Λογοτεχνικό  trivial/ Ορίζοντας

Ντροποντολογία, ορατότητα και συλλογική λύτρωση

Ο Γιώργος Μελή, με έναν επετειακό χαρακτήρα, γράφει, ενίοτε μεταφράζει και παρουσιάζει συγγραφείς, λογοτεχνικά κείμενα ή συμβάντα και άλλα «ασήμαντα». Σήμερα για τον Εντουάρ Λουί με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του τελευταίου βιβλίου του Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας

Αφιέρωμα στον Εντουάρ Λουί (Αυτοβιογραφία ΙΙ)

Κύριο χαρακτηριστικό των λογοτεχνικών ειδών είναι η ελαστικότητα τους. Στην ιστορία της λογοτεχνίας οι μεγάλοι συγγραφείς καταφέρνουν πάντα μέσα από το έργο τους να επαναπροσδιορίσουν τις καθοριστικές ιδιότητες του εκάστοτε είδος. Στην περίπτωση όμως της αυτοβιογραφίας παρατηρείται μία ιδιαίτερη διαφορά, καθώς ο όρος χρησιμοποιείται συνεκδοχικά, ορίζοντας όλες τις υποκατηγορίες της προσωπικής λογοτεχνίας. Προβληματική είναι και η πρόσληψη του συγκεκριμένου είδους, αφού ιστορικά επικρατεί η στερεοτυπική αντίληψη πως η αυτοβιογραφία είναι μια ομφαλοσκοπική συγγραφική διαδικασία, υποδεέστερη της μυθοπλασίας, μια πληκτική καταγραφή του Πραγματικού που δεν καταφέρνει ποτέ να φτάσει το Φανταστικό.

Η λογοτεχνία για τον Λουί, και δη η προσωπική λογοτεχνία μέσα από τη φανέρωση της υποκειμενικής αλήθειας των περιθωριοποιημένων είναι κίνηση πολιτική.

Η περίπτωση του Εντουάρ Λουί παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, γιατί εκτός από το ύφος και τη φιλοσοφία του έργου του, αποδομεί τις κοινοτοπίες που είναι συνδεμένες με την αυτοβιογραφία. Πολλές φορές ο όρος αυτοβιογραφία χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το έργο του. Εντούτοις τα πρώτα του δύο έργα Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (2014) και Ιστορία της Βίας (2016) φέρουν τον υπότιτλο μυθιστόρημα. Τα επόμενα τρία Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (2018), Αγώνες και μεταμορφώσεις μια γυναίκας (2021) και Αλλαγή: Μέθοδος (2021) δεν αναφέρουν οποιοδήποτε προσδιορισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο και τα πέντε κείμενα μπορούν να θεωρηθούν αυτομυθοπλασίες, δηλαδή κείμενα σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο αφηγητής-ήρωας είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Παρόλα αυτά υπάρχει μια συνειδητή και συνεχής μετάβαση από το πραγματικό στο μυθοπλαστικό.

Διατηρώντας την ευρύτερη έννοια της αυτοβιογραφίας, αυτήν της προσωπικής λογοτεχνίας, στην περίπτωση του Λουί παρατηρείται μία στοχευμένη αντιστροφή της στερεοτυπικής αυτοβιογραφικής πράξης ως μίας αυτάρεσκης διαδικασίας αγιογράφησης του Συγγραφέα, που σκοπό έχει την υπόδειξη ή και την επίδειξη της μοναδικότητάς του.

Ολόκληρο το έργο του Λουί βασίζεται στην έννοια της ντροποντολογίας (hontologie)[i]. Η εισαγωγή του πρώτου του μυθιστορήματος δείχνει ακριβώς αυτό: «Στο διάδρομο φάνηκαν δυο αγόρια, ο πρώτος ψηλός, με κόκκινα μαλλιά και ο άλλος κοντός, με καμπούρα. Ο ψηλός με τα κόκκινα μαλλιά έφτυσε Πάρ’ τα στη μάπα σου. […] Κοιτά όλη τη χλέπα στη μάπα του μπάσταρδου.» Αυτή την ομοφοβική επίθεση στην παιδική ηλικία του Εντύ, διαδέχονται άλλες σκηνές ντροπής: η ένδεια της οικογένειάς του, ο συντηρητισμός και η επιθετικότητα του πατέρα του, η υποδούλωση της μητέρας του, η θηλυπρέπεια του αφηγούμενου Εγώ,  η αποστροφή της διαφορετικής του σεξουαλικότητας, ο αλκοολισμός και η παραβατικότητα των αδελφών του, το πεπρωμένο δηλαδή, όπως κι η δουλειά στο εργοστάσιο, όλων των κατοίκων της γαλλικής επαρχίας, που βρίσκονται σε μαρασμό, κοκ. Όλοι αυτοί οι πυρήνες ντροπής σημαδεύουν την ύπαρξή του, γίνονται σημεία αναφοράς της οντολογίας του αλλά και θέματα διεξοδικής ανάλυσης στα επόμενα του κείμενα.

Τα κείμενά του είναι η πρακτική εφαρμογή αυτού που ο ίδιος ονομάζει «αντιλογοτεχνία», δηλαδή την επιστροφή των απόντων στον κειμενικό χώρο, διεκδικώντας να ακουστεί η φωνή τους, να καταγραφεί η ιστορία τους

Η αλλαγή της ταυτότητάς του, η μετάβαση δηλαδή από τον Εντύ Μπελγκέλ στον Εντουάρ Λουί, δεν γιορτάζεται ως επιτυχία εναντίον όλων εκείνων των συστημάτων (πολιτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών) που τον έθεταν στο περιθώριο. Παρουσιάζεται ως αποτυχία ή ως ενστικτώδης ανάγκη επιβίωσης. Η ατομική επιτυχία ακυρώνεται, καθώς αποτελεί μία ασήμαντη εξαίρεση, δεδομένου ότι τα διάφορα συστήματα καταπίεσης συνεχίζουν να περιθωριοποιούν την κάθε διαφορετικότητα: ταξική, φυλετική, έμφυλη, σεξουαλική. Ο Λουί προτείνει ως λύση την αποδόμηση του χαρακτήρα της λογοτεχνίας, κάτι που ο ίδιος αναγνωρίζει ως «αστικό συμβάν»: γράφεται από άστους, για αστούς, με άστους χαρακτήρες. Τα κείμενά του είναι η πρακτική εφαρμογή αυτού που ο ίδιος ονομάζει «αντιλογοτεχνία», δηλαδή την επιστροφή των απόντων στον κειμενικό χώρο, διεκδικώντας να ακουστεί η φωνή τους, να καταγραφεί η ιστορία τους, μέσα σε μία προσπάθεια ερμηνείας των συστημάτων καταπίεσης που εξορίζουν ομάδες και που συνεχίζουν να καταδικάζουν ζωές σε μια de facto σύνθλιψη.

H συνειδητοποίηση της δικής του σύνθλιψης, της δικής του απουσίας από τη λογοτεχνία τον οδηγεί στην εξιστόρηση των προσωπικών του εμπειριών. Έχοντας όμως επίγνωση πως η περίπτωσή του δεν είναι μοναδική, με την φανέρωση της ντροποντολογίας του, με την καταγραφή της υποκειμενικής του πραγματικότητας, δίνει φως στις εμπειρίες όλων των ομοιών του, των λογοτεχνικών και άλλως πως απόντων. Ταυτόχρονα,  η ανάλυση των μηχανισμών περιθωριοποίησης, ακολουθώντας το παράδειγμα της «κοινωνιολογικής λογοτεχνίας» της Αννί Ερνώ, δεν αρκείται σε μία συμπερασματολογική συσχέτιση της θυματοποίησης των Άλλων, αλλά η λογοτεχνική τους αποκάλυψη γίνεται αφορμή για δημόσιο διάλογο. Ταυτόχρονα, τα όρια της εξιστόρησης και της καταγραφής της προσωπικής εμπειρίας της ετερότητας δοκιμάζονται. Μπορεί άραγε η λογοτεχνία να παρουσιάσει αντικειμενικά και να βοηθήσει στην κατανόηση του Άλλου; Η προσπάθεια επεξήγησης των κινήτρων του βιαστή και παρολίγον δολοφόνου του στην Ιστορία της βίας, προκαλεί αλλά παράλληλα προβληματίζει, καθώς η ιστορία του αφηγητή διηγείται και από την αδελφή του. Η αποτυχία να αποδώσει πιστά την περιπέτεια του Εντουάρ, δείχνει ακριβώς την ανάγκη ύπαρξης μιας υποκειμενικής πολυφωνίας.

Η λογοτεχνία για τον Λουί, και δη η προσωπική λογοτεχνία μέσα από τη φανέρωση της υποκειμενικής αλήθειας των περιθωριοποιημένων είναι κίνηση πολιτική. Ο Λουί κατανοεί πως οι απόντες δεν έχουν τη δυνατότητα να ακουστούν και να γίνουν αντιληπτοί, λόγω της γλωσσικής ανισότητας. Ο ίδιος αναγνωρίζει πως κοινωνικά βρίσκεται σε μια προνομιακή, παρόλα αυτά ενδιάμεση θέση. Στην ιστορία της γαλλικής λογοτεχνίας, από το Μολιέρο μέχρι τον Μπαλζάκ, ο ταξικός αποστάτης παρουσιάζεται πάντα ως σφετεριστής. Προκαλεί γέλιο στους αστούς με την άγνοια των κοινωνικών τους κωδίκων. Ο Λουί αποκαθιστά λογοτεχνικά αυτή τη φιγούρα του αποστάτη, αφού έχοντας μάθει τους κώδικες επικοινωνίας της Εξουσίας, τους χρησιμοποιεί για να δώσει φωνή σε αυτούς που δεν μπορούν να ακουστούν (Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας). Το ύφος της γραφής του είναι επίσης μία πολιτική επιλογή. Πρόκειται για μία ουδέτερη γραφή, η οποία παρά την πολυπλοκότητα της σκέψης του συγγραφέα και των εξειδικευμένων αναφορών του (κοινωνιολογικών και λογοτεχνικών) δεν περιορίζεται σε μια ελίτ της διανόησης. Η απλότητα του λόγου επιτρέπει και την επιστροφή του απόντα αναγνώστη στη λογοτεχνία.

[i] Νεολογισμός του Γάλλου κοινωνιολόγου Ντιντιέ Εριμπόν, ο οποίος ορίζει την ντροποντολογία ως την: «ανάλυση της ντροπής ως ένα πολύ ισχυρό θυμικό της ατομικής και συλλογικής μας ζωής» προσθέτοντας πως είναι « ένας τρόπος να επιστρέψουμε στην κοινωνική τάξη ως δομικό στοιχείο της ύπαρξής μας. Η ντροπή λοιπόν γίνεται αναλυτής των σεξουαλικών, κοινωνικών, κτλ., ιεραρχιών, δηλαδή των πολλαπλών τρόπων κυριαρχίας, άρα και των κοινωνικών δομών κυριαρχίας. Η ντροποντολογία είναι η κοινωνιολογία της ετυμηγορίας και μια πολιτική θεωρία της υποκειμενοποίησης.»

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy