Οι συνοικισμοί στο πέρασμα του χρόνου και η παράδοση – Τα σχεδόν ακατοίκητα σπίτια και το κράτος που αγνοεί τις κραυγές

Οι νέοι, οι ηλικιωμένοι, τα μαγαζιά που άντεξαν και αυτά που έκλεισαν συνθέτουν ένα σκηνικό της κυπριακής κουλτούρας όπως αυτή διαμορφώθηκε βίαια μετά την τουρκική εισβολή το 1974.

Του

Κυριάκου Λοΐζου

Οι συνοικισμοί στην Κύπρο χτίστηκαν σταδιακά μετά την τουρκική εισβολή του 1974 σε πολλές περιοχές της Κύπρου για να στεγάσουν τους πρόσφυγες που εγκατέλειψαν βίαια τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Σκορπίστηκαν σε όλες τις ελεύθερες πλέον περιοχές του νησιού και εκεί έχτισαν από το μηδέν τη δύσκολη ζωή τους. Σπίτια κολλητά το ένα με το άλλο, οικογένειες με παιδιά, νέα ζευγάρια που δεν πρόλαβαν να στεριώσουν στις προ εισβολής περιοχές. Πώς εξελίχθηκαν οι συνοικισμοί και πώς άλλαξαν τα πράγματα σχεδόν μισό αιώνα μετά το 1974; Οι νέοι που έμειναν, οι ηλικιωμένοι που «έφυγαν», τα μαγαζιά που έδωσαν ξανά ζωή σε πολλές περιοχές.

Ένας από αυτούς τους συνοικισμούς είναι και στο Πλατύ Αγλαντζιάς, καθώς οι κατοικίες που ανεγέρθηκαν για να στεγάσουν τους πρόσφυγες καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος της περιοχής.

«Πριν από τον πόλεμο, στο Πλατύ υπήρχαν μόνο χωράφια, ενώ υπήρχαν πολλοί βοσκοί που είχαν εδώ τα ζώα τους. Μιλάμε για το απόλυτο τίποτα. Σιγά-σιγά, μετά το χτίσιμο του συνοικισμού, το Πλατύ απέκτησε φήμη ως μία από τις καλύτερες περιοχές της Κύπρου», ανέφερε ο Κ.Μ., κάτοικος του συνοικισμού στο Πλατύ τα τελευταία 40 χρόνια. «Μένω στο συνοικισμό δεκαετίες και εδώ προσπαθήσαμε να χτίσουμε τα όνειρά μας που έσβησαν βίαια μετά την τουρκική εισβολή. Άνοιξαν δύο – τρία καφενεία, κρεοπωλεία, και μερικά άλλα μαγαζιά. Κάποια αντέχουν ακόμη και σήμερα, κάποια άλλα έκλεισαν λόγω των μεγαλύτερων υπεραγορών και πολυκαταστημάτων», υπογράμμισε ο Κ.Μ., τονίζοντας παράλληλα τη μεγάλη αλλαγή που συντελέστηκε στο συνοικισμό. «Πολλοί ήθελαν να φύγουν εξ αρχής, καθώς δυσκολεύονταν να συνηθίσουν τα μικρά αυτά διαμερίσματα τα οποία είναι κοντά το ένα με το άλλο. Κάποιοι τα κατάφεραν και έφυγαν, ενώ πολλοί έμειναν εδώ για το υπόλοιπο της ζωής τους».

Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μία επιστροφή των νέων στους συνοικισμούς, τόσο λόγω των τίτλων ιδιοκτησίας, όσο και για τις πολύ χαμηλές τιμές των ενοικίων. Επιπλέον, είναι και αυτοί που «κληρονόμησαν» μαγαζιά από τους παππούδες τους και αποφάσισαν να συνεχίσουν την παράδοση. «Εν μέσω πανδημίας αποφάσισα να πάρω το κουρείο του παππού μου του Μιχάλη επειδή έχει χαμηλό ενοίκιο. Κομμωτής στο επάγγελμα, σκέφτηκα να συνεχίσω το “έργο” του παππού εδώ στο Πλατύ μετά το θάνατό του το 2021», είπε ο Μιχάλης Γ., οποίος έφτιαξε πλέον το κουρείο του παππού… στη σύγχρονή του έκδοση. «Είναι ωραίο το συναίσθημα της συνέχισης ενός επαγγέλματος που έκανε ο παππούς μου. Είναι πολλοί ηλικιωμένοι που συνεχίζουν να κουρεύονται εδώ λόγω του ονόματος και αυτό με κάνει να νιώθω ωραία. Πάντως, αν και υπάρχουν αρκετά νέα παιδιά στο συνοικισμό, δεν ξέρω, δεν προτιμούν και πολύ ένα κουρείο που βρίσκεται μέσα σε αυτόν», ανέφερε ο Μιχάλης, δείχνοντας τις εικόνες που είχε αφήσει ο παππούς του στο κουρείο, τις οποίες διατηρεί.

Τα νέα παιδιά στους συνοικισμούς, όπως είναι λογικό, ήταν πολύ περισσότερα τα προηγούμενα χρόνια, μέχρι και τη δεκαετία του 2000. «Υπάρχει ζωή εδώ, υπάρχουν πολλά παιδιά ακόμα, ωστόσο είναι και οι ηλικιωμένοι που έχουν πεθάνει και πολλά από τα παιδιά τους δεν μένουν στα σπίτια τους», σημείωσε η Βάσω Ρ., κάτοικος του συνοικισμού του Πλατύ και ιδιοκτήτρια μπακάλικου τα τελευταία 42 χρόνια. «Είναι πολλά τα πράγματα που έχουν αλλάξει, όπως οι συνήθειες των ανθρώπων με την τεχνολογία. Επιπλέον, παλιότερα οι νέοι περνούσαν πολύ από τον ελεύθερό τους χρόνο στο καφενείο μαζί με τους μεγάλους, κάτι που σβήνει σιγά-σιγά». Σχετικά με τα μαγαζιά στο συνοικισμό, αλλά και το δικό της μπακάλικο, η Βάσω Ρ. είπε πως διατηρεί το μαγαζί εδώ και 40 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να κλείσει ποτέ. «Έχω μία σχέση με τους γείτονες και τους κατοίκους της ευρύτερης γειτονιάς που δεν έχει φθαρεί στο πέρασμα του χρόνου. Δεν έχω αλλάξει ποτέ τις τιμές μου, διότι γνωρίζω καλά πού βρίσκομαι και ποιοι είναι οι άνθρωποι που ψωνίζουν από το μπακάλικό μου», πρόσθεσε.

Τα καφενεία στους συνοικισμούς δεν άλλαξαν και πολύ το «πρόσωπό» τους πέρα από κάποιες αναγκαίες αλλαγές ελέω χρόνου. «Έρχομαι σε αυτό το καφενείο από την πρώτη μέρα που χτίστηκε και σήμερα είμαι 90 χρονών», είπε ο Γιώργος Κ., έχοντας στο χέρι το κλασικό, κυπριακό καφεδάκι να του κρατά συντροφιά. «Έχουν αλλάξει κάποια πράγματα, ναι, αυτή είναι η αλήθεια. Όμως, μας αρέσει εδώ, βρήκαμε μία μεγάλη οικογένεια μετά τον πόλεμο του 1974. Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι έμειναν, αλλά ζούμε καλά εδώ».

Ο συνοικισμός του Πλατύ, πλέον, δείχνει την αντίθεση των εποχών έτσι όπως εξελίχθηκαν, καθώς είναι εμφανής η διαφορά του συνοικισμού με τα υπόλοιπα σπίτια της περιοχής. Αυτή τη στιγμή, το Πλατύ συγκαταλέγεται στις ακριβότερες περιοχές της Κύπρου.

 

Τα σχεδόν ακατοίκητα σπίτια και το κράτος που αγνοεί τις κραυγές

Το νόμισμα έχει πάντοτε, δυστυχώς ή ευτυχώς, δύο όψεις. Στην περίπτωση των συνοικισμών, το κράτος τα τελευταία χρόνια έχει «αποσυρθεί». Οι κραυγές των κατοίκων πολλών συνοικισμών δυναμώνουν ολοένα και περισσότερο καθώς κτιριακά πολλές πολυκατοικίες βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Ηλικιωμένες γυναίκες και άντρες, πολλοί και πολλές με προβλήματα υγείας, ζουν καθημερινά υπό το φόβο της κατάρρευσης των σπιτιών τους. «Εδώ και πέντε χρόνια προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με την Πολεοδομία και είναι σχεδόν αδύνατο. Όσες φορές μιλήσαμε με τους αρμόδιους, οι απαντήσεις που παίρναμε ήταν αόριστες», ανέφερε με ύφος απόγνωσης η κα Γούλα Τ., κάτοικος επίσης του συνοικισμού στο Πλατύ.

«Οι τοίχοι έχουν πέσει και αν δείτε από έξω την πολυκατοικία θα καταλάβετε τι εννοώ», πρόσθεσε. Όπερ και εγένετο. Μαυρισμένοι τοίχοι από την υγρασία, με μοναδικές «επεμβάσεις» κάτι πρόχειρα βαψίματα, πολλές φορές από τους ίδιους τους κατοίκους. «Φωνάζουμε την τελευταία πενταετία, αλλά δεν ακούει κανείς. Η κατάσταση είναι άθλια. Υπάρχουν άνθρωποι ηλικιωμένοι που δεν μπορούν να κάνουν και πολλά», είπε ο Νικόλας Δ., 40 ετών ο οποίος μένει εδώ και μερικά χρόνια σε σπίτι του συνοικισμού. «Μπορεί να ακούγεται μακάβριο, ωστόσο στο διαμέρισμα πάνω από εμένα, μένει ένας κύριος 93 χρονών. Όταν φύγει από τη ζωή, πώς θα τον κατεβάσουν χωρίς ασανσέρ;»

Το κράτος έχει αφήσει την πλειονότητα των σπιτιών στους προσφυγικούς συνοικισμούς στο έλεος του χρόνου, ενώ το «σπασμένο τηλέφωνο» μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών είναι μία πρακτική που ενδεχομένως να στοιχίσει ζωές. Οι ευθύνες είναι εκεί και έχουν όνομα και επίθετο.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy