, μίσος και βία μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Το βιβλίο αμφισβητεί τα εθνικιστικά αφηγήματα που θέλουν να παρουσιάσουν την εθνοτική διένεξη ως αποτέλεσμα των διαφορετικών ταυτοτήτων και κουλτούρας. Στην έρευνά μου αυτή φαίνεται ξεκάθαρα πως η διαμάχη μεταξύ των δύο κοινοτήτων ήταν πολιτικής φύσεως και όχι πολιτιστικής, θρησκευτικής ή εθνοτικής. Το γεγονός ότι οι δύο κοινότητες δεν ανέπτυξαν ένα κοινό πολιτικό όραμα και μέσα από τον εθνικισμό οδηγήθηκαν να έχουν συγκρουόμενους στόχους για το μέλλον της Κύπρου, δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα για τη βία.

 

Από την άλλη, το βιβλίο μελετά και το ρόλο της βρετανικής αποικιακής πολιτικής, η οποία υλοποίησε τη μέθοδο «διαίρει και βασίλευε», πράγμα που χειροτέρευσε τα πράγματα. Επίσης πρέπει να τονίσουμε πως το βαθύ κράτος σε Ελλάδα και Τουρκία έπαιξε το ρόλο του.

 

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο του βιβλίου είναι πως μελετά σε βάθος την ενδοκοινοτική πολιτική βία. Η δράση των εθνικιστικών φανατικών στοιχείων δεν στράφηκε μόνο στην απέναντι κοινότητα, αλλά και ενάντια στην ίδια τους την κοινότητα. Δηλαδή Τουρκοκύπριοι δεν εκτέλεσαν μόνο Ελληνοκύπριους, και Ελληνοκύπριοι δεν εκτέλεσαν μόνο Τουρκοκύπριους. Αντίθετα, στράφηκαν και ενάντια σε μέλη της ίδιας της κοινότητάς τους. Το βιβλίο είναι ένα έργο που μας καλεί να αντικρίσουμε με κριτική ματιά το νεότερο παρελθόν της Κύπρου. Κάτι που δεν έγινε ακόμα και επιβάλλεται να γίνει.

 

 

Σήμερα βλέπετε κάποια επούλωση των εθνικιστικών πληγών ή το αντίθετο;

 

Η ρίζα της εθνοτικής βίας είναι οι «αντιμαχόμενες επιδιώξεις» και οι «συγκρούσεις για το πολιτικό στάτους» ανάμεσα στις δύο κοινότητες του νησιού. Η αντιμετώπιση του παρελθόντος δεν είναι ζήτημα που αφορά μόνο το παρελθόν. Αποτελεί προϋπόθεση για την αποδόμηση των κυρίαρχων αφηγημάτων που κατευθύνουν την πολιτική στις μέρες μας. Η οποιαδήποτε επούλωση πληγών των δύο κοινοτήτων περνά ακριβώς μέσα από αυτή την αποδόμηση. Είναι σημαντικό να προβληματιζόμαστε αληθινά για τα όσα μας παρουσιάζονται ως αδιαμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα. Ειδικά στην Κύπρο, όπου οι δύο κοινότητες απέχουν από την αληθινή συμφιλίωση και οι αντιλήψεις των πλευρών για το δίκαιο και τις ιστορικές αδικίες, θα καθορίσει τη στάση αποδοχής ενός συμβιβασμού ή όχι.

 

Τέτοια παραδείγματα είναι αφενός η άρνηση της ελληνοκυπριακής κοινότητας να δεχτεί τις αδικίες που έζησε η τουρκοκυπριακή κοινότητα τη δεκαετία του 1960 και αφετέρου η άρνηση των Τουρκοκυπρίων να αναγνωρίσουν ότι το ’74 δεν ήταν μια «ειρηνική επιχείρηση», αλλά ένας άδικος πόλεμος με τραγικά αποτελέσματα για τους Ελληνοκύπριους.

 

Με αυτή την έννοια βλέπω σημαντικές προσπάθειες για να έρθουν οι κοινότητες πιο κοντά και να βρουν τρόπους επανένωσης του τόπου και του λαού. Είναι γεγονός ότι στην κοινωνία των πολιτών εξελίσσονται πολλές και ποικίλες δραστηριότητες που στόχο έχουν την επαναπροσέγγιση των δύο κοινοτήτων. Πολύ σημαντικός είναι ο ρόλος των συντεχνιών, όπως η ΠΕΟ και DEVIS, που δραστηριοποιούνται συχνά μαζί και προσφέρουν στην πορεία συμφιλίωσης των δύο κοινοτήτων.

 

Δυστυχώς όμως βλέπω πως το κυρίαρχο αφήγημα ένθεν και ένθεν του συρματοπλέγματος παραμένει αυτό της έχθρας. Της επίρριψης ευθυνών. Της μνησικακίας. Θέλω να υπογραμμίσω πως ο ίδιος ο Χριστός είπε πως «όποιος δεν είναι αμαρτωλός, ας ρίξει την πρώτη πέτρα». Στην Κύπρο κανείς δεν μπορεί να ρίξει την πρώτη πέτρα…

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy