Όχι στη CETA, όχι στη λαίλαπα του άκρατου νεοφιλελευθερισμού

Νεοκλής Συλικιώτης: Σημαντικό βήμα για την προστασία των εργασιακών σχέσεων η καταψήφιση της CETA από τη Βουλή

Του Κωστή Πιτσιλλούδη

Καταψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής (31/07) η Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία ΕΕ-Καναδά (CETA), μία συμφωνία η οποία ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από συνδικαλιστικές και αγροτικές οργανώσεις, περιβαλλοντικά κινήματα, αλλά και από αριστερά και «πράσινα» κόμματα.

Σημειώνεται ότι το μόνο κόμμα που ψήφισε υπέρ της επικύρωσης της Συμφωνίας είναι ο ΔΗΣΥ (18 ψήφοι), ενώ κατά ψήφισαν όλα τα υπόλοιπα κόμματα (37 ψήφοι).

Η καταψήφιση της Συμφωνίας αποσόβησε έναν μεγάλο κίνδυνο για τον κυπριακό λαό, αλλά και για τους λαούς της Ευρώπης γενικότερα, καθώς θα απειλείτο η υγεία, το περιβάλλον, τα τρόφιμα, οι εργασιακές συνθήκες, αλλά και χιλιάδες θέσεις εργασίας.

Χιλιάδες άνθρωποι, κατά την τελευταία πενταετία, εκδήλωσαν την εναντίωσή τους με τη Συμφωνία συμμετέχοντας σε δεκάδες διαδηλώσεις σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις.

Για παράδειγμα, το 2016 πέραν των 15.000 διαδηλωτών βγήκαν στους δρόμους των Βρυξελλών για να εναντιωθούν στη Συμφωνία, ενώ το ίδιο έτος δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν σε πόλεις σε όλη τη Γερμανία, μετά από κάλεσμα δεκάδων οργανώσεων, αριστερών και «πράσινων» κομμάτων αλλά και ακτιβιστών.

Ο λαός του Καναδά είχε πικρή πείρα λόγω ίδιων προνοιών που περιέχονται στη Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου Καναδά-ΗΠΑ και Μεξικού (NAFTA), όπου χάθηκαν 350.000 θέσεις εργασίας στον τομέα της βιομηχανίας από το 2010, οπότε υπογράφηκε η Συμφωνία μέχρι το 2016.

«Ως ΑΚΕΛ, θεωρούμε ότι η καταψήφιση της CETA από τη Βουλή είναι ένα σημαντικό βήμα για την προστασία των εργασιακών σχέσεων, του περιβάλλοντος, της υγείας, αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας στα κράτη που απαρτίζουν την ΕΕ», δήλωσε χαρακτηριστικά στη «Χαραυγή» το μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΑΚΕΛ και πρώην ευρωβουλευτής Νεοκλής Συλικιώτης.

Τόνισε ότι το ΑΚΕΛ από την περίοδο που εκπονείτο η Συμφωνία έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για τις αρνητικές επιπτώσεις που θα προκαλούσε, ιδιαίτερα για ένα μικρό κράτος όπως η Κύπρος.

Ξεκαθάρισε ότι το Ευρωκοινοβούλιο δεν ενέκρινε κανένα ψήφισμα υπέρ της Συμφωνίας. Αυτό που υπερψηφίστηκε το 2017 είναι η έναρξη της διαδικασίας έγκρισης από τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών-μελών.

«Με συνεχή δράση και ασκώντας πίεση, η Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά – Βόρεια Πράσινη Αριστερά (GUE/NGL), τα συνδικάτα, τα περιβαλλοντικά και κοινωνικά κινημάτα έθεσαν τις βάσεις ούτως ώστε να ανατραπεί η CETA σε επίπεδο κρατών-μελών».

Ερωτηθείς ποια ήταν η στάση της κυβέρνησης για τη Συμφωνία, ο Ν. Συλικιώτης απάντησε ότι η κυβέρνηση ΔΗΣΥ-Αναστασιάδη δεν διεκδίκησε ούτε και διαπραγματεύτηκε για τα επιμέρους ζητήματα της CETA, ούτως ώστε να υπάρξουν κάποιες βελτιώσεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν κέρδος προς την Κύπρο.

Επεσήμανε ότι υπάρχει η πιθανότητα η Συμφωνία να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ΕΕ-Καναδά.

Για να συμβεί αυτό, ο Ν. Συλικιώτης τόνισε ότι θα πρέπει να γίνει επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας, έπειτα να οδηγηθεί στο Ευρωκοινοβούλιο και ακολούθως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διαπραγματευτεί με τον Καναδά.

«Αυτή η Συμφωνία θέτει πάνω από όλα τα συμφέροντα των πολυεθνικών και του μεγάλου κεφαλαίου», σημείωσε.

Εξήγησε ότι η Συμφωνία στοχεύει στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, δηλαδή στη διάλυση κάθε ίχνους προστασίας των εργαζομένων και ακύρωση των προτύπων που υπάρχουν στα κράτη-μέλη για τα τρόφιμα και το περιβάλλον.

«Με τη Συμφωνία ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για την απελευθέρωση του εμπορίου στις δημόσιες υπηρεσίες, στις δημόσιες συμβάσεις, καταπατώντας την πνευματική ιδιοκτησία, τη γεωργία και την υγεία. Με άλλα λόγια, η Συμφωνία εξυπηρετεί τα σχέδια του άκρατου νεοφιλελευθερισμού και των οπαδών του. Επίσης, καταστρατηγείται και η ίδια η δημοκρατία, διότι οι πολυεθνικές, διαμέσου των προνοιών που παρέχει η εν λόγω Συμφωνία, θα μπορούν να αμφισβητούν αποφάσεις των κυρίαρχων κρατών, διεκδικώντας αποζημιώσεις όταν επηρεαστούν αρνητικά τα κέρδη τους».

Ο Ν. Συλικιώτης εξήγησε ότι η διεκδίκηση αποζημιώσεων των πολυεθνικών μπορεί να ασκηθεί μέσω εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης επενδυτών και κράτους.

 

Δημιουργία αθέμιτου ανταγωνισμού στα γεωργικά προϊόντα

Η CETA συμβάλλει στην εντατικοποίηση και την πλεονάζουσα παραγωγή σε ευάλωτους γεωργικούς τομείς, όπως το κρέας και τα γαλακτοκομικά προϊόντα, και το γεγονός αυτό θα έχει αρνητικές συνέπειες για τους γεωργούς μικρής κλίμακας σε αμφότερες τις πλευρές του Ατλαντικού, δημιουργώντας κύματα ανεργίας.

«Χαιρετίζουμε το γεγονός ότι η Βουλή καταψήφισε τη Συμφωνία και προφύλαξε τα συμφέροντα των Κυπρίων παραγωγών και καταναλωτών, καθώς ο αγροτικός τομέας θα δεχόταν πλήγμα γιατί δεν θα είναι ανταγωνιστικά τα προϊόντα μας, λόγω των δασμών που θα επιβάλλονταν», ανέφερε ο Γενικός Γραμματέας της ΕΚΑ, Πανίκος Χάμπας.

Τόνισε ότι η ανεξέλεγκτη διακίνηση προϊόντων που επικρατεί χωρίς ελέγχους και σωστούς διακανονισμούς τις πιο πολλές φορές γίνεται εις βάρος των μικρών κρατών, διότι είναι δύσκολο να ανταγωνιστούν τα μεγάλα.

Ο Π. Χάμπας παρατήρησε ότι όταν τα μεγάλα μονοπώλια μετακινούν τα εργοστάσιά τους σε χώρες με φθηνά εργατικά χέρια, παράγοντας προϊόντα με χαμηλό κόστος, όπου στη συνέχεια διοχετεύονται στην Ευρώπη, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δεν μπορούν να τα ανταγωνιστούν.

«Τα μεγάλα μονοπώλια και τα μεγάλα τραστ επιβάλλουν τα συμφέροντά τους στους μικρούς, είτε αυτοί λέγονται μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις είτε κράτη. Μπορούμε να φέρουμε ως παράδειγμα την “Chiquita”, τη γνωστή εταιρεία παραγωγής μπανάνας, η οποία μονοπώλησε την ευρωπαϊκή αγορά, με αποτέλεσμα το κλείσιμο πολλών μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων».

Υπογράμμισε ότι πρέπει να υπάρξει ένας σωστός έλεγχος που να σέβεται το περιβάλλον και τον παραγωγό, αλλά ταυτόχρονα και τον καταναλωτή.

«Πρέπει να υπάρξει μια ισορροπημένη πολιτική στα θέματα αυτά, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), ούτως ώστε να μη γίνεται υπερεκμετάλλευση της γης. Ο πλανήτης Γη ένας είναι και οφείλουμε να τον σεβαστούμε», κατέληξε.

Η περιβαλλοντική διάσταση της CETA

«Ενώ η κατάσταση έκτακτης ανάγκης του κλίματος απαιτεί μια ισχυρή και διεθνή δράση και συντονισμένη πολιτική, η CETA αποφεύγει τις περιβαλλοντικές ανησυχίες που αποτελούν βασικά ζητήματα του αιώνα μας», τόνισε η επικεφαλής του Γραφείου Περιβάλλοντος της Κ.Ε. του ΑΚΕΛ, Χριστίνα Νικολάου.

Υπογράμμισε ότι βασικά προβλήματα που προκύπτουν από τη συγκεκριμένη συμφωνία είναι, μεταξύ άλλων, η υποβάθμιση των ζητημάτων υγείας και περιβάλλοντος.

«Οι αναφορές που υπάρχουν στη Συμφωνία για την απαραίτητη δράση για την κλιματική αλλαγή είναι μηδαμινές και το κυριότερο δεν είναι νομικά δεσμευτικές. Ενώ αναφέρει ότι το εμπόριο ή οι επενδύσεις δεν μπορούν να αποδυναμώσουν ή να μειώσουν το επίπεδο προστασίας της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, οι διαδικασίες για την επιβολή αυτού του επιπέδου προστασίας δεν πρέπει να είναι “περίπλοκες ή υπερβολικά ακριβές”, επιβεβαιώνοντας τις ανησυχίες μας».

Η Χρ. Νικολάου παρατήρησε ότι με τα άνωθεν αποδεικνύεται ότι συγκεκριμένες πρόνοιες της συμφωνίας επιτρέπουν στους ξένους επενδυτές να μηνύουν τα κράτη-μέλη της ΕΕ για τους νόμους που εγκρίνουν και οι οποίοι επηρεάζουν τα δικά τους κέρδη, συμπεριλαμβανομένων των νόμων που προβλέπονται για να προστατεύσουν τη δημόσια υγεία, το περιβάλλον ή τα δικαιώματα των εργαζομένων.

«Η Συμφωνία είχε τεθεί σε προσωρινή ισχύ από το 2017, όπου από αυτό το μικρό χρονικό διάστημα μπορούμε να λάβουμε κάποια συμπεράσματα», ανέφερε στη «Χ» η αντιπρόεδρος της Οργάνωσης «Φίλοι της Γης Κύπρου», Μυρτώ Σκουρουπάθη.

Η κα Σκουρουπάθη έφερε ως παράδειγμα τη δημιουργία μεικτών επιτροπών, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη λήψη αποφάσεων σε επιμέρους θέματα, στις οποίες λαμβάνουν μέρος ο Υπουργός Εμπορίου του Καναδά και ο Επίτροπος Εμπορίου της Κομισιόν.

«Η μονόπλευρη αντιπροσώπευση εκ μέρους της ΕΕ, δηλαδή η μη συμμετοχή του εκλελεγμένου σώματος της ΕΕ, του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά και η λήψη αποφάσεων κεκλεισμένων των θυρών, οδηγούν στη μείωση των προτύπων των τροφίμων αλλά και στη δημιουργία σοβαρού ελλείματος διαφάνειας και δημοκρατίας».

Η κα Σκουρουπάθη ανέφερε και μία άλλη διάσταση της Συμφωνίας, αυτή που δίνει το προνόμιο στις πολυεθνικές να οδηγήσει τα κράτη ή τις τοπικές Αρχές στα δικαστήρια.

«Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της σουηδικής εταιρείας ενέργειας “Vattenfall”, η οποία κατέχει μετοχές σε πυρηνικούς αντιδραστήρες και εργοστάσια εκμετάλλευσης λιγνίτη, όπου μετά την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης το 2011 να κλείσει όλους τους πυρηνικούς αντιδραστήρες έως το 2022, η εταιρεία κινήθηκε νομικά ενάντια στην πόλη του Αμβούργου το 2012, ζητώντας αποζημίωση 4,7 δις ευρώ. Τα έξοδα της δικαστικής διαδικασίας ήταν υπέρογκα και ανάγκασαν το δήμο να αποσυρθεί από τη δικαστική μάχη».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy