Πυξίδα/ Ορίζοντας/ Φωτογραφία του Τζών Τόμσον από την περιοδεία του στην Κύπρο, 1878

Περιβάλλον, οικονομία και άνθρωποι στην οθωμανική Κύπρο

 Αν γιωρκήσει η Μεσαρκά, τρώσειν μάνες τζ̌ιαι παιθκιά· αν γιωρκήσει η Πάφου, πιασ’ τα ρούχα σου τζ̌αι χάθου.                                                                                                    Κυπριακή παροιμία

Προδημοσίευση του βιβλίου του Επίκουρου Καθηγητή Οθωμανικής και Τουρκικής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αντώνη Χατζηκυριάκου με τίτλο Χερσαίο νησί: Η Μεσόγειος και η Κύπρος στην οθωμανική εποχή των επαναστάσεων, Ψηφίδες, Θεσσαλονίκη 2023. Το βιβλίο κυκλοφορεί τον Απρίλιο.

Ποια ήταν η πολιτική οικονομία και πολιτική οικολογία της οθωμανικής Κύπρου; Υπάρχουν δύο διαθέσιμες οθωμανικές απογραφές που μας δίνουν πληροφορίες για τον πληθυσμό, την οικονομία και το περιβάλλον της Κύπρου. Η πρώτη είναι του 1572 και η δεύτερη του 1832/33. Τα δεδομένα από τις απογραφές αυτές μπορούν να ρίξουν φως στο πιο πάνω ερώτημα. Η ιστορία της Κύπρου, δεν μπορεί να μελετάται σε ένα κενό. Το ευρύτερο μεσογειακό πλαίσιο, είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης. Ο Φερνάν Μπρωντέλ, ο πρωτοπόρος της μεσογειακής ιστορίας, διακήρυξε ότι «παντού βρίσκεται η ίδια αιώνια τριάδα: σιτάρι, ελιές και αμπέλια, γέννημα του κλίματος και της ιστορίας».

Αν και στο επίπεδο της γενίκευσης η θέση του Μπρωντέλ είναι σωστή, η κατανομή των καλλιεργειών αυτών δεν ήταν ομοιόμορφη σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Στην Κρήτη, για παράδειγμα, η παραγωγή δημητριακών ήταν ιστορικά ανεπαρκής, λόγω της προτίμησης στα χρηματικά οφέλη που απέφεραν το κρασί και το ελαιόλαδο από το εξωτερικό εμπόριο. τόσο η βενετική όσο και η οθωμανική διοίκηση, μάταια επιχείρησαν να πείσουν, και ενίοτε να εξαναγκάσουν, τους καλλιεργητές να ξεριζώσουν τα αμπέλια χάριν του σιταριού στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τη σιτάρκεια. Κατ’ αντίστροφο τρόπο, η ελιά και το αμπέλι δεν είχαν την ίδια σημασία για την Κύπρο όσο είχαν για την Κρήτη. Η καλλιέργεια των ελαιόδεντρων στην Κύπρο περιοριζόταν στην τοπική κατανάλωση με ελάχιστες εξαγωγές, ενώ υπήρχαν διαφοροποίησεις στην ποιότητα. Στην απογραφή του 1832/33 καταγράφονται άγριες (ορεινές) ελιές και ήμερες (πεδινές), με τις τελευταίες να έχουν, συνήθως, μεγαλύτερη αξία. Η αμπελουργία φαίνεται ότι υπό βενετική διοίκηση ήταν περιορισμένη στις ορεινές περιοχές του Τροόδους, ενώ κατά τον 19ο αιώνα είχε εξαπλωθεί αισθητά, χωρίς, ωστόσο, ποτέ να φτάσει τη σημασία που είχε στην Κρήτη. Συγκρίνοντας, μάλιστα, την Κύπρο με τη γειτονική στα ανατολικά Συροπαλαιστίνη, βλέπουμε ότι εκεί υπήρχε πολύ πιο ισορροπημένη κλίμακα παραγωγής ελιών και δημητριακών, αλλά χαμηλότερη παραγωγή κρασιού.

Ο Φερνάν Μπρωντέλ, ο πρωτοπόρος της μεσογειακής ιστορίας, διακήρυξε ότι «παντού βρίσκεται η ίδια αιώνια τριάδα: σιτάρι, ελιές και αμπέλια, γέννημα του κλίματος και της ιστορίας».

Σε ό,τι αφορά τα δημητριακά, η Κύπρος αντανακλά την ευρύτερη μεσογειακή τάση της συρρίκνωσης, λόγω της μετατόπισης του παγκόσμιου κέντρου βάρους του εμπορίου σιτηρών προς τη Βαλτική. Το ίδιο ισχύει για τη σημασία των δενδροκαλλιεργειών, οι οποίες σε κάποιο βαθμό αντικατέστησαν τα σιτηρά. Το αμπέλι εξαπλώθηκε μεταξύ του 1572 και του 1832/33, ενώ οι μουριές, οι χαρουπιές και οι ελιές είναι οργανικό κομμάτι του κυπριακού τοπίου, με τα τρία πρώτα αγαθά να καταλαμβάνουν πρωτεύουσα θέση στο εξαγωγικό εμπόριο. Αν και τα δεδομένα για την κτηνοτροφία είναι περιορισμένα, είναι ξεκάθαρο ότι ήταν ιδιαιτέρως διαδεδομένη και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι τα περισσότερα νοικοκυριά στην ύπαιθρο είχαν οικόσιτο χοίρο.

Το ζαχαροκάλαμο, το βαμβάκι και η σηροτροφία είναι τρεις ιδιαίτερα υδρόφιλες καλλιέργειες. Η εικόνα του σημερινού τοπίου και του κλίματος της Κύπρου δεν συμβαδίζει ούτε με την ύπαρξη αυτών των καλλιεργειών, αλλά ούτε και με τον χαρακτήρα τους ως εμπορευματικές και εξαγωγικές. Πώς θα μπορούσε να είναι βιώσιμη αυτή η επιλογή των κυπριών συλλογικά, δηλαδή, να στηρίζεται η οικονομία τους σε αγροτικά προϊόντα, τα οποία είχαν ιδιαίτερες αρδευτικές απαιτήσεις;

2. Η Δεκάτη. Πίνακας Του Μιχαήλ Κάσιαλου.
Η δεκάτη. Πίνακας του μιχαήλ κάσιαλου.

Η απάντηση, αναγκαστικά, είναι πολυπαραγοντική. Πρώτον, είναι σφάλμα να θεωρούμε ότι το τοπίο και το περιβάλλον είναι αμετάβλητα στον ιστορικό χρόνο. Το σημερινό άνυδρο τοπίο είναι (και) προϊόν της ολοένα μεγαλύτερης αύξησης της ζήτησης για άρδευση και ύδρευση, λόγω του πολλαπλασιασμού του πληθυσμού (σχεδόν δεκαπλασιάτηκε μεταξύ των πρώιμων νεότερων χρόνων και του 20ού αιώνα), του τουρισμού και των πολύ πιο εντατικών σύγχρονων καλλιεργειών. Την ίδια στιγμή, η κατασκευή φραγμάτων κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα επιτείνει την σημερινή εικόνα του άνυδρου τοπίου, με τις κοίτες των ποταμών να είναι χωρίς νερό κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου. Αυτό, όμως, δεν ήταν διαχρονικό στοιχείο της κυπριακής υπαίθρου.

Στην ίδια λογική κινείται και ο δεύτερος παράγοντας που αφορά τη διαφοροποίηση του κλίματος στον ιστορικό χρόνο. Η περίοδος κλιματικής αλλαγής γνωστή ως «Μικρή Παγετώδης» που διήρκεσε από τον 16ο μέχρι τον 19ο αιώνα (κατά άλλες απόψεις ξεκίνησε από τον 14ο) είχε διαφορετικές εκφάνσεις σε διαφορετικές περιοχές του πλανήτη. Η αντανάκλαση του φαινομένου περιλάμβανε μεγαλύτερη χιονόπτωση και βροχόπτωση, πλημμύρες και περιοδικές ανομβρίες, οι οποίες διέκοπταν απότομα τη συνήθη πολυομβρία. Για αυτόν τον λόγο αυτό οι ανομβρίες περιγράφονται με δραματικό τρόπο στα ιστορικά τεκμήρια, και η μη κριτική ανάγνωση των πηγών οδηγεί σε κυριολεκτικές και προβληματικές ερμηνείες. Κατά τον 18ο αιώνα, όμως, υπάρχουν καταγεγραμμένες επτά ανομβρίες, μόνο μία εκ των οποίων διήρκεσε για δύο συναπτά έτη. κατά τον 20ό αιώνα, σημειώθηκαν δεκαοκτώ, πολλές εκ των οποίες συνεχόμενες.

Τον 17ο αιώνα, ο οθωμανός λόγιος Κιατίμπ Τσελεμπής (1609-1657) περιγράφει το φθινόπωρο και τους χειμώνες της Κύπρου ως περιόδους πολυομβρίας, μια εκτίμηση που συμμερίζονται πολλοί περιηγητές.

Η απογραφή του 1832/33 αναφέρει πολλά αγροτεμάχια ή κήπους ως αρδευόμενους από νερά πλημμυρών (sel suyu), ενώ το 1572 καταγράφονται συνολικά 344 νερόμυλοι. Στους δυόμισι αιώνες που μεσολάβησαν οι νερόμυλοι αυξήθηκαν κατά 25%, φτάνοντας τους 436 το 1832/33. Η χωρική διασπορά των νερόμυλων σύμφωνα με την αξία τους, όπως φαίνεται στον Χάρτη 1, δείχνει την πολύ διαφορετική γεωγραφία της υδραυλικής ενέργειας στην Κύπρο μεταξύ των δύο απογραφών. Ενώ το 1572 υπάρχουν ουσιαστικά δύο πυρήνες, στην Κυθρέα και τη Λάπηθο, δυόμισι αιώνες αργότερα εμφανίζεται ένα πολυκεντρικό και διευρυμένο δίκτυο νερόμυλων με την Κυθρέα, την παραποτάμια ζώνη του Καρκώτη, τη Μόρφου και την Κρήτου Τέρρα, ως τα τέσσερα μεγάλα επίκεντρα. Επίσης, σημαντικά κέντρα παρουσιάζονται κοντά την Κρήτου Τέρρα, στην Πέγεια και τη Μελάδεια, στο Κολόσσι, τη Διερώνα και τη Λεμεσό, τη Λάπηθο και, τέλος, τη Γιαλούσα και το Ριζοκάρπασο. Τόσο η σημαντική αύξηση του αριθμού των νερόμυλων, όσο και διεύρυνση των δικτύων τους, απαιτούν μια εξήγηση, δεδομένου ότι πρόκειται για έργα υποδομής που αντέχουν στον χρόνο, ενώ προκειμένου για την κατασκευή τους απαιτείται μια σημαντική επένδυση. Πιθανότερη εξήγηση για το φαινόμενο είναι η Μικρή Παγετώδης, μια περίοδος που συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με τα 250 χρόνια που χωρίζουν τις δύο απογραφές. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η αυξημένη βροχόπτωση και χιονόπτωση που συνδέονται με αυτή την κλιματική περίοδο από τον 16ο μέχρι και τον 19ο αιώνα ώθησε τους ανθρώπους να επενδύσουν στην υδραυλική ενέργεια. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι πολλοί νερόμυλοι που καταγράφονται το 1572 δεν εμφανίζονται το 1832/33. Αυτό ενισχύει την υπόθεση της Μικρής Παγετώδους, αφού η αυξημένη ροή σε μερικούς ποταμούς, ενδεχομένως, να προκάλεσε την ανάγκη δημιουργίας μιας νέας υποδομής και εγκατάλειψης της παλαιάς.

