Σημεία κοινού/Ορίζοντας
Η ποιητική εκδοχή της εποχής του Ανθρωπόκαινου
Υπερκαινοφανής δηλαδή Super Nova είναι ο τίτλος που επέλεξε ο Κύπριος ποιητής Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου για τη δεύτερη ποιητική του συλλογή το 2017. Πέντε χρόνια αργότερα ονομάζει Ανθρωπόκαινο την τρίτη δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση σε τιτλοφορήσεις από το χώρο των θετικών επιστημών και μάλιστα εκείνων που μελετούν είτε το Σύμπαν στο απέραντο και εν πολλοίς άγνωστο διάστημα είτε τη γεωλογική ιστορία και το ανθρώπινο αποτύπωμα στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν.
[…] Ένας μεγάλος αριθμός ποιημάτων φέρει ως τίτλους γεωλογικούς όρους ή λέξεις σχετικές με τη γεωλογία ενώ και η δεύτερη ενότητα τιτλοφορείται «Η στρωματογραφία μου» μεταφέροντας στο άτομο-ανθρώπινο ον-ποιητική φωνή μια γεωλογική έννοια, ταυτίζοντας την ατομική μικρο-ιστορία με την ανθρώπινη μακρο-ιστορία. Σε μεγάλο βαθμό, εξάλλου, αυτή η αρχή, θα την ονόμαζα ένα είδος αντικειμενικής συστοιχίας στηρίζει ολόκληρη τη συλλογή. Το ανθρώπινο ζώο αποτελεί μέρος αυτής της γεωμορφολογίας και στην ανθρωπόκαινο ρυθμιστής των μεταβολών της καθεμιά από τις οποίες αντανακλά στο ανθρώπινο ζώο γενικά και ειδικά σε αυτό που αυτοορίζεται στη συλλογή ως ποιητική φωνή. Το βιογεωδυναμικό σύστημα της γης διαρκώς σε μεταβολές αντανακλά στον εσώτερο εαυτό.
[…] Η αναδίφηση της γεωλογίας του πλανήτη μπορεί να διαστείλει τα όρια του ποιητικού λόγου για τον Παπαγεωργίου εάν υπάρξει η σύνδεση που παραπάνω ανέφερα και που προοδευτικά αρχίζει να γίνεται προφανής στο τρίτο ποίημα «Εκρηξιγενή πετρώματα» ενώ στην άκρη της πορείας βρίσκεται ο Homo sapiens στο ομώνυμο ποίημα και η ανάγκη να χαρτογραφηθεί ως παρουσία («Terra incognita»). Παράλληλα, ολοένα και περισσότερο η συλλογή από τη γεωλογική στρωματογραφία περνά στα ανθρώπινα όντα και στρέφεται προς την παν-ανθρώπινη εμπειρία. Εδώ προβάλλεται η έννοια της ισότητας μέσω του προσφυγικού και μεταναστευτικού. Στη βάση της ανθρωπινότητας που προκύπτει από την κοινή ρίζα όλων των ανθρώπινων ζώων τα ποιήματα «Δεκαπενταύγουστος» και «Θρησκειολογία» προβάλλουν ως εμπόδια της προσέγγισης ανάμεσα σε ανθρώπους θρησκείες και θεσμούς. Οι ομόκεντροι αυτοί κύκλοι καταλήγουν στο χώρο του ατομικού «Γενοκτονία», «φαΛΛός (Ι, ΙΙ)» όπου τίθεται η προβληματική του φύλου και της αρρενωπότητας όπως είναι κοινωνικά συγκροτημένη. Η αμφισβήτησή της συμπυκνώνεται στη σχέση με το Γένος (=βιολογικό φύλο) και κυρίως συμπυκνώνεται στο φαλλικό σύμβολο «εγκάθετη εξουσία». Η θεματική φύλου και σεξουαλικότητας επανέρχεται και σε επόμενα ποιήματα ενώ δεν απουσιάζει η κοινωνική κριτική ( «The bystander effect», «Νυχτερινό δελτίο ειδήσεων», ποιήματα που ωστόσο παρά την πρωτοτυπία της γραφηματικής οργάνωσης -το πρώτο με αλφαβητική ακροστιχίδα και το άλλο σε στήλες λέξεων- δεν αποφεύγουν την κοινοτοπία της θεματικής που η παράθεση την επιβαρύνει περισσότερο χωρίς να υπάρχει, έστω, η εύφλεκτη συνθηματολογία).
Πολλά από τα ποιήματα είναι συνδεδεμένα με την Κύπρο και οι συγκεκριμένες τοπικές αναφορές στο τέλος κάθε ποιήματος λειτουργούν ως τοπόσημα της ποιητικής απαρχής, ως μνήμες και ως νήμα σύνδεσης του ατόμου με τον τόπο/χώρα/πατρίδα του. Η πατρίδα αυτή ανιχνεύεται αρχικά ως έδαφος με την ιδιαίτερη μορφολογία του αλλά γρήγορα αναδύεται ο συναισθηματικός δεσμός. Η υψηλής θερμοκρασίας συγκίνηση στα ποιήματα «Εξαφάνιση», «Πράσινη Γραμμή», «Πρωταπριλιάτικο ψέμα», «Κύκνοι» κ.ά. οφείλεται στη στροφή προς το κυπριακό τραύμα «της τελευταίας μοιρα||σμένης πρωτεύουσας της Ευρώπης». Η ντοπιολαλιά που εντίθεται σε ποιήματα με διαλογικό χαρακτήρα δεν ξενίζει και επιτείνει τη συγκίνηση από την έκθεση του τραύματος.
Στο ποίημα «Σκωρία» συναιρούνται σχεδόν όλα τα παραπάνω: «Ένα βουνό μετακινείται/ κατά τις επιταγές της σύγχρονης μεταλλουργίας//Έντζε σκάφκουσιν γαλαρίες πιον/ταράσσει ο εκσκαφέας το βουνόν/για να ‘ρουσιν το μέταλλον. Μου’πε ένας γέροντας στον λόφο του Προφήτη Ηλία απέναντι//Είμαι κιόλας σαράντα/πού κείτεται η αρχαία σκουριά μου να την κοιτάξω/χωρίς φόβο, χωρίς ενοχή;/»
Η δεύτερη ενότητα «Η στρωματογραφία μου» στρέφεται πλέον στη διερεύνηση του παρελθόντος και του εαυτού, τον ορυκτό πλούτο του ατόμου με παρόντα τα ίδια υλικά της πρώτης ενότητας και μάλιστα με εντονότερη προβολή του ρόλου της ποίησης. Ο εξομολογητικός χαρακτήρας χωρίς μελοδραματισμούς αλλά με την απόσταση του χρόνου περιλαμβάνει ποιήματα αφήγησης τραύματος: ο χλευασμός και η κακοποίηση στα σχολικά χρόνια (bullying) λόγω διαφορετικότητας, συνειδητοποίηση της σεξουαλικότητας («Χαλαζίας», «Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση»), η οικογενειακή ιστορία, ο εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και η αποτυχία, όλη η στρωματογραφία που καταλήγουν στη διαμόρφωση του έμφυλου εαυτού.
[…] Μερικά άλλα ποιήματα εντούτοις χαρακτηρίζονται από υψηλού βαθμού συγκινησιακό φορτίο συχνά συνδυασμένα με ιδιαίτερη επεξεργασία. Κυρίως τέτοια είναι όσα θεματοποιούν τη διαπραγματεύσιμη και ρευστή ανδρική ταυτότητα την οποία ανατέμνει ο Παπαγεωργίου εξετάζοντας τη δική του αρρενωπότητα και τους όρους συγκρότησής της (οικογένεια, σχολείο, στρατός): «Ανδρική γραφή» (η σφυρηλάτηση του ανδρισμού συνδυαστικά με το έθνος στο στρατό), «Αναπαραγωγή» (η πατρότητα του ποιήματος σε αντίθεση με την πιθανή στειρότητα τεκνογονίας). «Κούκλες Ι, ΙΙ»: «Μου την έδωσε ανά χείρας/εγώ την άγγιξα/τρομαγμένος, τρεμάμενος/λες και ακουμπούσα ένα ηλεκτροφόρο/ή κάτι μολυσματικό/μα ήταν απλώς μια κούκλα/μια πλαστική κούκλα με ξανθά μαλλιά/εγώ απλώς ένα παιδί/παρ’ όλα αυτά αγόρι/αυτή ήταν η ξαδέρφη/παρ’ όλα αυτά αδερφή/παίζαμε μαζί τους κρυφά/μην με πει κανείς αδερφή./»…
Βαρβάρα Ρούσσου
Αποσπάσματα από κείμενο που δημοσιεύτηκε αρχικά στον www.oanagnostis.gr
