Αλυσιδωτές είναι οι αρνητικές επιπτώσεις των οικονοµικών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία λόγω του πολέµου στην Ουκρανία. Ρωσικές εταιρείες µε έδρα την Κύπρο βάζουν διαδοχικά λουκέτο αναζητώντας γειτονικές χώρες, όπου τους παρέχεται η δυνατότητα συνέχισης της δραστηριότητάς τους. Την ίδια ώρα όµως, απολύονται εργαζόµενοι και αδειάζουν κτίρια, ενώ βαρύ είναι το πλήγµα στην τουριστική και οικοδοµική βιοµηχανία.
Κυπριακές εταιρείες παροχής υπηρεσιών σε εταιρείες ρωσικών συµφερόντων και γενικότερα σε Ρώσους επιχειρηµατίες µετακινούνται στο Ντουµπάι και σε άλλες γειτονικές χώρες, όπου δεν ισχύουν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, για να εξυπηρετούν όσους πελάτες τους απέµειναν και αναζητώντας νέους
Του Χρήστου Χαραλάµπους
Αλυσιδωτές και συνεχώς εντονότερες είναι οι αρνητικές επιπτώσεις που καταγράφονται ως απότοκο των οικονοµικών κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία λόγω του πολέµου στην Ουκρανία και οι οποίες κατ’ επέκταση επηρεάζουν καίρια και σε όλα τα επίπεδα το σύνολο των Ρώσων που διαµένουν και δραστηριοποιούνται στην Κύπρο.
Ιδιαίτερα αισθητό είναι το πρόβληµα στη Λεµεσό, η οποία την τελευταία εικοσαετία κατάφερε να συγκεντρώσει τη µεγαλύτερη οργανωµένη κοινότητα Ρώσων µε σχολεία, πολιτιστικές και άλλες οργανώσεις και βέβαια µε µεγάλη επιχειρηµατική δραστηριότητα. Όλος αυτός ο πληθυσµός, ο οποίος αποτελείται από µερικές δεκάδες χιλιάδες, εδώ και πέντε µήνες, αφότου επιβλήθηκαν οι κυρώσεις, βρίσκεται µετέωρος, κυρίως λόγω της αδυναµίας διαχείρισης των τραπεζικών τους λογαριασµών.
Πολλοί εργαζόµενοι έχουν ήδη οδηγηθεί στην ανεργία
Οι επιπτώσεις από τις κυρώσεις δεν επηρεάζουν µόνο τους Ρώσους, αλλά και έναν ανυπολόγιστο αριθµό Κυπρίων που εργάζονται σε εταιρείες ρωσικών συµφερόντων, οι οποίες αναγκάζονται διαδοχικά να βάλουν λουκέτο µε αποτέλεσµα να οδηγούνται στην ανεργία οι εργαζόµενοι. Μάλιστα, δεν είναι λίγοι οι εργαζόµενοι που λόγω του παγώματος των ρωσικών λογαριασµών δεν έχουν πληρωθεί τους µισθούς τους, τουλάχιστον το τελευταίο δίµηνο, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται, ή ακόµα έχουν µείνει και χωρίς δουλειά.
Πέραν όµως από τις καθαυτό ρωσικές εταιρείες, στο ίδιο καζάνι βρίσκονται και κυπριακές εταιρείες που εξυπηρετούσαν Ρώσους παρέχοντας υπηρεσίες σε διάφορους τοµείς, οι οποίες απασχολούσαν και σηµαντικό αριθµό υπαλλήλων. Καθώς όµως ο κύκλος εργασιών τους µειώθηκε κατακόρυφα (σε αρκετές περιπτώσεις σταµάτησε κάθε επαγγελµατική δραστηριότητα), όχι µόνο προβαίνουν σε απολύσεις προσωπικού, αλλά ξεκίνησαν να αναζητούν χώρες του εξωτερικού απ’ όπου θα µπορούν να συνεχίσουν την επαγγελµατική τους δραστηριότητα.
Μιλώντας µε Κύπριους ιδιοκτήτες εταιρειών προσφοράς υπηρεσιών σε εταιρείες ρωσικών συµφερόντων και γενικότερα σε Ρώσους επιχειρηµατίες, µας ανέφεραν χαρακτηριστικά ότι αναγκάστηκαν να µεταβούν στο Ντουµπάι και σε άλλες γειτονικές χώρες, όπου δεν ισχύουν οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, µε σκοπό να δηµιουργήσουν εκεί εταιρείες και να στήσουν γραφεία µε υπαλλήλους, ώστε να επαναδραστηριοποιηθούν εξυπηρετώντας όσους πελάτες τους απέµειναν αλλά και αναζητώντας νέους πελάτες.
Ένα δύσκολο και δαπανηρό εγχείρηµα, όπως επισηµαίνεται, το οποίο έχει ευρύτερες επιπτώσεις, ιδιαίτερα στο οικογενειακό περιβάλλον τόσο των ίδιων των ιδιοκτητών των εταιρειών όσο και των ατόµων που εργοδοτούν, που σε αρκετές περιπτώσεις, για προσωπικούς ή άλλους λόγους, δηλώνουν αδυναµία να µετοικήσουν στη χώρα επαναδραστηριοποίησης των εργοδοτών τους.
Αυτή η εξέλιξη αποτελεί µια µόνο πτυχή των οικονοµικών και κοινωνικών επιπτώσεων από τα επακόλουθα του πολέµου στην Ουκρανία, που παρατείνουν το τέλµα και τα αδιέξοδα που είχαν δηµιουργηθεί τα δύο προηγούµενα χρόνια από την πανδηµία. Το γεγονός ότι η Κύπρος έχει παραδοσιακά ιδιαίτερες και πολυεπίπεδες σχέσεις τόσο µε τη Ρωσία όσο και µε την Ουκρανία και τους λαούς των δύο χωρών, περιπλέκει ακόµα περισσότερο την κατάσταση και διευρύνει τα προβλήµατα που έχουν συσσωρευτεί.
Οµαλότητα και ανάκαµψη µόνο µε άρση των κυρώσεων
Καθολική είναι η εκτίµηση που εκφράζουν φορείς της οικονοµικής ζωής που δραστηριοποιούνται σε τοµείς όπως η οικοδοµική βιοµηχανία και γενικότερα οι αναπτύξεις, ο τουρισµός και οι συναφείς επαγγελµατικές δραστηριότητες, ότι ενόσω συνεχίζεται ο πόλεµος στην Ουκρανία και εξακολουθούν να ισχύουν οι κυρώσεις κατά των Ρώσων, τα αδιέξοδα θα γίνουν ακόµα χειρότερα και θα επηρεάζουν όλο και πιο αρνητικά την ανάκαµψη, µε δεδοµένη και την εκτόξευση των τιµών σε όλα σχεδόν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες.
Το τέλµα στο οποίο οδηγείται η οικονοµική δραστηριότητα ανησυχεί ιδιαίτερα τον εµποροβιοµηχανικό κόσµο, ο οποίος προσβλέπει σε άρση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία, οι οποίες επηρεάζουν όλους ανεξαιρέτως τους Ρώσους της Κύπρου πλην των λίγων ολιγαρχών. Μόνο µε άρση των οικονοµικών κυρώσεων θα επανέλθει η οµαλότητα και η ανάκαµψη, όπως επισηµαίνει ο πρόεδρος του Εµπορικού και Βιοµηχανικού Επιµελητηρίου Λεµεσού, Ανδρέας Τσουλλόφτας, εκφράζοντας την κάθετη διαφωνία του με την επιβολή κυρώσεων στους ρωσόφωνους πολίτες από τις τράπεζες στην Κύπρο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πρόεδρος του ΕΒΕΛ, «υπάρχουν περιπτώσεις Ρώσων που διαµένουν στη Λεµεσό τα τελευταία 15-20 χρόνια και οι τράπεζες τούς έχουν µπλοκάρει τις βίζες, οπότε γίνεται αντιληπτό πόσο σοβαρό πρόβληµα έχει δηµιουργηθεί».
Αρκετές εταιρείες δεν θα µπορέσουν να ανακάµψουν
Αναφερόµενος, δε, στο µεγάλο πρόβληµα που αντιµετωπίζουν ελεγκτικοί και νοµικοί οίκοι της Κύπρου που είχαν γραφεία στην Ουκρανία και τη Ρωσία µε πολλούς υπαλλήλους και υποχρεώθηκαν να τερµατίσουν τις δραστηριότητές τους µε τεράστιες οικονοµικές επιπτώσεις, εκφράζει την εκτίµηση ότι «αυτά τα γραφεία δεν προβλέπεται να επαναδραστηριοποιηθούν σύντοµα σε αυτές τις χώρες».
Σε ό,τι αφορά τους µεγάλους ντιβέλοπερς και γενικότερα την οικοδοµική βιοµηχανία, σηµειώνεται ότι «η ζήτηση από τη ρωσόφωνη αγορά έχει τερµατιστεί και είναι αµφίβολο αν θα ξανανοίξει», ενώ υποδεικνύει ότι «αν δεν σταµατήσει σύντοµα ο πόλεµος, θα καταστραφεί πλήρως η οικονοµία και της Ουκρανίας και της Ρωσίας µε επιπτώσεις σε όλο τον κόσµο, συµπεριλαµβανοµένης βέβαια και της Κύπρου».
Ανάλογο πλήγµα έχει δεχτεί και ο τοµέας των µικροµεσαίων επιχειρήσεων, αφού και µόνο στο άκουσµα του πολέµου, σε συνδυασµό και µε το κύµα ακρίβειας που όλο και μεγαλώνει, ο κόσµος έχει αλλάξει τις προτεραιότητες της καθηµερινότητάς του, είναι σφιγµένος στις κινήσεις του και ιδιαίτερα στις αγορές του, όπως επισηµαίνουν καταστηµατάρχες της Λεµεσού, στο πελατολόγιο των οποίων περιλαµβάνονται και αρκετοί Ρώσοι και Ουκρανοί που κατοικούν στην πόλη.
Καίριο πλήγµα στον τουρισµό από Ρωσία και Ουκρανία
Η παρατεταµένη εµπόλεµη κατάσταση στην Ουκρανία, µε όλα τα αρνητικά επακόλουθα, επηρέασε αναµφίβολα και την τουριστική βιοµηχανία της Λεµεσού και γενικότερα της Κύπρου, δεδοµένου ότι Ρωσία και Ουκρανία ήταν όλα τα προηγούµενα χρόνια στη λίστα µε τις καλύτερες αγορές.
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της Εταιρείας Τουριστικής Ανάπτυξης και Προβολής Λεµεσού, σύµφωνα µε τα οποία το 2019 είχαν επισκεφθεί την Κύπρο 782.000 Ρώσοι τουρίστες που αποτελούν σχεδόν το 20% των συνολικών αφίξεων, ενώ από την ουκρανική αγορά είχαν καταγραφεί 95.000 αφίξεις, αριθµός που αποτελεί αύξηση της τάξης του 36,5% σε σχέση µε το προηγούµενο έτος.
Αντίθετα, φέτος, και µε τον πόλεµο να βρίσκεται ακόµα σε εξέλιξη, οι δύο αυτές σηµαντικές αγορές τουρισµού για τον τόπο µας καταγράφουν όχι απλώς κατακόρυφη πτώση, αλλά σχεδόν µηδενικές αφίξεις τουριστών, ενώ δεν υπάρχουν περιθώρια αισιοδοξίας ότι µπορεί να ανατραπεί αυτή η εικόνα. Όπως χαρακτηριστικά επισηµαίνει ο πρόεδρος της ΕΤΑΛ, Τώνης Αντωνίου, «ακόµη και µε την εξοµάλυνση της κατάστασης, η υποτίµηση του ρωσικού νοµίσµατος υποχρεώνει τους ενδιαφερόµενους ταξιδιώτες να στραφούν προς πιο οικονοµικές επιλογές διακοπών».
Σε µια προσπάθεια να αναπληρωθούν, στο µέτρο του δυνατού, οι µεγάλες απώλειες τουριστών από τη ρωσική και την ουκρανική αγορά, η ΕΤΑΛ επιδόθηκε τους τελευταίους µήνες σε οργανωµένες εκστρατείες, µε τη συνεργασία και άλλων ενδιαφερόµενων τουριστικών φορέων της Λεµεσού, µε στόχο να κερδηθούν άλλες αγορές µε τις οποίες έχουν καλλιεργηθεί σχέσεις, όπως το Ηνωµένο Βασίλειο, η Γερµανία, το Ισραήλ, η Ιορδανία αλλά και η Αρµενία.
Οι στοχευµένες ενέργειες προώθησης της Κύπρου ως τουριστικού προορισµού γίνονται µέσα από σειρά δράσεων που περιλαµβάνουν διαδικτυακές εκστρατείες, συµµετοχή σε εκθέσεις, διοργάνωση εκδηλώσεων για επαγγελµατίες του τουρισµού, εκπαιδεύσεις τουριστικών συµβούλων, φιλοξενία δηµοσιογράφων και προώθηση των ειδικών µορφών τουρισµού που έχουν ενισχυθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