Τον 17ο αιώνα, ο οθωμανός λόγιος Κιατίμπ Τσελεμπής (1609-1657) περιγράφει το φθινόπωρο και τους χειμώνες της Κύπρου ως περιόδους πολυομβρίας, μια εκτίμηση που συμμερίζονται πολλοί περιηγητές. Ένας από αυτούς παρομοιάζει τη Λευκωσία με το Σιράζ στο Ιράν, περιγράφοντάς την «περιτριγυρισμένη από χιονισμένα βουνά». Υπάρχουν μαρτυρίες για το εμπόριο χιονιού ή για την πληρωμή φόρων σε είδος με χιόνι εν μέσω καλοκαιριού. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον Αθανάσιο Σακελλάριο (1826-1901), ο οποίος σημειώνει ότι:

τα όρη ταύτα καθ’ άπαντα τον χειμώνα και ιδίως ο Όλυμπος είσι χιονοσκέπαστα. Επί τούτο δι’ όλον τον έτος φυλάττεται χιών υπ’ ανδρών προς τούτο υπό του ηγεμόνος της νήσου διοριζομένων. Εν ώρα δε θέρους μεταφέρουσιν αυτήν εις την Λευκωσίαν και Λάρνακαν, προς τε τον ηγεμόνα και τους επισημοτέρους απάντων των γενών.

3.Χάρτης 1
Η αξία των νερόμυλων το 1572 (αριστερά) και το 1832/33 (δεξιά)
4. Οι Μετατοπίσεις Του Πληθυσμιακού Κέντρου Βάρους Της Κύπρου Από Το 1565 Μέχρι Το 1931.
Οι μετατοπίσεις του πληθυσμιακού κέντρου βάρους της κύπρου από το 1565 μέχρι το 1931.
5. Χάρτης Της Λευκωσίας Του Ελυζέ Ρεκλύ Γάλλου Αναρχικού Γεωγράφου Που Σημειώνει Τα Τσιφλίκια Και Υδραγωγεία Γύρω Από Την Πόλη 1884
Χάρτης της λευκωσίας του ελυζέ ρεκλύ, γάλλου αναρχικού γεωγράφου, που σημειώνει τα τσιφλίκια και υδραγωγεία γύρω από την πόλη, 1884

«Χιόνιν πολύ. Δεν επόμεινεν μόνον η Μεσαορία, το δε άλλον νησίν ετζύλλισέν το το χιόνιν ένα γόνατο. Επήξαν τα ποτάμια»

Κάποιες χρονιές, το χιόνι κάλυπτε ολόκληρη την Κύπρο, ακόμα και την πεδιάδα της Μεσαορίας. Τούτο μαρτυρείται σε ιστορικά σημειώματα για το 1773 («χειόννηα εις τον κάμπον εις μήαν πήχειν»), το 1787 («εγίναν χειώννια εις τον κάππον εος μισίν πιχιν») και το 1836 («Χιόνιν πολύ. Δεν επόμεινεν μόνον η Μεσαορία, το δε άλλον νησίν ετζύλλισέν το το χιόνιν ένα γόνατο. Επήξαν τα ποτάμια»), φαινόμενα αδιανόητα για τα σημερινά δεδομένα.

Ο τρίτος παράγοντας που εξηγεί το φαινομενικό παράδοξο των καλλιεργειών εντατικής άρδευσης είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα. Πέρα από τα αρδευτικά κανάλια, υπήρχαν σύνθετα παραδοσιακά συστήματα διαχείρισης υδάτινων πόρων, όπως το δικαίωμα του νερού, που επιβιώνουν μέχρι και τα νεότερα χρόνια. Επίσης, αρχαιότατα είναι τα λαγούμια, τα οποία εκτείνονται για αρκετά χιλιόμετρα και έχουν καταγραφεί από τον Κίτσενερ στον χάρτη του. Μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα οι υδροφορείς ήταν αρκετά πλούσιοι ώστε να μην απαιτείται να είναι ιδιαιτέρως βαθιά τα πηγάδια. Η απογραφή του 1832/33 είναι αρκετά σχολαστική στην καταγραφή των υδάτινων πόρων των διαφόρων περιουσιών, αναφέροντας το τρεχούμενο νερό, τον τρόπο άρδευσης των αγροτεμαχίων ή τα αλακάτια (μαγγανοπήγαδα).

Τι άλλο μπορούμε να παρατηρήσουμε σε σχέση με την Κύπρο πέρα από τη σχέση της με τα μεγάλα σχήματα της μεσογειακής ιστορίας; Η μετατόπιση του πληθυσμιακού κέντρου βάρους του νησιού από τα ορεινά το 1572 στις πεδιάδες το 1832/33 είναι κάτι που, επίσης, συμβαδίζει με φαινόμενα που παρατηρούνται σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα τεκμηριώνεται η μετακίνηση πληθυσμών σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές, όπου πεδινοί πληθυσμοί αναζητούσαν την ασφάλεια των βουνών. Η ανασφάλεια στις πεδιάδες ήταν πολυπαραγοντική: πολιτικές αναταραχές, επιδημίες, πειρατεία, ακόμα και οι πλημμύρες της Μικρής παγετώδους που ανάγκασαν τους ανθρώπους να αναζητήσουν περιοχές σε μεγαλύτερο υψόμετρο, όπου η απορροή των υδάτων ήταν καλύτερη. Ένας άλλος λόγος για το φαινόμενο αυτό ήταν η αναζήτηση καλλιεργήσιμης γης, όπου στις πεδιάδες η διαθεσιμότητα ήταν περιορισμένη λόγω της μεγάλης γαιοκτησίας. Δεν είναι απίθανο το ίδιο να συνέβαινε και στην Κύπρο κατά τις τελευταίες δεκαετίες της βενετικής κυριαρχίας, όταν αρκετοί πάροικοι είχαν χειραφετηθεί (παρότι το νέο καθεστώς του φραγκομάτου δεν προϋπέθετε πλήρη ελευθερία).

Η μετατόπιση του πληθυσμιακού κέντρου βάρους του νησιού από τα ορεινά το 1572 στις πεδιάδες το 1832/33 είναι κάτι που, επίσης, συμβαδίζει με φαινόμενα που παρατηρούνται σε ολόκληρη τη Μεσόγειο

Μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση της μετακίνησης στα ορεινά και ημιορεινά ήταν ο τρόπος με τον οποίο αυτή διευκολύνθηκε από την «κολομβιανή ανταλλαγή», που περιλάμβανε την εισαγωγή φυτών από την αμερικάνικη ήπειρο. το καλαμπόκι είχε το πλεονέκτημα ότι δεν απαιτούσε πεδιάδες και μπορούσε να καλλιεργηθεί σε ορεινά περιβάλλοντα, αντίθετα με το σιτάρι και το κριθάρι, τα οποία αντικατέστησε ως πηγή υδατάνθρακα· έτσι, ο χυλός από καλαμποκένιο σιμιγδάλι (πολέντα) ήταν το «ψωμί του φτωχού» στη Βενετία. Αντίστοιχα, οι διάφοροι τύποι φασολιών, ή το φασολάκι, που διεύρυναν τα καλλιεργήσιμα είδη οσπρίων στη Μεσόγειο και ευδοκιμούσαν σε μεγαλύτερα υψόμετρα, μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη ζωική πρωτεΐνη των κτηνοτροφικών πληθυσμών που μέχρι πρότινος ζούσαν σε πεδιάδες.

Η τάση της μετακίνησης σε μεγαλύτερα υψόμετρα αντιστρέφεται κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όταν τα οικολογικά όρια των ορεινών περιβαλλόντων δεν επέτρεπαν περαιτέρω πληθυσμιακή ανάπτυξη, μια εξέλιξη που συνέπεσε με την επιστροφή της μεγάλης γαιοκτησίας στη Μεσόγειο και την ανάγκη ικανοποίησης των ευρωπαϊκών αγορών για βαμβάκι και σιτάρι – κάτι που δημιουργούσε ζήτηση για εργατικά χέρια στην πεδινή ύπαιθρο. Ο συνδυασμός δεδομένων από άλλες διαθέσιμες απογραφές της πρότερης βενετικής, και της κατοπινής βρετανικής, περιόδου επιβεβαιώνει με εντυπωσιακό τρόπο το μεγάλο σχήμα σε σχέση με ολόκληρη τη Μεσόγειο. Για αυτόν τον σκοπό χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από τη βενετική απογραφή φραγκομάτων του 1565,46 τη φορολογική απογραφή του 1572, την απογραφή αρρένων του 1831, και τις βρετανικές απογραφές του 1881 και του 1931. Ο υπολογισμός του σταθμισμένου χωρικού μέσου για την κάθε απογραφή, δηλαδή, το κέντρο βάρους του πληθυσμού, αποτυπώνει ξεκάθαρα μια μετακίνηση προς τα νοτιοδυτικά ορεινά μεταξύ του 1565 και του 1572, με τις κατοπινές απογραφές να δείχνουν την επιστροφή των πληθυσμών σχεδόν στο ίδιο σημείο από το οποίο έφυγαν τρεις αιώνες νωρίτερα (Χάρτης 2). Η πλήρης κατανόηση του φαινομένου προϋποθέτει την επεξεργασία δεδομένων τόσο πριν από το 1565, όσο και κατά την ενδιάμεση περίοδο του 17ου και του 18ου αιώνα.

Μια άλλη τάση που απαιτεί ερμηνεία είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους της οικονομίας από τα δυτικά προς τα ανατολικά με περισσότερες, αλλά πιο περιορισμένες, συσσωματώσεις. Εύκολα θα μπορούσε να προταθεί η ερμηνεία ότι αυτό οφείλεται στον δυτικό προσανατολισμό της βενετικής οικονομίας, σε αντίθεση με την οθωμανική, η οποία κοιτούσε προς την Ανατολή. Αυτό το συμπέρασμα είναι παραπλανητικό. Μία από τις ευρύτερες ρήξεις που συνέπεσε με την άφιξη των Οθωμανών στην κύπρο ήταν το τέλος του δρόμου των μπαχαρικών, αφού οι πορτογάλοι πλέον είχαν ανακαλύψει εναλλακτικές ρότες έχοντας κάνει τον περίπλου της Αφρικής. Οι δεσμοί μεταξύ Δαμασκού και Αμμοχώστου, τους οποίους τροφοδοτούσαν οι δρόμοι των μπαχαρικών, είχαν πια εξασθενίσει τον 17ο αιώνα. Θα μπορούσε, μάλιστα, να υποστηριχθεί πως η Κύπρος ήταν πιο συνδεδεμένη με την Ανατολή πριν την οθωμανική κατάκτηση παρά μετά.

Η αυξανόμενη σημασία της Μεσαορίας και των περιοχών γύρω από τη Λάρνακα είναι αποτέλεσμα της μετακίνησης του κυρίως εμπορικού λιμανιού της Κύπρου από την Αμμόχωστο στη Λάρνακα

Σε τι οφείλεται, λοιπόν, η μετατόπιση του κέντρου βάρους της κυπριακής οικονομίας προς τα ανατολικά; Η αυξανόμενη σημασία της Μεσαορίας και των περιοχών γύρω από τη Λάρνακα είναι αποτέλεσμα της μετακίνησης του κυρίως εμπορικού λιμανιού της Κύπρου από την Αμμόχωστο στη Λάρνακα, κάτι το οποίο οφείλεται τόσο στην παρακμή της πρώτης – δεδομένου και του κλεισίματος του δρόμου των μπαχαρικών μέσω της Δαμασκού, ο οποίος τροφοδοτούσε το μεσαιωνικό μεγαλείο της ανατολικότερης πόλης της Κύπρου. Παράλληλα, η αύξηση της σημασίας των τσιφλικιών ως μεγαλύτερων μονάδων με πολυκαλλιεργητικά χαρακτηριστικά σήμαινε ότι η πεδιάδα της Μεσαορίας αποτέλεσε πυρήνα συγκέντρωσης τσιφλικιών, τα οποία σε μεγάλο βαθμό ανήκαν σε Ευρωπαίους προστατευόμενους κατοίκους της Λάρνακας. Το ερώτημα γιατί το οικονομικό κέντρο μετατοπίζεται από την οροσειρά του Τροόδους απαιτεί μια εξήγηση, η οποία θα πρέπει να αναζητηθεί στη δημογραφία και στο ότι το 1572 σχεδόν ταυτίζονται το πληθυσμιακό με το οικονομικό κέντρο. Αυτό ενδεχομένως να ήταν και συγκυριακό φαινόμενο λόγω του πολέμου του 1570/71.

1. Εξώφυλλο Scaled

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News


Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy