Ανοιχτός Ορίζοντας/ Ορίζοντας

Ο Πανίκος Παιονίδης στο μισό ενός νησιού

Αν ο Πανίκος Παιονίδης ήταν ένας λογοτέχνης που έγραφε για το πόσο Έλληνες είμαστε και πόσο ελληνικό είναι το νησί, αν ζητούσε από τον Πεναταδάχτυλο να τους ρίξει στη θάλασσα, αν έγραφε για μακροχρόνιο αγώνα, για ήρωες, για εχθρούς… η είδηση του θανάτου του θα έπαιζε παντού, κυβέρνηση, υπουργείο παιδείας, κόμματα και οργανώσεις θα έβγαζαν ανακοινώσεις, θα θαβόταν δημοσία δαπάνη και η προτομή του θα δέσποζε σε κεντρικό δρόμο στη Λευκωσία. Όμως ο Πανίκος Παιονίδης ήταν “μόνο” ένας λογοτέχνης που διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Παγκυπρίου Συμβουλίου Ειρήνης και Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Οργάνωσης «Καλλιτέχνες για την Ειρήνη» και ήταν πρωτοστάτης της επαναπροσέγγισης και επανένωσης του νησιού μας. Το γεγονός βέβαια ότι ήταν φίλος με Θεοδωράκη, Λουί Αραγκόν, Ρίτσο, Αζίζ Νεσίν, Εβγκένι Γεφτουσένκο και πολλούς άλλους διεθνής καλλιτέχνες και δημιουργούς φαίνεται να μην σημαίνει και πολλά στο μισό ενός νησιού που δεν μπορεί να σκεφτεί έξω από τον μικρόκοσμο του.

Μαρία Σιακαλλή  (Από ανάρτηση στο διαδίκτυο)

 

Υπάρχει ελπίδα

Χειμωνιάτικη, κρύα η νύχτα υγρή με χαμηλή συννεφιά που μούσκευε το πρόσωπο κι εμείς πορευόμαστε προς το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας. Μπαίνουμε στον δρόμο του Δημοτικού Θεάτρου, αντίκρυ το Μουσείο, στον κυκλικό κόμβο λίγο πιο πέρα παίρνουμε τον δρόμο αριστερά που πηγαίνει παράλληλα προς το τείχος και πέφτουμε απάνω σε συρματοπλέγματα. Εδώ η παγωνιά είναι πιο μεγάλη, ψυχή θεού πουθενά μόνο σ΄ ένα δωματιάκι αχνοφέγγει φως. Δυο αστυνομικοί ζεσταίνονται γύρω από μια ηλεκτρική σόμπα. Τους προσπερνάμε με μια καλησπέρα και προχωρούμε προς την έτσι καλούμενη νεκρή ζώνη. Την λένε και πράσινη αλλά κάθε άλλο παρά πράσινη είναι. Τίποτα δεν φυτρώνει εδώ, στα χαλάσματα του πολέμου προστέθηκε και η φθορά του χρόνου, η πλήρης και απόλυτη εγκατάλειψη. Εδώ μας προσκαλεί ένα ανοικτό καγκέλι. Στο βάθος της αυλής βρίσκεται η αίθουσα του Ινστιτούτου Γκαίτε, ζεστή, φιλόξενη, ένα ιδεώδες καταφύγιο σ΄ ένα εκατόν τοις εκατόν αφιλόξενο τοπίο. Μου θυμίζει, ομολογώ, η περίπτωση, τα κυνηγετικά καταφύγια ψηλά στις κορυφές απόκρημνων βουνοκορφών; που καμιά φορά σώζουν ζωές. Έτσι και τα στέκια σαν αυτό της αίθουσας Γκαίτε σώζουν την ελπίδα, κι΄ αυτό είναι κάτι για το νησί όπου τα όχι και η άρνηση κι οι ακρότητες κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα, μ΄ αποτέλεσμα να έχει απλώσει παντού καταχνιά.

Νάμας λοιπόν την κρύα, την χειμωνιάτικη αυτή νύχτα στον ζεστό, τον φιλόξενο αυτό χώρο που συντηρεί την ελπίδα. Είχαμε φτάσει σχετικά νωρίς, σε λίγο όμως άρχισαν τα εισρέουν στην αυλή από το ανοιχτό καγκέλι σκιές από τον βορρά και από το νότο, από την δική μας πλευρά και από την αντικρινή που ήταν χαμένη μέσα στο σκοτάδι. Έλληνες και Τούρκοι, Τούρκοι και Έλληνες ίδια τα σουλούπια τους, ίδιες οι φάτσες τους, όμοιες κι οι κινήσεις τους, οι βηματισμοί τους, οι χειρονομίες τους, αδύνατο να ξεχωρίσεις ποιος ήταν ποιος. Σε λίγο σε μια κατάμεστη αίθουσα δυο ζωγράφοι, μια Ελληνίδα και μια Τουρκάλα θα κατάθεταν δείγματα της δουλειάς τους με φωτεινές εικόνες, με λόγο.

Οι πίνακες της Ελληνίδας έδεναν με τον ρου της ιστορίας όπως περπάτησε απάνω στο νησί, οι πίνακες της Τουρκάλας έδεναν με την γη, με το χώμα του νησιού, με τα δέντρα του. Μπροστά λοιπόν έβγαινε σε μια σφαιρική, ολοκληρωμένη μορφή η μακαρία η γη, η εναλία Κύπρος. Ύστερα μια μια οι σκιές πήραν η κάθε μια τον δικό της δρόμο και χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι. Η βαριά καταχνιά στη νεκρή ζώνη, έκρυβε το ποιος προς τα που κατευθύνθηκε. Το απόθεμα της ελπίδας που πρόσφερε το συναπάντημα των δυο ‘προαιώνιων εχθρών’ θα κρατούσε μέχρι την επόμενη συνάντηση αν στο μεταξύ οι μηχανές που παράγουν φόβο δεν τα κατάφερναν να κλείσουν όλες τις πόρτες εξόδου. Μπήκαμε κι΄ εμείς στο αμάξι, αφήσαμε πίσω μας τα συρματοπλέγματα, την σκοτεινιά του οδοφράγματος του Λήδρα Πάλας. Η πόλη με τα στολίδια της ακόμα των γιορτών μας αγκάλιασε με την θαλπωρή της, λες και τα τραύματα της διχοτομημένης πόλης, τα χορταριασμένα, βρώμικα ερείπια στη νεκρή ζώνη δυο μόλις βήματα πιο πέρα, δεν αγγίζουν την απ΄ εδώ πλευρά που βαδίζει σφυρίζοντας αμέριμνα. Εμείς στο αμάξι μ΄ έντονες τις νωπές εμπειρίες προχωρούσαμε σχολιάζοντας. Ήρεμα, χαμηλόφωνα στην αρχή, όσο περνούσε όμως η ώρα και στο κλειστό αμάξι μαζεύονταν εξοργιστικά γεγονότα της καθημερινής ζωής που καλλιεργούσαν την αυταρέσκεια, τον εγωκεντρισμό και το «εμείς απ΄ εδώ και εκείνοι απ΄ εκεί», ανέβαινε το θερμόμετρο. Από μια στιγμή και ύστερα δίναμε την εντύπωση πως είχαμε φορτωθεί όλες τις αμαρτίες και τις ανημποριές της μικρής μας κοινωνίας και προσπαθούσαμε απεγνωσμένα να ξορκίσουμε το κακό. Η τάση που μας χαρακτηρίζει της γενίκευσης, της απολυτοποίησης, επαληθεύτηκε εδώ με πανηγυρικό τρόπο. Το «εμείς απ΄ εδώ κι΄ εκείνοι απ΄ εκεί» είχε στρογγυλοκαθίσει ανάμεσα μας και μας έπνιγε.

– Ανοίξτε το παράθυρο, ασφυκτιώ – φώναξα σε μια στιγμή.

Το ανοίξαμε κι’ ας ήταν το κρύο τσουχτερό.

– Πάντως εγώ χάρηκα την βραδιά – είπε σε λίγο η Έλλη – Ήταν σαν μια ακτίδα φωτός!

– Θέλεις να πεις πως κάτι υπάρχει, κάτι γίνεται! – πρόσθεσε η δεύτερη γυναικεία φωνή της παρέας.

Παρ΄ όλο που το τζάμι είχε κλείσει και πάλι, στον κλειστό χώρο του αυτοκινήτου κυκλοφορούσε μια τέτοια ποσότητα κρύου αγέρα που μας άλλαξε την διάθεση. Τα μαύρα σκοτάδια που μας είχαν πλακώσει τ΄ αφήσαμε πίσω μας. Μπροστά μας ήταν μόνο τα χαμόγελα των Τουρκοκυπρίων, το δυνατό και με νόημα χειροσφίξιμο με τους καλλιτέχνες της αντίπερα όχθης, η ευχή να ξανανταμώσουμε που συνόδευε το κλείσιμο της συγκέντρωσης. Διηγήθηκα τότε την ιστορία της συνάντησης μου με τους Τουρκοκύπριους φοιτητές τον παγωμένο Δεκέμβρη του ’77 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν στην κυριολεξία παγωμένος εκείνος ο Δεκέμβρης. Δεν είχαν περάσει καλά-καλά τρία χρόνια από την εισβολή, το νησί χαροπάλευε ακόμα, οι άνθρωποι του αιμορραγούσαν κι΄ εγώ μπαίνω σε μια αίθουσα κατάμεστη που με χειροκροτεί με πάθος κι ενθουσιασμό. Κι΄ όλοι τρέχουν να μου σφίξουν το χέρι, να μου χαρίσουν ένα χαμόγελο, να μου πουν ένα ‘φοσκελτίν’ κι΄ αρχίζω να νιώθω ένα ζεστό κύμα να με κτυπά στο πρόσωπο. Πρόσεχα τώρα ότι μπροστά μου και τριγύρω μου είχα νεαρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, μελαχρινά με μελένια μάτια, παιδιά δηλαδή του νησιού μου. Κι’ ένοιωσα άξαφνα λύπη γιατί ήταν τόσο λεπτά ντυμένα με κοντά σακάκια και φθαρμένες ζακέτες κι΄ ας ήταν παγωνιά τριγύρω και δεν υπήρχε θέρμανση. Εκείνα όμως χαμογελούσαν κι’ ήθελαν να εκφράσουν την χαρά τους γιατί συναντούσαν ένα εκπρόσωπο της αντίπερα όχθης που ήταν θύμα κι΄ ήθελαν να του πουν πως ήταν αλληλέγγυοι, η τραγωδία τους είχε πλήξει κι΄ εκείνους.

Οι εμπειρίες του Δεκέμβρη του 1977 στην Κωνσταντινούπολη ήταν τόσο συγκλονιστικές που μπορώ συνέχεια να τις ανακαλώ και να έχουν τα ίδια έντονα χρώματα.

Και οι φοιτητές εκείνης της χρονιάς είναι τώρα ζωγράφοι, συγγραφείς, μηχανικοί, γιατροί κι’ είναι εκείνοι που οπωσδήποτε είπαν ένα ηχηρό όχι στην μισαλλοδοξία, στην αντιπαράθεση και στις νεκρές ζώνες και τα συρματοπλέγματα.

Φτάναμε πια στο τέλος του δρόμου κι΄ εκεί που κατέβαινε ο πρώτος της παρέας, γύρισε και μας είπε:

– Πάντως εγώ πιστεύω πως υπάρχει ελπίδα!

– Υπάρχει; – ρώτησε μια φωνή.

Πανίκος Παιονίδης

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy