Ποίηση Άγι Χαραλαμπίδη: Αναζήτηση της ομορφιάς στην αρμονία

Ανοιχτός Ορίζοντας

Ποίηση Άγι Χαραλαμπίδη: Αναζήτηση της ομορφιάς στην αρμονία

Συμμαθητές, φίλοι, συνάδελφοι στα νεανικά μας χρόνια, έφυγε για σπουδές στην Αγγλία, γύρισε διευθυντής επιχειρήσεων, μπήκε σ’ άλλον κόσμο, χαθήκαμε. Βρεθήκαμε μέσω των ποιημάτων μας, μετά από πενήντα τόσα χρόνια, και μου ’δωσε τις δυο ποιητικές συλλογές που έχει εκδώσει (Βηματισμοί, 2010, και Δειλινές ανταύγειες, 2017), άλλες μένουν ακόμη στα συρτάρια. Η ποιητική φλέβα που κουβαλούσε από τη γιαγιά Αρσινόη Οικονομίδου, δασκάλα και ποιήτρια, αντάρτισσα στην εποχή της μες στ’ αμπέλια του Άρσους, έκαιε μέσα του όλα τα χρόνια της εξοντωτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Κι ήταν καταφυγή του η επαφή με την ποίηση. Διάβαζε ποίηση, έγραφε ποιήματα και τα ’βαζε στα συρτάρια, κάποια έστελνε σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Αυτή ακριβώς την ποιητική φλέβα πιάνεις αμέσως στους στίχους του, στο αρμονικό τους δέσιμο σ’ ένα λόγο μουσικό, λιτό κι απέριττο: «Όμορφο /κι ας είναι κουρασμένο/ τ’ αυγινό φεγγάρι / έτσι καθώς επιστρέφει λαμπερό / από ταξίδι μακρινό / στης νύχτας το σκοτάδι». Κι αλλού: «Οι νότες φεύγουν / σαν αντάρτισσες γλιστρούν / μέσ’ από το ξεχασμένο μαντολίνο / […] να κάνουν πιότερο αισθητή / πιο έντονη τη μουσική συνέχεια της ζωής / κι ας είναι πια κοντά το πλήρωμα του χρόνου». Το πλήρωμα του χρόνου, το τέλος που έρχεται, το νιώθει ως άνθρωπος, το πλησιάζει όμως ποιητικά, κι υπερβαίνει το φόβο του θανάτου, αντλώντας από την αισθητική της ζωής: «Το ταξίδι του ήλιου τελειώνει όπου να ’ναι / παρηγοριά ωστόσο το λυκόφως˙ / δίνει ανάσα, δίνει ελπίδα / […] Ένα πολύτιμο δώρο του ήλιου / ένα χαμόγελο απ’ το χρόνο / μια καλησπέρα στη νύχτα / που αναπόφευκτα πλησιάζει».

Η αισθητική της ζωής για τον Άγι Χαραλαμπίδη εστιάζει σ’ ένα είδος αρμονίας του κόσμου που ή την αναζητά ή διαισθητικά την πιάνει απ’ τη μασχάλη. Σε «ώρα σιωπής»: «Τα χρώματα άψογα συμπυκνωμένα / η θάλασσα, ο ουρανός, η γη / σε απόλυτη ισορροπία˙ / ηρεμία τριγύρω, ομορφιά». Και κτίζει αυτήν αρμονική ομορφιά με στιγμές που πιάνει σκόρπιες το μάτι του ποιητή «σ’ ένα παιδικό χαμόγελο / σ’ ένα ανθισμένο λουλούδι / στο σκυλί που ακατάπαυστα κουνά την ουρά του / στη γάτα που νίβεται ποζάροντας / στη μέλισσα που είναι βυθισμένη στη γύρι / στο πουλάκι που κελαηδεί / στον ώριμο καρπό που κρέμεται στο δέντρο / σε μια καλημέρα». Συναθροίζοντας σε πυκνή διαδοχή τέτοιες στιγμές, φτιάχνει το αίσθημα της ευτυχίας. Τέτοιες φευγαλέες στιγμές ομορφιάς, που πιάνει θαρρείς στον αέρα δημιουργώντας ένα τρυφερό αίσθημα ευφορίας, συναντούμε επίσης στα εξαίσια 15+5 Χαϊκού (στη συλλογή Βηματισμοί): «Αίφνης μέγα φως / άπλετο γέμισ’ η γης / κρίνα κι ομορφιά». «Λάμψη στα μάτια / η αγάπη στην καρδιά / σαν φως του ήλιου». «Το κυκλάμινο / διαφεντεύει το βράχο / πάνω στο κύμα». «Ένα κοράλλι / στης θάλασσας τα βάθη / το θαύμα υμνεί».

Την απόλυτη ομορφιά, την Αφροδίτη, που τελικά υπάρχει ίσως μόνο στην ποίηση, τη θέλει ο ποιητής όπως και είναι- αθέατη στους πολλούς; «Με τα κατάλληλα σύνεργα / όσοι τα διαθέτουν / αυτοί μονάχα / θα μπορούν να την κοιτάνε˙ / αυτοί μονάχα την ασύγκριτη ομορφιά της / να χαίρονται». Κι είναι η ποίηση, για τον Άγι Χαραλαμπίδη, μια διαδικασία, «ένα έργο ζωής», ένα ψηφιδωτό όπου ο δημιουργός προσθέτει ψηφίδες «όσο υπάρχει ακόμα φως», ένα ψηφιδωτό που η ομορφιά του, «η ταυτότητά του», είναι «ο τρόπος / που θα μπούνε οι ψηφίδες / το χρώμα που θα επιλέξεις/ το μέγεθος / η ποιότητα της πέτρας / το σχήμα, το πάχος, η επιφάνεια / ο αριθμός των ψηφίδων / ο χρόνος, η επιμονή»… Είναι η πνοή που έχουν αποκτήσει πια οι ψηφίδες -λέγε τα ποιήματα- μέσα στη σύνθεση του δημιουργού, είναι η ψυχή τους.

«Σ’ ένα κόσμο / που μοιάζει ποτάμι χωρίς επιστροφή», τον κυνηγά, όπως τον Καβάφη, «η αίσθηση του κατεπείγοντος / η έντονη ανησυχία για πράγματα / που ίσως μείνουν ημιτελή». Και, με ύφος που θυμίζει Καβάφη, αναπολεί τη νεότητα στη φωνή από το τηλέφωνο «φίλου από τα παλιά» που: «στο άκουσμά της σκίρτησε η καρδιά / γλίστρησε απ’ το λήθαργο η μνήμη/ κι άρχισαν ένα ένα τα κεράκια / ν’ ανάβουνε και πάλι˙ / του χρόνου να φωτίζουνε / τ’ αραχνιασμένα κόλπα / που τη ζωή μου κράταγαν σαν όμηρο / τόσον καιρό». Και, συντροφιά με τον Καβάφη, αναδεικνύει την ανθρώπινη άγνοια παιγνιδίζοντας πάνω στο «ανέγνων, έγνων, κατέγνων» του Ιουλιανού και την απάντηση του Μεγάλου Βασιλείου «ανέγνως αλλ’ ουκ έγνως, ει γαρ έγνως ουκ αν κατέγνως»: «Αν ήξερες / πόσα δεν ξέρεις / που δεν ξέρεις πως δεν ξέρεις/ κι όμως νομίζεις πως τα ξέρεις…»

Χρυσόστομος Περικλέους

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy