Οι τρεις νόμοι που κρίθηκαν αντισυνταγματικοί

Με την επίκληση του άρθρου 23 του Συντάγματος που αφορά στο ιδιοκτησιακό δικαίωμα, το Τριμελές Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε το μεσημέρι ως αντισυνταγματικά, το πάγωμα των προσαυξήσεων στο δημόσιο τομέα, την εισφορά 3% στο σχέδιο συντάξεων του δημοσίου και τη μείωση των απολαβών των δημοσίων υπαλλήλων.

Διαβάστε επίσης: Απόφαση Ανωτάτου: Αντισυνταγματικές οι αποκοπές των δημοσίων υπαλλήλων

Διαβάστε επίσης: ΓΕ: Ανοικτό το ενδεχόμενο έφεσης στις αποφάσεις Διοικητικού Δικαστηρίου

Το επίμαχο άρθρο

Ανατρέχοντας στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το άρθρο 23 τονίζει συγκεκριμένα ότι «Έκαστος, μόνος ή από κοινού μετ’ άλλων, έχει το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχη, απολαύη ή διαθέτη οιανδήποτε κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν και δικαιούται να απαιτή τον σεβασμόν του τοιούτου δικαιώματος αυτού».
Σημειώνεται παράλληλα στο παρθρο 23.2, ότι «Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθή ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου».

Επιπλέον αναφέρεται ρητά στο άθρο 23.3 ότι «άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

Με βάση το άρθρο 23.11 , «Πας ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα προσφυγής εις το δικαστήριον εν σχέσει προς οιανδήποτε των διατάξεων του παρόντος άρθρου ή κατ’ εφαρμογήν αυτών, η δε τοιαύτη προσφυγή αναστέλλει την διαδικασίαν της αναγκαστικής απαλλοτριώσεως. Εν περιπτώσει οιουδήποτε όρου, περιορισμού ή δεσμεύσεως κατ’ εφαρμογήν της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, το δικαστήριον δύναται να διατάσση αναστολήν οιασδήποτε σχετικής διαδικασίας. Πάσα απόφασις δικαστηρίου εκδιδομένη κατ’ εφαρμογήν της παρούσης παραγράφου υπόκειται εις έφεσιν.

Οι προσβαλλόμενες νομοθεσίες

Στις προσφυγές τους, εργαζόμενοι του ευρύτερου Δημοσίου προσέβαλαν συγκεκριμένα τρεις νομοθεσίες.
1. Περί της Μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων καιν στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα Νόμος του 2011.

2. Περί Συνταξιοδοτικών Οφελημάτων των κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα περιλαμβάνομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Νόμου του 2011.

3. Περί της Μείωσης των Απολαβών και των Συντάξεων των Αξιωματούχων Εργοδοτουμένων και Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα Νόμος του 2012.

Η επιχειρηματολογία

Στην επιχειρηματολογία τους οι Δικαστές του Διοικητικού Δικαστηρίου, Γ. Σεραφείμ και Α. Ευσταθίου Νικολεττοπούλλου, τονίζουν ότι δεν τίθεται ζήτημα στάθμισης του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας από τη μια, και του ατομικού δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών από την άλλη, διότι, όπως ρητά αναφέρουν, το συγκεκριμένο άρθρο δεν περιλαμβάνει το γενικό συμφέρον της κοινωνίας ή το δημόσιο συμφέρον, ή τη δημόσια ωφέλεια γενικά ως λόγο για τον οποίο ο νομοθέτης μπορεί να στερήσει ή να περιορίσει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

Ειδικότερα στο ζήτημα των περικοπών της μισθοδοσίας, ανατρέχουν στην Έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών με βάση την οποία αναφέρεται ως λόγος της προτεινόμενης μείωσης των απολαβών ο «περιορισμός των δαπανών της κρατικής υπηρεσίας και του ευρύτερου δημοσίου τομέα προς αποφυγήν περαιτέρω επιδείνωσης της υφιστάμενης δημοσιονομικής κατάστασης».

Επομένως τονίζουν, ο σκοπός της επιβολής του περιορισμού ήταν η δημοσιονομική ρύθμιση και το δημόσιο συμφέρον, αιτίες οι οποίες, αναφέρουν στην απόφασή τους, δεν περιλαμβάνονται στους λόγους που σύμφωνα με το άρθρο 23.3 επιτρέπουν επιβολή περιορισμού στο ιδιοκτησιακό καθεστώς.

Πολύ νωρίς για εκτίμηση

Είναι πολύ πρόωρο να εκτιμηθεί ο δημοσιονομικός αντίκτυπος της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου να κρίνει ως αντισυνταγματικούς τους νόμους που θεσπίστηκαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης επιβάλλοντας μειώσεις και παγοποίηση προσαυξήσεων στις απολαβές και στις συντάξεις των υπαλλήλων του δημοσίου και ευρύτερου δημοσίου τομέα, δήλωσε ανώτερη πηγή του Υπουργείου Οικονομικών στο ΚΥΠΕ.

Μάλιστα, η ίδια πηγή εξέφρασε συγκρατημένη αισιοδοξία ότι το οικονομικό βάρος της απόφασης θα είναι πολύ πιο διαχειρίσιμο απ’ ότι παρουσιάζεται.

«Αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να γίνει κανένας υπολογισμός κόστους, επειδή ακριβώς η απόφαση πρέπει να ερμηνευθεί σε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία για το τι σημαίνει στην πράξη η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, πότε εφαρμόζεται και πώς εφαρμόζεται», δήλωσε στο ΚΥΠΕ η ίδια πηγή.

Θεωρείται δεδομένο ότι η Δημοκρατία θα καταθέσει έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με ταυτόχρονο αίτημα για αναστολή της εφαρμογής της απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.

Επίσης, εκτιμάται ως ακραίο σενάριο η απόφαση αυτή να οδηγήσει σε αυτόματη και αναδρομική επιστροφή των αποκοπών, ενώ θεωρείται ότι αυτό το δικαίωμα πιθανώς να περιορίζεται αποκλειστικά σε όσους προσέφυγαν ονομαστικά κατά των νομοθεσιών αυτών, κάτι που περιορίζει σημαντικά το κόστος.

Παράλληλα, στην περίπτωση που η απόφαση του Δικαστηρίου θα εφαρμοστεί από εδώ και μπρος, ο αντίκτυπος μειώνεται, αφού ήδη υπάρχει ειλημμένη απόφαση για σταδιακή επιστροφή των απολεσθέντων εισοδημάτων στους υπαλλήλους και συνταξιούχους του δημοσίου και ευρύτερου δημοσίου τομέα, μια απόφαση που έχει ορίζοντα ολοκλήρωσης στο τέλος του 2022 ή αρχές του 2023.

Είναι πολύ πρόωρο, ανέφερε η ίδια πηγή, να προσδιοριστεί ο αντίκτυπος χωρίς να ερμηνευθεί η απόφαση και συνακόλουθα να υπολογιστεί η όποια δημοσιονομική επίπτωση.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy