Η θέσπιση εθνικού κατώτατου µισθού δεν µπορεί να γίνει ανεξάρτητα από τη στήριξη της συλλογικής σύµβασης εργασίας
Το υφιστάµενο καθεστώς κατώτατου µισθού στην Κύπρο παρέχει προστασία σε εννέα µόνο ευάλωτες επαγγελµατικές οµάδες και από τον Ιανουάριο του 2020, µετά από σχετική συµφωνία των κοινωνικών εταίρων του κλάδου, σε άλλες 13 οµάδες της ξενοδοχειακής βιοµηχανίας. Σε αντίθεση µε το υφιστάµενο καθεστώς, η επιδιωκόµενη θέσπιση του εθνικού κατώτατου µισθού επεκτείνει την ελάχιστη µισθολογική προστασία σε όλους τους µισθωτούς σε όλες τις οικονοµικές δραστηριότητες.
Η συζήτηση για την προοπτική µεταρρύθµισης του καθεστώτος του κατώτατου µισθού ξεκίνησε στην τρέχουσα οικονοµική συγκυρία επειδή τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα µετά από την κρίση του 2013-2015, προχώρησε η απορρύθµιση και η υποβάθµιση της εργασίας, µε αποτέλεσµα να εγκατασταθεί ένα νέο καθεστώς διανοµής του παραγόµενου πλούτου που δίνει ένα σηµαντικά µεγαλύτερο µερίδιο στις επιχειρήσεις (κέρδη) και µικρότερο στους εργαζόµενους (µισθούς)*. Αυτή η διαρθρωτική αλλαγή συντελέστηκε µε τη µείωση των αµοιβών των εργαζοµένων µε κύρια οχήµατα τη διάδοση νέων ευέλικτων µορφών απασχόλησης (π.χ. αύξηση της συγκεκαλυµµένης αυτοαπασχόλησης, αναγκαστικής µερικής απασχόλησης, εργασίας ορισµένης διάρκειας ή ορισµένου έργου κ.λπ.) και τη σηµαντική µείωση του ποσοστού των εργαζόµενων, των οποίων οι µισθοί καθορίζονται µέσα από συλλογικές συµβάσεις εργασίας (ΣΣΕ). Στο τέλος της δεκαετίας του 1990 το ποσοστό κάλυψης των εργαζόµενων από ΣΣΕ ήταν µεταξύ 75%-80%, αλλά σήµερα αυτό κυµαίνεται µεταξύ 40% και 45%.
Η θέσπιση του εθνικού κατώτατου µισθού αναµένεται να συµβάλει στην αύξηση των εισοδηµάτων των εργαζοµένων που βρίσκονται στον χαµηλόµισθο τοµέα και των ευάλωτων εργαζόµενων που στην πλειοψηφία τους είναι γυναίκες, νέοι, άτοµα µε αναπηρίες και µετανάστες. Αυτό όµως θα ισχύει στο βαθµό που θα ενσωµατώνει τα χαρακτηριστικά στα οποία αναφερόµαστε πιο κάτω. Και σε αυτά τα σηµεία είναι που πρέπει να επικεντρωθεί ο τριµερής κοινωνικός διάλογος, που τις επόµενες µέρες αναµένεται να µπει στα βαθιά.
Αυτό που δεν µπορεί να κάνει ο εθνικός κατώτατος µισθός είναι να συµβάλει στη γενική ανάκαµψη των εισοδηµάτων των εργαζόµενων, στην αποκατάσταση της ευηµερίας και αξιοπρέπειας του συνόλου των εργαζοµένων. Αυτό θα επιτευχθεί όταν επανέλθει η κατανοµή του εθνικού εισοδήµατος στο πρότερο και δικαιότερο επίπεδό της. Ο εθνικός κατώτατος µισθός µπορεί να βοηθήσει στην ανάκτηση µέρους µόνο των χαµένων εισοδηµάτων τους. Οι εργαζόµενοι ως συλλογικότητα θα µπορέσουν να ανακτήσουν το υπόλοιπο και ίσως µεγαλύτερο µέρος µόνο µέσα από την επέκταση της κάλυψης από συλλογικές συµβάσεις εργασίας. Να γιατί η συζήτηση για τον εθνικό κατώτατο µισθό δεν µπορεί να γίνεται ανεξάρτητα από τη συζήτηση για την αναγκαιότητα στήριξης της συλλογικής σύµβασης εργασίας.
* Η Έκθεση για την Οικονοµία και την Απασχόληση του ΙΝΕΚ-ΠΕΟ αναλύει κάθε χρόνο αυτές τις εξελίξεις. Η Έκθεση για το 2021 δηµοσιεύτηκε στις 16/2/2022 και είναι αναρτηµένη στις ιστοσελίδες του Ινστιτούτου.
Πώς εφαρμόζεται στην Ευρώπη
Ο κατώτατος μισθός έχει συλληφθεί ως ένα εργαλείο μισθολογικής προστασίας για ευάλωτες ομάδες εργαζόμενων που θα εμποδίζει τη διολίσθησή τους στην ακραία φτώχεια. Επειδή κανένα κράτος που θέλει να χαρακτηρίζεται κοινωνικό δεν μπορεί να εξαντλεί την προσπάθειά του μόνο στην αποτροπή της ακραίας φτώχειας, ο εθνικός κατώτατος μισθός δεν μπορεί να είναι και δεν πρέπει να μετατραπεί στον κυρίαρχο μηχανισμό καθορισμού των μισθών των εργαζόμενων. Ο πιο αποτελεσματικός και δικαιότερος μηχανισμός παραμένει η ΣΣΕ. Δηλαδή θα πρέπει να επιδιώξουμε τη θέσπιση ενός καθεστώτος εθνικού κατώτατου μισθού που θα λειτουργεί συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά έναντι των κατώτατων μισθών που καθορίζονται μέσα από κλαδικές ΣΣΕ. Αυτή τη ζωτικής σημασίας σχέση αναγνωρίζει το σχέδιο οδηγίας της Ε.Ε. για τους «επαρκείς κατώτατους μισθούς». Γι’ αυτό, πέραν από τη θέσπιση ενός ενιαίου δεσμευτικού πλαισίου που θα πρέπει τα κράτη-μέλη να ακολουθούν για έναν «επαρκή εθνικό κατώτατο μισθό», το σχέδιο οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να παίρνουν συγκεκριμένα μέτρα στήριξης της ΣΣΕ, ώστε το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από ΣΣΕ να υπερβαίνει το 80%.
ΕΚΜ χωρίς εξαιρέσεις
Η θέσπιση του εθνικού κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδευτεί με ρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν ότι σε κλάδους της οικονομίας που εφαρμόζονται κλαδικές ΣΣΕ (π.χ. στην οικοδομική και την ξενοδοχειακή βιομηχανία) ο κατώτατος μισθός δεν θα είναι χαμηλότερος του προβλεπόμενου από την κλαδική ΣΣΕ.
Το νέο καθεστώς εθνικού κατώτατου μισθού δεν χωρεί εξαιρέσεις, τουλάχιστον όχι αυτές που προτείνει η κυβερνητική πλευρά. Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν υφίστανται τέτοιες εξαιρέσεις. Ούτε το σχέδιο οδηγίας – πλαίσιο της Ε.Ε. προβλέπει τέτοιες εξαιρέσεις. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα αναγκαστεί να αναιρέσει ρυθμίσεις που εξαιρούν κάποιες οικονομικές δραστηριότητες, επειδή σε αυτές π.χ. συγκεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά μετανάστες εργαζόμενοι. Είναι κατανοητό ότι κάποιες δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα η παροχή φροντίδας από οικιακούς εργαζόμενους, θα βρεθούν μπροστά από μεγάλες προκλήσεις προσαρμογής επειδή εδράζονται σε ένα ήδη μη βιώσιμο και καθόλου λειτουργικό σύστημα φτηνής εργασίας μεταναστών. Αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τη συνολική μεταρρύθμιση του συστήματος παροχής φροντίδας με την επέκταση της κρατικής στήριξης.
Μηχανισμός αναθεώρησης
Είναι, τέλος, σημαντικό να δημιουργηθεί ένας αξιόπιστος μηχανισμός αναθεώρησης, παρακολούθησης και ελέγχου της αποτελεσματικότητας του εθνικού κατώτατου μισθού. Αυτός ο μηχανισμός πρέπει να είναι απαλλαγμένος από πολιτικές σκοπιμότητες. Δεν θα πρέπει, δηλαδή, η αναθεώρηση του ύψους του κατώτατου μισθού ή των επιμέρους ρυθμίσεων να εξαρτάται από την καλή ή κακή διάθεση της εκάστοτε κυβέρνησης ή από το εκάστοτε πολιτικό ισοζύγιο δυνάμεων.
Ένας τέτοιος μηχανισμός θα πρέπει κατά την άποψή μας να έχει δύο στοιχεία:
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να προβλέπει την τακτική αναθεώρηση του ύψους του κατώτατου μισθού σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες ρυθμίσεις του συστήματος Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ).
Κατά δεύτερο λόγο, η παρακολούθηση, ο έλεγχος της αποτελεσματικότητας και η διαπραγμάτευση ενδεχόμενων βελτιώσεων του συστήματος θα πρέπει να βρίσκεται στην αρμοδιότητα του εθνικού τριμερούς κοινωνικού διαλόγου (Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα) που θα υποστηρίζεται από μία μόνιμη επιτροπή εμπειρογνωμόνων.
Αναίρεση των στρεβλώσεων
Το ύψος του εθνικού κατώτατου μισθού που θα καθοριστεί, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι το ύψος του κατώτατου μισθού για τις εννέα επαγγελματικές ομάδες του υφιστάμενου καθεστώτος παραμένει καθηλωμένο για μία δεκαετία, όπως και τις αυξήσεις του πληθωρισμού, ιδιαίτερα του τελευταίου έτους. Επίσης, το ύψος του θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις σύγχρονες ανάγκες της εργαζόμενης οικογένειας και να στοχεύει στην πραγματική και ουσιαστική αύξηση των αμοιβών των εργαζόμενων που βρίσκονται στον χαμηλόμισθο τομέα και στην εξάλειψη του φαινομένου των εργαζόμενων φτωχών.
Επιπλέον, ο εθνικός κατώτατος μισθός πρέπει να καθοριστεί ως ωριαίος κατώτατος μισθός, ώστε να αναιρεθεί μία από τις στρεβλώσεις του υφιστάμενου καθεστώτος. Για την άρση των υπόλοιπων στρεβλώσεων του υφιστάμενου καθεστώτος θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας είναι 38 ώρες (όπως προβλέπεται από τις πλείστες ΣΣΕ) και ότι η υπερωριακή εργασία θα αμείβεται με την αναλογία 1 προς 1,5. Περαιτέρω, θα πρέπει να συμφωνηθούν οι ετήσιες αργίες και ο τρόπος αμοιβής τους σε περίπτωση εργασίας, όπως και το δικαίωμα όλων των εργαζόμενων σε 13ο μισθό.
Παύλος Καλοσυνάτος
∆ιευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου – ΠΕΟ
Πώς εφαρμόζεται στην Ευρώπη
Ο κατώτατος μισθός έχει συλληφθεί ως ένα εργαλείο μισθολογικής προστασίας για ευάλωτες ομάδες εργαζόμενων που θα εμποδίζει τη διολίσθησή τους στην ακραία φτώχεια. Επειδή κανένα κράτος που θέλει να χαρακτηρίζεται κοινωνικό δεν μπορεί να εξαντλεί την προσπάθειά του μόνο στην αποτροπή της ακραίας φτώχειας, ο εθνικός κατώτατος μισθός δεν μπορεί να είναι και δεν πρέπει να μετατραπεί στον κυρίαρχο μηχανισμό καθορισμού των μισθών των εργαζόμενων. Ο πιο αποτελεσματικός και δικαιότερος μηχανισμός παραμένει η ΣΣΕ. Δηλαδή θα πρέπει να επιδιώξουμε τη θέσπιση ενός καθεστώτος εθνικού κατώτατου μισθού που θα λειτουργεί συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά έναντι των κατώτατων μισθών που καθορίζονται μέσα από κλαδικές ΣΣΕ. Αυτή τη ζωτικής σημασίας σχέση αναγνωρίζει το σχέδιο οδηγίας της Ε.Ε. για τους «επαρκείς κατώτατους μισθούς». Γι’ αυτό, πέραν από τη θέσπιση ενός ενιαίου δεσμευτικού πλαισίου που θα πρέπει τα κράτη-μέλη να ακολουθούν για έναν «επαρκή εθνικό κατώτατο μισθό», το σχέδιο οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη θα πρέπει να παίρνουν συγκεκριμένα μέτρα στήριξης της ΣΣΕ, ώστε το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από ΣΣΕ να υπερβαίνει το 80%.
ΕΚΜ χωρίς εξαιρέσεις
Η θέσπιση του εθνικού κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδευτεί με ρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν ότι σε κλάδους της οικονομίας που εφαρμόζονται κλαδικές ΣΣΕ (π.χ. στην οικοδομική και την ξενοδοχειακή βιομηχανία) ο κατώτατος μισθός δεν θα είναι χαμηλότερος του προβλεπόμενου από την κλαδική ΣΣΕ.
Το νέο καθεστώς εθνικού κατώτατου μισθού δεν χωρεί εξαιρέσεις, τουλάχιστον όχι αυτές που προτείνει η κυβερνητική πλευρά. Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν υφίστανται τέτοιες εξαιρέσεις. Ούτε το σχέδιο οδηγίας – πλαίσιο της Ε.Ε. προβλέπει τέτοιες εξαιρέσεις. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα αναγκαστεί να αναιρέσει ρυθμίσεις που εξαιρούν κάποιες οικονομικές δραστηριότητες, επειδή σε αυτές π.χ. συγκεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά μετανάστες εργαζόμενοι. Είναι κατανοητό ότι κάποιες δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα η παροχή φροντίδας από οικιακούς εργαζόμενους, θα βρεθούν μπροστά από μεγάλες προκλήσεις προσαρμογής επειδή εδράζονται σε ένα ήδη μη βιώσιμο και καθόλου λειτουργικό σύστημα φτηνής εργασίας μεταναστών. Αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με τη συνολική μεταρρύθμιση του συστήματος παροχής φροντίδας με την επέκταση της κρατικής στήριξης.
Μηχανισμός αναθεώρησης
Είναι, τέλος, σημαντικό να δημιουργηθεί ένας αξιόπιστος μηχανισμός αναθεώρησης, παρακολούθησης και ελέγχου της αποτελεσματικότητας του εθνικού κατώτατου μισθού. Αυτός ο μηχανισμός πρέπει να είναι απαλλαγμένος από πολιτικές σκοπιμότητες. Δεν θα πρέπει, δηλαδή, η αναθεώρηση του ύψους του κατώτατου μισθού ή των επιμέρους ρυθμίσεων να εξαρτάται από την καλή ή κακή διάθεση της εκάστοτε κυβέρνησης ή από το εκάστοτε πολιτικό ισοζύγιο δυνάμεων.
Ένας τέτοιος μηχανισμός θα πρέπει κατά την άποψή μας να έχει δύο στοιχεία:
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να προβλέπει την τακτική αναθεώρηση του ύψους του κατώτατου μισθού σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες ρυθμίσεις του συστήματος Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ).
Κατά δεύτερο λόγο, η παρακολούθηση, ο έλεγχος της αποτελεσματικότητας και η διαπραγμάτευση ενδεχόμενων βελτιώσεων του συστήματος θα πρέπει να βρίσκεται στην αρμοδιότητα του εθνικού τριμερούς κοινωνικού διαλόγου (Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα) που θα υποστηρίζεται από μία μόνιμη επιτροπή εμπειρογνωμόνων.
Αναίρεση των στρεβλώσεων
Το ύψος του εθνικού κατώτατου μισθού που θα καθοριστεί, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι το ύψος του κατώτατου μισθού για τις εννέα επαγγελματικές ομάδες του υφιστάμενου καθεστώτος παραμένει καθηλωμένο για μία δεκαετία, όπως και τις αυξήσεις του πληθωρισμού, ιδιαίτερα του τελευταίου έτους. Επίσης, το ύψος του θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις σύγχρονες ανάγκες της εργαζόμενης οικογένειας και να στοχεύει στην πραγματική και ουσιαστική αύξηση των αμοιβών των εργαζόμενων που βρίσκονται στον χαμηλόμισθο τομέα και στην εξάλειψη του φαινομένου των εργαζόμενων φτωχών.
Επιπλέον, ο εθνικός κατώτατος μισθός πρέπει να καθοριστεί ως ωριαίος κατώτατος μισθός, ώστε να αναιρεθεί μία από τις στρεβλώσεις του υφιστάμενου καθεστώτος. Για την άρση των υπόλοιπων στρεβλώσεων του υφιστάμενου καθεστώτος θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας είναι 38 ώρες (όπως προβλέπεται από τις πλείστες ΣΣΕ) και ότι η υπερωριακή εργασία θα αμείβεται με την αναλογία 1 προς 1,5. Περαιτέρω, θα πρέπει να συμφωνηθούν οι ετήσιες αργίες και ο τρόπος αμοιβής τους σε περίπτωση εργασίας, όπως και το δικαίωμα όλων των εργαζόμενων σε 13ο μισθό.
Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy