
Πέραν των γενικών νόµων, στους οποίους αναφερθήκαµε σε προηγούµενο άρθρο, υπάρχουν και εκείνοι οι κοινωνικοί νόµοι που δρουν µόνο σε µερικούς κοινωνικούς σχηµατισµούς.
Πρώτα είναι ο νόµος διαχωρισµού της κοινωνίας σε τάξεις, που χαρακτηρίζει συγκεκριµένους τρόπους παραγωγής, ο νόµος της ταξικής πάλης ως κινητήριας δύναµης της ιστορίας, που χαρακτηρίζει τους κοινωνικο-οικονοµικούς σχηµατισµούς που στηρίζονται στις ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις.
Κάποιοι αστοί, που ασκούν κριτική στον ιστορικό υλισµό, διατυπώνουν τη θέση ότι ο νόµος είναι µια σχέση που υπάρχει πάντα και παντού. Εάν λοιπόν η ταξική πάλη δεν συνάδει µε αυτό το αξίωµά τους, τότε δεν µπορεί να είναι κοινωνικός νόµος.
Η περιορισµένη διάρκεια ύπαρξης και δράσης αποτελεί γενικά µια από τις ιδιαιτερότητες των νόµων της κοινωνικής ζωής σε σύγκριση µε τους νόµους που διέπουν τη φύση και είναι αιώνιοι. Όχι ο νόµος της ταξικής πάλης, αλλά και µια σειρά άλλοι κοινωνικοί νόµοι δρουν εκεί και όταν υπάρχουν οι αντίστοιχες συνθήκες και σχέσεις. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να είναι αντικειµενικοί, πραγµατικοί νόµοι, που εκφράζουν ουσιαστικές, σχετικά σταθερές σχέσεις µεταξύ των κοινωνικών φαινοµένων και διαδικασιών.
Στην προκείµενη περίπτωση σηµειώνεται ότι ακόµα και οι νόµοι της βιολογίας που υπάρχουν στον πλανήτη Γη δεν δρουν σε άλλους πλανήτες του ηλιακού συστήµατος. Και όµως κανένας δεν αµφισβητεί την πραγµατικότητα και αντικειµενικότητά τους.
Μερικοί αστοί οικονοµολόγοι και κοινωνιολόγοι ανάγουν κοινωνικούς νόµους (όπως τους νόµους ύπαρξης και ανάπτυξης του καπιταλισµού) στο αξίωµα των αιώνιων και µόνιµων νόµων. Σε όλες τις βαθµίδες ανάπτυξης της κοινωνίας βλέπουν ύπαρξη του καπιταλισµού είτε στην περιουσιακή ανισότητα είτε στις σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής.
Οι µαρξιστές, κριτικάροντας τέτοιες και άλλες συναφείς απόψεις για τους κοινωνικούς και οικονοµικούς νόµους, επιµένουν ότι οι ούτω καλούµενοι «οικονοµικοί νόµοι» δεν είναι οι αιώνιοι νόµοι της φύσης, αλλά νόµοι ιστορικοί που εµφανίζονται και εξαφανίζονται, ενώ ο κώδικας της σύγχρονης πολιτικής οικονοµίας, στο βαθµό που οι οικονοµολόγοι τον έχουν συντάξει αντικειµενικά σωστά, είναι για αυτούς µόνο ένα σύνολο νόµων και προϋποθέσεων υπό των οποίων και µόνο µπορεί να υπάρξει η σύγχρονη αστική κοινωνία.
Εποµένως, για τους µαρξιστές ούτε ένας από αυτούς τους νόµους, από τη στιγµή που εκφράζουν καθαρά αστικές, καπιταλιστικές σχέσεις χρονολογικά, δεν µπορούν να προϋπήρχαν της αστικής κοινωνίας.
Εκείνοι οι νόµοι, που σε λιγότερο ή περισσότερο βαθµό έχουν ισχύ για όλη την προγενέστερη ιστορία, εκφράζουν µόνο εκείνες τις σχέσεις που είναι κοινές για την όποια κοινωνία, τη στηριζόµενη στην ταξική κυριαρχία και εκµετάλλευση.
Στην πραγµατικότητα ο κάθε νόµος δρα µέσα σε συγκεκριµένες συνθήκες και τα αποτελέσµατα της δράσης του εξαρτώνται από αυτές τις συνθήκες, που αλλάζουν όχι µόνο από τον ένα σχηµατισµό στον άλλο, αλλά και εντός του κάθε σχηµατισµού από τη µια χώρα στην άλλη.
Όπως το γεγονός ότι ο καπιταλισµός σε κάθε χώρα απέκτησε κάποιες ιδιαιτερότητες που έχουν άµεση σχέση µε το ιστορικό παρελθόν της χώρας, µε το πόσο βάρος στην ανάπτυξή του είχαν τα προγενέστερα προ-καπιταλιστικά συστήµατα, έτσι και στη σοσιαλιστική κοινωνία, ενώ υποτάσσεται κατά την ανάπτυξή της στις γενικές νοµοτέλειες, εντούτοις σε κάθε ξεχωριστή χώρα µερικά γνωρίσµατα και ιδιαιτερότητες θα είναι συνδεδεµένα µε το ιστορικό της παρελθόν, το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών της δυνάµεων και του πολιτισµού της.
Αυτές όµως οι ιδιαιτερότητες κατ’ ουδένα λόγο δεν αφορούν το πιο κύριο, δεν αντικαθιστούν και δεν µπορούν να αντικαταστήσουν τις γενικές νοµοτέλειες που προσδιορίζουν µια σοσιαλιστική κοινωνία. ∆εν υπάρχουν οι όποιοι εθνικοί νόµοι ανάπτυξης του καπιταλισµού ή του σοσιαλισµού, χαρακτηριστικοί για κάθε µια ξεχωριστή χώρα.
Οι νόµοι που διέπουν τους ξεχωριστούς κοινωνικούς σχηµατισµούς είναι ιδιαίτεροι σε σχέση µε τους γενικούς νόµους, οι οποίοι είναι οι ίδιοι σε όλες τις χώρες που βρίσκονται στο δεδοµένο κοινωνικο-οικονοµικό σύστηµα. Εδώ, όπως και σε άλλους τοµείς, υπάρχει η διαλεκτική ενότητα του γενικού και του ειδικού, του διεθνούς και του εθνικού.
Η παραγνώριση, η παραβίαση αυτής της ενότητας, η υπογράµµιση υπερβολικά του εθνικού σε βάρος του γενικού, του διεθνούς, συνήθως µπορεί εύκολα να οδηγήσει σε εθνικιστικές τάσεις. Εδώ υπάρχει όριο, το οποίο ο µαρξιστής-λενινιστής, ο διεθνιστής στην πολιτική και διαλεκτικός στη θεωρία οφείλει να βλέπει, να διαπιστώνει και να κατανοεί.
