Νικολέττα Δημητρίου: Οι ιστορίες των βιολάρηδων – η ιστορία μιας Κύπρου που έχει πάψει να υπάρχει

Συνέντευξη στον Αντώνη Γεωργίου

Η Δρ Νικολέττα Δημητρίου είναι Ερευνητική Εταίρος στους τομείς της Εθνομουσικολογίας και της Αυτο/Βιογραφικής Γραφής στο Wolfson College του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Μιλούμε μαζί της για τα ερευνητικα της καθήκοντα και πιο ειδικά για το ντοκιμαντέρ της Ο Κύπριος Βιολάρης που πραγματεύεται τις ιστορίες ζωής των παραδοσιακών μουσικών της Κύπρου στα μέσα του 20ού αιώνα, τόσο Ελληνοκυπρίων όσο και Τουρκοκυπρίων. «Μέσα από τις αφηγήσεις των βιολάρηδων παίρνουμε πληροφορίες για το πώς ήταν η ζωή στα χωριά της Κύπρου την εποχή εκείνη […] Οι ιστορίες των βιολάρηδων είναι και η ιστορία μιας Κύπρου που έχει προ πολλού πάψει να υπάρχει».

ΝΙΚΟΛΕΤΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Οι ιστορίες των βιολάρηδων – η ιστορία μιας Κύπρου που έχει πάψει να υπάρχει

Τι ακριβώς είναι η Εθνομουσικολογία και τι η Αυτο/Βιογραφική Γραφή;

Η Εθνομουσικολογία είναι η μελέτη της μουσικής ως μέρος του πολιτισμού – ή, αλλιώς, η μελέτη της μουσικής από ανθρωπολογική σκοπιά. Με άλλα λόγια, η Εθνομουσικολογία δεν πραγματεύεται απλώς τη μουσική αυτή καθαυτή, αλλά και τους ανθρώπους που παίζουν (ή συνθέτουν ή τραγουδούν) μουσική και τη θέση της μουσικής σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Oσο για την Αυτο/Βιογραφική Γραφή, αυτή είναι η δική μου μετάφραση του αγγλικού όρου Life Writing, δηλαδή γραφής που έχει να κάνει με τη ζωή πραγματικών ανθρώπων . Το Life Writing είναι συνήθως μέρος των σπουδών δημιουργικής γραφής. Το διδακτορικό μου είναι στην Εθνομουσικολογία, ενώ το μεταπτυχιακό μου είναι στη δημιουργική γραφή, με ειδίκευση στην Αυτο/Βιογραφική Γραφή.

Τι πραγματεύεται το ντοκιμαντέρ;

Το ντοκιμαντέρ Ο Κύπριος Βιολάρης πραγματεύεται τις ιστορίες ζωής – αν θέλετε, τον βίο και την πολιτεία – των παραδοσιακών μουσικών της Κύπρου στα μέσα του 20ού αιώνα, τόσο Ελληνοκυπρίων όσο και Τουρκοκυπρίων . Ο όρος «βιολάρηδες» (ή «φκιολάρηες» ή «θκιολάρηες») στην Κύπρο περιλαμβάνει τόσο τους ερμηνευτές βιολιού όσο και τους ερμηνευτές του λαούτου – του κατεξοχήν , δηλαδή, συνόλου της κυπριακής μουσικής. Το ντοκιμαντέρ, λοιπόν , ασχολείται και με βιολάρηδες, αλλά (αν και σε μικρότερο βαθμό) και με λαουτάρηδες.

Πόσο καιρό πήρε να γυριστεί, πώς χρηματοδοτήθηκε;

Τα γυρίσματα έγιναν μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου 2015, αλλά στο ντοκιμαντέρ υπάρχουν και κομμάτια τα οποία είχα γυρίσει μια δεκαετία πιο πριν . Αν και είχα μια μικρή χρηματοδότηση από τη Βρετανική Ακαδημία για την έρευνα που προηγήθηκε των γυρισμάτων , δεν είχα καθόλου λεφτά για το ίδιο το ντοκιμαντέρ. Τον Ιούλιο του 2015, λοιπόν , ξεκίνησα μια διαδικτυακή καμπάνια μέσω της ιστοσελίδας Kickstarter, για να μαζέψω τα λεφτά που χρειάζονταν για να γίνει το ντοκιμαντέρ. Ολόκληρο το ποσόν μαζεύτηκε έτσι, δηλαδή μέσω της μεθόδου του λεγόμενου “crowd-funding” (με άλλα λόγια, χρηματοδότησης από το κοινό).

Οι μουσικοί ήταν απολύτως απαραίτητοι στο παρελθόν, όχι μόνο για τη διασκέδαση των παρευρισκομένων σε γάμους ή πανηγύρια, αλλά – και αυτό ήταν ακόμα πιο σημαντικό – γιατί ήταν αυτοί, μέσω της μουσικής τους, που μπορούσαν να εκτελέσουν τις τελετουργίες που σχετίζονταν με τα διάφορα στάδια του κυπριακού παραδοσιακού γάμου.

Πώς σχετίζεται με τα ερευνητικά σου ενδιαφέροντα;

Πρωτογνώρισα κάποιους από αυτούς τους μουσικούς το 2005-2006. Τότε είχα έρθει στην Κύπρο για μια χρονιά έρευνας, ως μέρος του διδακτορικού μου στην Eθνομουσικολογία, και έκανα μια πρώτη σειρά συνεντεύξεων με παραδοσιακούς μουσικούς. Η δουλειά μου τότε δεν επικεντρωνόταν στη ζωή των μουσικών , αλλά, ως μέρος των συνεντεύξεών μου, ζητούσα πάντα από τους μουσικούς – ιδιαίτερα από τους πιο ηλικιωμένους – να μου πουν μερικά λόγια για τη ζωή που είχαν ως μουσικοί στην Κύπρο στα μέσα του 20ού αιώνα. Οι ιστορίες τους αυτές με συνεπήραν . Σημείωσα αυτές τις ιστορίες, αλλά τότε δεν είχα ιδέα τι θα τις έκανα. Αρκετά χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 2012, εκλέχτηκα σε μια ερευνητική θέση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, που μου επέτρεπε να συνδυάσω τους δύο τομείς των σπουδών μου (την Eθνομουσικολογία και την Aυτο/Βιογραφική Γραφή). Eτσι βρέθηκα πίσω στην Κύπρο και έτσι ξεκίνησε και το ντοκιμαντέρ.

Μιλάμε για βιολάρηδες και από τις δύο κοινότητες. Yπήρχαν κάποιες διαφορές ανάμεσά τους, στη μουσική, στο ρεπερτόριο;

Στα μέσα του 20ού αιώνα, στην περίοδο, δηλαδή, που εξετάζω εγώ, δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής μουσικής. Η διάκριση αυτή που κάνουμε σήμερα έχει νόημα μόνο εκ των υστέρων , με άλλα λόγια γνωρίζοντας τι έγινε στην Κύπρο μετά το 1974. Πριν το 1974 η μουσική ήταν σε μεγάλο βαθμό η ίδια, ιδιαίτερα στα χωριά, όπου ο βασιλιάς της διασκέδασης ήταν ο παραδοσιακός γάμος. Λέω «σε μεγάλο βαθμό» και όχι «απολύτως», επειδή υπήρχαν και διαφορές. Μια σημαντική διαφορά, για παράδειγμα, ήταν ότι από μια χρονική περίοδο και μετά, ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση του γραμμοφώνου στην Κύπρο, στα τουρκόφωνα χωριά τραγουδιούνταν και λαϊκά τραγούδια με τουρκικό στίχο, ενώ στα ελληνόφωνα χωριά τραγουδιούνταν και λαϊκά τραγούδια με ελληνικό στίχο. Ούτε αυτό, όμως, ήταν απόλυτο, γιατί υπήρχαν Ελληνοκύπριοι μουσικοί που γνώριζαν και τουρκικό ρεπερτόριο, όπως και Τουρκοκύπριοι μουσικοί που γνώριζαν και ελληνικό ρεπερτόριο. Η άλλη μεγάλη διαφορά ήταν ότι στην τουρκοκυπριακή κοινότητα υπήρχαν, εκτός από το βιολί και το λαούτο, ο ζουρνάς και το νταούλι, όργανα τα οποία χρησιμοποιούνταν (και χρησιμοποιούνται ακόμα) στους γάμους, στην τελετή της περιτομής και τις διάφορες διασκεδάσεις.

Hταν αυτοδίδακτοι;

Μια μεγάλη μερίδα μουσικών μάθαιναν μουσική γινόμενοι τσιράκκια κοντά σε μάστρο, όπως γινόταν, δηλαδή, και με άλλες τέχνες στην Κύπρο στα μέσα του 20ού αιώνα. Κάποιοι από αυτούς μάθαιναν πρακτικά, δηλαδή χωρίς να μπορούν να διαβάσουν μουσική σημειογραφία, ενώ άλλοι μάθαιναν επίσης να διαβάζουν σημειογραφία.

Πώς τους αντιμετώπιζε η κοινωνία;

Οι περισσότεροι μουσικοί λένε ότι έχαιραν μεγάλης εκτίμησης από την τοπική κοινωνία, λόγω του ότι ήταν «μάστροι»· ήξεραν, δηλαδή, μια τέχνη την οποία δεν κατείχαν πολλοί. Οι μουσικοί ήταν απολύτως απαραίτητοι στο παρελθόν, όχι μόνο για τη διασκέδαση των παρευρισκομένων σε γάμους ή πανηγύρια, αλλά – και αυτό ήταν ακόμα πιο σημαντικό – γιατί ήταν αυτοί, μέσω της μουσικής τους, που μπορούσαν να εκτελέσουν τις τελετουργίες που σχετίζονταν με τα διάφορα στάδια του κυπριακού παραδοσιακού γάμου.

Πώς πληρώνονταν;

Η πληρωμή γινόταν πρωτίστως με πλουμίσματα, με λεφτά, δηλαδή, που έριχναν στο πιάτο που είχαν μπροστά τους οι μουσικοί όσοι πήγαιναν να χορέψουν . Από μια χρονική περίοδο και μετά υπήρχε ένας συνδυασμός πληρωμής από το πιάτο και πληρωμής από τους γονείς του ζευγαριού (αν μιλάμε για γάμο). Αργότερα το πιάτο εξαφανίστηκε σχεδόν τελείως και έμειναν μόνο οι συμφωνίες.

Πότε άρχισε να φθίνει αυτή η ομάδα των μουσικών;

Η ομάδα αυτή των μουσικών ξεκίνησε να φθίνει γύρω στις αρχές με μέσα της δεκαετίας του 1960. Υπήρχαν πολλοί και διάφοροι λόγοι γι’ αυτό- θα πω μόνο δύο επιγραμματικά. Πρώτο, η δημοτικότητα του λαϊκού τραγουδιού (που ακουγόταν πια και από το ραδιόφωνο, όχι μόνο από το γραμμόφωνο) σήμαινε ότι το κοινό ζητούσε και ρεπερτόριο για την εκτέλεση του οποίου απαιτούνταν και άλλα όργανα – για παράδειγμα, το μπουζούκι. Εμφανίστηκαν, λοιπόν, έτσι οι πρώτες «ορχήστρες γάμων», οι οποίες διέθεταν και άλλα όργανα και άλλο ρεπερτόριο. Δεύτερο, την ίδια περίπου εποχή οι παραδοσιακές κοινωνικές δομές του χωριού είχαν πια ξεκινήσει να αλλοιώνονται, αλλοιώνοντας ταυτόχρονα και τον τρόπο με τον οποίο γίνονταν οι γάμοι και οι διασκεδάσεις. Από τους γάμους των τριών ή πέντε ημερών, για παράδειγμα, περάσαμε στους γάμους του ενός απογεύματος.

Υπάρχουν κάποιες χαρακτηριστικές ιστορίες που σου έκαναν εντύπωση; 

Πάμπολλες. Ξεχωρίζω ιδιαιτέρως τις ιστορίες της μαθητείας των βιολάρηδων , επειδή αυτές αποκαλύπτουν πάρα πολλά για την κοινωνία της Κύπρου στα μέσα του 20ού αιώνα. Με συγκινούν επίσης οι ιστορίες για τα πολυήμερα ταξίδια των μουσικών (εννοείται με τα πόδια) μέχρι να φτάσουν στον εκάστοτε προορισμό τους, καθώς και οι ιστορίες που σχετίζονται με την πρώτη δημόσια τους εμφάνιση.

Πού προβλήθηκε μέχρι σήμερα το ντοκιμαντέρ;

Μέχρι στιγμής το ντοκιμαντέρ έχει προβληθεί σε Λευκωσία, Λεμεσό και Πάφο, ενώ υπάρχουν πλάνα να ταξιδέψει και στις επαρχίες Λάρνακας και Αμμοχώστου. Eχει επίσης ήδη προβληθεί σε ένα εθνομουσικολογικό συνέδριο στην Αγγλία, ενώ ακολουθούν προβολές στην Ιταλία (επίσης σε συνέδριο), καθώς και σε πανεπιστήμια σε Λονδίνο και Οξφόρδη. Υπάρχουν επίσης πλάνα – ελέω χρηματοδότησης – οι υπότιτλοι του ντοκιμαντέρ να μεταφραστούν και στα Τουρκικά. Αν αυτό γίνει κατορθωτό, τότε το ντοκιμαντέρ θα προβληθεί και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Μπορούμε να βγάλουμε κάποια γενικότερα συμπεράσματα για την κοινωνία της εποχής; Σαφώς. Οι ιστορίες ζωής των βιολάρηδων δεν είναι μόνο οι προσωπικές ιστορίες του Κωστή, του Γιαννή ή του Αντρίκκου, αλλά μας αποκαλύπτουν και την εικόνα της Κύπρου όπως ήταν πριν από πενήντα, εξήντα ή εβδομήντα χρόνια. Μέσα από τις αφηγήσεις των βιολάρηδων παίρνουμε πληροφορίες για το πώς ήταν η ζωή στα χωριά της Κύπρου την εποχή εκείνη, για το τι σήμαινε για ένα νέο παιδί να φύγει από το σπίτι του για να πάει να μάθει τέχνη κοντά σε μάστρο και πολλά άλλα. Οι ιστορίες των βιολάρηδων είναι και η ιστορία μιας Κύπρου που έχει προ πολλού πάψει να υπάρχει.

Ποια τα επόμενα σχέδιά σου;

Προς το παρόν ταξιδεύω με τον «Κύπριο Βιολάρη» για τις διάφορες προβολές. Με τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά θα αρχίσω να δουλεύω πάνω στο βιβλίο που στηρίζεται στην έρευνα αυτή και που επίσης ονομάζεται Ο Κύπριος Βιολάρης. Αφού ολοκληρωθεί και το βιβλίο, θα δημιουργηθεί μια ιστοσελίδα αφιερωμένη στον «Βιολάρη» με όλες τις πληροφορίες για την έρευνα, υλικό από το ντοκιμαντέρ και διάφορα άλλα στοιχεία. Αναμένω – και ελπίζω – ότι το όλο ερευνητικό πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί στα επόμενα δύο περίπου χρόνια. Στα ενδιάμεσα ετοιμάζω κάποια κείμενά μου για δημοσίευση και ταξιδεύω στην Οξφόρδη για τη διδασκαλία μου.

Ακολουθήστε το dialogos.com.cy, στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy.