“Ο αγροφύλακας” του Αιμίλιου Σολωμού

Ο αγροφύλακας

Πάνε τόσα χρόνια από τότε, μα ακόμα ηχούν στ’ αφτιά μου οι βροντερές του φωνές. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος, οι φαρδιές του πλάτες, το θεόρατο ύψος του, το αγριεμένο βλέμμα του, μα προπάντων, το κουλό δεξί του χέρι, ακρωτηριασμένο στον καρπό.

Ο Σάββας ο αγροφύλακας, θείος μου εξ αγχιστείας, ήταν φανατικός διώκτης κάθε παρανομίας. Ξυπνούσε πρωί, πριν ακόμα χαράξει, και μες στο μισοσκόταδο, φόραγε την εγγλέζικη χακί στολή του, το πλατύγυρο καπέλο του κι άρπαζε το ξύλινο κοντάρι με τη σιδερένια ακίδα. Κάθε μέρα η ίδια ιεροτελεστία, χειμώνα καλοκαίρι. Καβαλίκευε τη γαϊδούρα του, τσουπ τσουπ, κι έφευγε.

Είχαμε γίνει κι εμείς μια φορά, μικρά παιδιά, στόχος της οργής του. Κάποιος του μήνυσε πως μπήκαμε σε ξένη περιουσία και κατέφτασε σαν τα στίφη του Τζένγκις Χαν, κεντρίζοντας στα πλευρά τη γαϊδούρα του να κάνει γρήγορα. Ακούσαμε από το περιβόλι ξαφνικά τις αγριοφωνάρες του να αντηχούν ξανά και ξανά στη χαράδρα, «παλιόοοο-παιδααα… παλιόοοο-παιδααα…» που έπεσαν πάνω στα κεφάλια μας, αστραπές και βροντές. Τρέξαμε να σωθούμε, κάθε τόσο στρέφαμε πίσω το κεφάλι και με τις καρδιές να χτυπούν στο στήθος σαν λοκομοτίβα, λαχανιασμένοι φτάσαμε στο χωριό, συρθήκαμε και κρυφτήκαμε στα σπίτια μας, μακριά από το βασίλειο του αγροφύλακα.

Μα κάποτε κόψανε τα κονδύλια για την αγροφυλακή και ο Σάββας ο τουρκόπουλος βγήκε αναγκαστικά στη σύνταξη, μ’ ένα ποσό ευτελές. Ωστόσο, αυτός συνέχισε την καθημερινότητά του, αγύριστο κεφάλι, δεν άλλαξε συνήθειες, ντυνόταν τη στολή του, έπαιρνε το στειλιάρι, φορούσε το καπέλο του κι έφευγε με τη γαϊδούρα του για τους αγρούς μέχρι το σούρουπο να κυνηγήσει τους παράνομους.

Ο κοινοτάρχης άδικα τον ορμήνευε, να παρατήσει τούτα τα καμώματα. «Δεν είσαι πια αγροφύλακας, σ’ έχουν πάψει», του ’λεγε αυστηρός. Μέχρι κι ο έπαρχος τον φώναξε μια μέρα να πάει που τον ήθελε στο γραφείο του, στην πόλη. Πήγε και στάθηκε μπροστά του, σαν νεοσύλλεκτος, με το κουλό χέρι να κρέμεται στον γοφό του. «Κύριε Σάββα, δεν είσαι πια στην υπηρεσία να καμώνεσαι τον αγροφύλακα. Ο κόσμος παραπονιέται». Πήγε κάτι να πει κι αυτός, «Κύριε έπαρχε…» αλλά ο έπαρχος τον αντίκοψε. Τον κοίταξε αυστηρά μέσα από τα ματογυάλια του. «Έχω εδώ την αναφορά του κοινοτάρχη. Φοβερίζεις λέει τα παιδιά, απαγορεύεις στους αγρότες να καίνε τα ξερόχορτα στα χωράφια τους, οι φωνές σου τρομάζουν τα κοπάδια. Την επόμενη φορά θα σου στείλω την αστυνομία», τον προειδοποίησε. «Μα, παρανομούν, κύριε έπαρχε…» διαμαρτυρήθηκε. Ο έπαρχος δεν ήθελε ν’ ακούσει. Έφυγε με το κεφάλι σκυφτό, περίλυπος ώς θανάτου, αποφασισμένος πια να μην ξανακάνει τον αγροφύλακα. Σαν έφτασε στην είσοδο του χωριού, δεν άντεξε. Του ανέβηκε πάλι η πίεση, είδε έναν βοσκό με το κοπάδι του να γυροφέρνει ξένο μποστάνι, το καθήκον τον καλούσε, ζήλεψε τον επιλοχία Πριτσιμέγιεφ του Τσέχοφ κι έσυρε πάλι τις φωνές. Τα πρόβατα σκόρπισαν τρομαγμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα κι άντε ο βοσκός να τρέχει ξοπίσω τους, να τα περιμαζέψει.

Όταν ψόφησε η γαϊδούρα του, το πήρε πια απόφαση να βάλει ένα τέλος. Έκλεισε τη στολή, το καπέλο και το στειλιάρι στην ντουλάπα, κλείστηκε στον εαυτό του, απόκαμε, σκέβρωσε, μια σκιά του παλιού αγροφύλακα. Πάνω στην απόσυρσή του διαγνώστηκε με ασθένεια του αίματος, το κορμί του εξασθενούσε. Έπαψε να φωνάζει, βυθίστηκε στη σιωπή, κοίταγε γύρω τον κόσμο που τον προσπερνούσε. Ήταν τότε που ήρθε δίπλα και μας χτύπησε την πόρτα, διστακτικός σαν να ντρεπόταν, μ’ ένα χαμόγελο δειλό, να δανειστεί βιβλία να διαβάσει. Άρλεκιν, ρομαντικές ιστορίες, φτηνές εκδόσεις τσέπης που αγόραζε η αδελφή μου. Την πρώτη φορά ξαφνιαστήκαμε, τι δουλειές είχε τούτος ο αγριάνθρωπος με βιβλία αισθηματικά; Ύστερα τον συνηθίσαμε. Διάβαζε με μανία. Μέχρι που τα άρλεκιν εξαντλήθηκαν πια κι όταν του πρότεινα ένα άλλο βιβλίο, πιο σοβαρό, δε θυμάμαι, Καζαντζάκη, Ντοστογιέφσκι, κάτι τέτοιο, αρνήθηκε, δεν ήθελε. Οι κουβέντες μας όλα αυτά τα χρόνια ήταν μετρημένες κι αυτή ήταν μια σπάνια στιγμή. Τι να πούμε. Τον φοβόμουνα. Ακόμα κι όταν τούτο το θηρίο έφθινε τους τελευταίους μήνες μέσα στο κρεβάτι, σχεδόν κατάκοιτος, και πήγα να τον δω, δε βρήκα τίποτα σπουδαίο να πω.

Πώς είσαι, θείε, ξεστόμισα, δυο τρεις ηλίθιες λέξεις, ρωτάνε ποτέ έναν ετοιμοθάνατο πώς είσαι; Πώς να είμαι… ανασήκωσε τους ώμους. Κι απομείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο, αυτός να αναδεύεται στο στρώμα κι εγώ στην καρέκλα, ακούγοντας όλη τούτη την ώρα τη βαριά του ανάσα, το τρίξιμο της αμηχανίας μας. Η ματιά μου σκάλωνε καμιά φορά στο ακρωτηριασμένο του χέρι, νεκρό και άχρηστο, που αναπαυόταν πάνω στα άσπρα σεντόνια. Εκείνες τις μέρες έμαθα πως το ’χασε νέος, το ’κανε κιμά μια μηχανή στο εργοστάσιο που δούλευε.

Ναι, ο αγροφύλακας έσβησε σιγά σιγά μέσα στη σιωπή του. Λίγο πριν εγκαταλείψει τον μάταιο κόσμο, εξέφρασε μια τελευταία επιθυμία, να τον θάψουν με την εγγλέζικη στολή του. Δίπλα του απίθωσαν το στειλιάρι και το καπέλο του, να τα πάρει μαζί του, κτερίσματα στην άλλη ζωή. Τα κοίταγα στο φέρετρο την ώρα που τον κατέβαζαν στον λάκκο. Και όταν γύρισα το βλέμμα μου στην απέναντι πλαγιά, ξαφνιάστηκα. Τον είδα, ορκίζομαι, τον είδα καβάλα στη γαϊδούρα του με τη στολή και το καπέλο να περιπολεί ανάμεσα στα σπαρτά και τα περιβόλια. Θα ’βαζα στοίχημα. Αυτός ήταν. Άκουγα κιόλας την αγριοφωνάρα του ν’ αντιλαλεί στις ερημιές.

 Αιμίλιος Σολωμού

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy