Παιδί, προσφυγιά = απώλεια, τραύµα

Της Δρος Νάσιας Τριγωνάκη*

Ως «πρόσφυγας» ορίζεται το άτοµο που διαφεύγει από τη χώρα του λόγω ένοπλων συρράξεων ή διώξεων. Για τον πρόσφυγα είναι πολύ επικίνδυνο να επιστρέψει στην πατρίδα του και αναζητά καταφύγιο και ασφάλεια σε κάποια άλλη χώρα. Το ∆ιεθνές ∆ίκαιο (Σύµβαση του 1951) καθορίζει ότι «οι πρόσφυγες δεν πρέπει να επιστρέφονται ή να επαναπροωθούνται σε καταστάσεις όπου κινδυνεύει η ζωή ή η ελευθερία τους». […]

Πληθώρα ερευνών τις τελευταίες δεκαετίες εστιάζουν την προσοχή τους στο ψυχικό τραύµα των παιδιών – προσφύγων, αφού «το να φύγεις από τη χώρα σου, από το οικείο περιβάλλον σου, το να µην ακούς τη µητρική σου γλώσσα, να µην οσφραίνεσαι τη µυρωδιά των αγαπηµένων σου φαγητών, να µη νιώθεις το κρύο ή τη ζέστη του αέρα του τόπου σου, να µη βλέπεις τον ίδιο ήλιο που έβλεπες ή να µην έχεις τον ίδιο ουρανό από πάνω σου, είναι σαν να έχεις χάσει ένα κοµµάτι της ψυχής σου» (Falicov, 2001).

Ποια φάση της προσφυγιάς είναι περισσότερο ή λιγότερο τραυµατική όµως; Πότε και πώς γεννιέται η ιδέα τού να φύγει η οικογένεια από την πατρίδα της; Η φάση µήπως τού «από εδώ ώς εκεί» για να σωθούµε; Ή µήπως η περίοδος που τελικά το «εκεί» γίνεται «τώρα είµαστε εδώ»;

Οι περισσότερες έρευνες στην ψυχολογία, στην κοινωνιολογία και στην κοινωνική ψυχολογία καταλήγουν στο ότι το τραύµα της προσφυγιάς αρχίζει να δηµιουργείται στο «εκεί» (χώρα προέλευσης), αλλά εκδηλώνεται στο «εδώ» (χώρα υποδοχής). Στη χώρα όπου η οικογένεια καλείται να ξεκινήσει µια νέα ζωή, να κάνει µια καινούργια αρχή, τα πράγµατα πολύ συχνά δεν είναι όπως τα είχαν σχεδιάσει ή φανταστεί. Καλούνται να έρθουν σε επαφή µε καινούργια άτοµα, να µάθουν µια νέα γλώσσα, να εµπιστευτούν άγνωστους ανθρώπους, να µάθουν την ιστορία, τα ήθη και τα έθιµα ενός νέου τόπου που µπορεί και να διαφέρουν από τα δικά τους. Πρέπει να µάθουν να υπακούνε σε κανόνες και κανονισµούς, νόµους και θεσµούς που τους είναι άγνωστοι. Καλούνται, µε άλλα λόγια, να επαναπροσανατολιστούν πολιτισµικά.

Οι οικογένειες προσφύγων που εναρµονίζονται µε την κουλτούρα της χώρας υποδοχής, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν την εθνική τους ταυτότητα, φαίνεται πως αντιµετωπίζουν λιγότερες δυσκολίες προσαρµογής ή λιγότερες πιθανότητες εµφάνισης ψυχικών διαταραχών. Μεγαλύτερες δυσκολίες προσαρµογής και µεγαλύτερα ποσοστά ψυχικών διαταραχών φαίνεται πως εµφανίζουν εκείνες οι οικογένειες που α) αφοµοιώνονται πλήρως στη νέα κουλτούρα, απορρίπτοντας όµως την πολιτιστική τους ταυτότητα, σε µια προσπάθεια πλήρους ενσωµάτωσης στη χώρα υποδοχής, β) απορρίπτουν τα πολιτισµικά στοιχεία της χώρας υποδοχής διαχωρίζοντας τους εαυτούς τους από αυτά και γ) δεν έχουν καµία ψυχολογική/κοινωνική/πολιτισµική σχέση και επαφή ούτε µε τη χώρα προέλευσης ούτε µε τη χώρα υποδοχής (περιθωριοποίηση).

Πόσο εύκολο είναι για ένα παιδί να εναρµονιστεί µε µια καινούργια οµάδα παιδιών, σε µια νέα γειτονιά, σε ένα καινούργιο σχολείο (και να ακολουθήσει το πρόγραµµα αυτού σε µαθησιακό επίπεδο), σε µια σχολική τάξη; Σίγουρα µια επιτυχής διαδικασία εναρµόνισης του παιδιού έχει να κάνει, σε µεγάλο βαθµό, µε το πόσο θετική είναι η εµπειρία προσαρµογής και κοινωνικής αποδοχής της υπόλοιπης οικογένειας. Πόσο ικανοποιηµένοι είναι οι γονείς από τη χώρα υποδοχής; Πόσο εύκολα τα βγάζουν πέρα, οικονοµικά κυρίως, ώστε να ζουν αξιοπρεπώς; Πώς χειρίζονται τις καθηµερινές τους υποχρεώσεις; Έχουν φίλους/συγγενείς/υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο;

Οι οικογένειες προσφύγων που ακολουθούν την οδό της εναρµόνισης (και όχι της πλήρους αφοµοίωσης ή της διαφοροποίησης από τη χώρα υποδοχής) έχουν µεγαλύτερες πιθανότητες να περνούν καλά και να επιβιώνουν στην καινούργια χώρα. Η πρόωρη προσπάθεια για αφοµοίωση, καθώς και το να περιθωριοποιούν τον εαυτό τους, δεν είναι χρήσιµες στρατηγικές συναισθηµατικής και ψυχολογικής προσαρµογής, µε αρνητικές συνέπειες τόσο στην ψυχική υγεία όσο και στην οµαλή προσαρµογή των παιδιών τους.

Ρόλο διαδραµατίζει και ο παράγοντας του «προσωρινού» – οι περισσότεροι πρόσφυγες ζουν µε την ελπίδα ότι θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους και αυτή η αναµονή τούς εµποδίζει να εναρµονιστούν ή να αποδεχτούν τη νέα τους πραγµατικότητα. Όσο περνάει ο καιρός, η δυσπιστία, ο θυµός, το άγχος, η µελαγχολία, η καχυποψία, θα οδηγήσουν σε ένα πένθος που θα σχετίζεται µε συµβολικές, απτές και αµφίσηµες απώλειες. Ένα πένθος για την απώλεια της πατρίδας, του οικείου τρόπου ζωής, της ασφάλειας, της ελευθερίας, της ταυτότητας, του στόχου και του ονείρου.

* Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας ΥΠΠΑΝ

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy