Της Δρος Ανδρούλλας Ελευθερίου*
Την επαύριον κάθε εκλογικής αναµέτρησης, πολλώ µάλλον δε όταν αυτή αφορά την ανάδειξη του νέου Προέδρου ή της νέας κυβέρνησης ενός κράτους, κυριαρχεί το αίσθηµα της ελπίδας που γεννά η υπόσχεση της αλλαγής. Αν και τα πρώτα δείγµατα γραφής της νεοσύστατης κυβέρνησης Χριστοδουλίδη δεν έχουν ακόµη δοθεί, «αέρας ανανέωσης» φυσά και στο Υπουργείο Υγείας µε την πολύπειρη Πόπη Κανάρη να αναλαµβάνει το απαιτητικό χαρτοφυλάκιο σε µια κρίσιµη συγκυρία για το µέλλον του ΓεΣΥ και µε πολλά µέτωπα ανοικτά που ζητούν αποτελεσµατική διαχείριση.
Βρίσκω ιδιαίτερα ενθαρρυντικό πως ήδη από τις πρώτες δηµόσιες τοποθετήσεις της η υπουργός έχει επισηµάνει ως ξεκάθαρη προτεραιότητα των προωθούµενων πολιτικών της το θέµα της ποιοτικής αναβάθµισης των Υπηρεσιών Υγείας και της εισαγωγής προτύπων/µηχανισµών αξιολόγησής τους.
Προσέτι, οι κατευθύνσεις που δίνει η υπουργός επί του ζητήµατος, συµπλέουν απόλυτα µε τα όσα είχε εξαγγείλει προεκλογικά ο νυν Πρόεδρος στο πλαίσιο των προκαταρκτικών του θέσεων και της Εθνικής Στρατηγικής για την Υγεία, εντός των οποίων γινόταν ρητά λόγος για θέσπιση ποιοτικών κριτηρίων στην Υγεία και δηµιουργία του Εθνικού Κέντρου Κλινικής Τεκµηρίωσης.
To βαθιά προβληµατικό, και συχνά επονείδιστο, γεγονός πως η χώρα µας είναι εκ των ελάχιστων πλέον στην Ευρώπη που δεν έχει εξασφαλίσει στο αναµενόµενο επίπεδο και ενώ έχει τη δυνατότητα να το πράξει ότι η υγειονοµική φροντίδα που προσφέρεται στους ασθενείς είναι η καλύτερη δυνατή για τις ανάγκες τους (ποιότητα), παρέχεται στον κατάλληλο χρόνο και µε τον σωστότερο τρόπο (ασφάλεια) και µε στόχο τη βέλτιστη δυνατή έκβαση της υγείας τους (αποτελεσµατικότητα), είναι πλέον γνωστό τοις πάσι.
Αυτό που δεν έχει ίσως γίνει ευρέως αντιληπτό είναι πως η εφαρµογή τέτοιων προτύπων/µηχανισµών διασφάλισης ποιότητας στην υγεία δεν αποτελεί περιττή πολυτέλεια, αλλά απόλυτη αναγκαιότητα. […]
Είναι µονόδροµος χωρίς επιστροφή όχι µόνο η βελτίωση των υπηρεσιών υγείας, αλλά και η δυνατότητα συστηµατικού ελέγχου και αξιολόγησής τους, βάσει προκαθορισµένων διαδικασιών. Αν δε «µετράµε», µε πιο απλά λόγια τη φροντίδα υγείας, δεν είµαστε σε θέση να την αξιολογήσουµε ούτε ως καλή, ούτε ως ελλειµµατική. Η ανάπτυξη µιας «εργαλειοθήκης» για την αποτύπωση της υφιστάµενης κατάστασης σε νοσοκοµεία και µονάδες υγείας µε µετρήσιµους δείκτες θα συµβάλει αποφασιστικά στην προσπάθεια βελτίωσης των κενών, αφού θα καταδείξει πού υπάρχουν αδυναµίες και ποιες είναι οι παρεµβάσεις που πρέπει να γίνουν.
Γίνεται, συνεπώς, σαφές πως υπό την οµπρέλα του Εθνικού Κέντρου Κλινικής Τεκµηρίωσης, εάν και εφόσον οργανωθεί συντεταγµένα και µε χρηστή διοίκηση, θα είναι εφικτή η αντιµετώπιση πολλών προβληµάτων του τοµέα της Υγείας, λ.χ. µε τη µείωση των λιστών αναµονής, τη διάθεση περισσότερων θεραπειών και φαρµάκων στους ασθενείς, την αποφυγή των καταχρήσεων από πλευράς και ιατρών και ασθενών, την πιο εύρυθµη λειτουργία των µονάδων υγείας και τον εξορθολογισµό της χρήσης των δοµών τους, τη δηµιουργία πρωτοκόλλων και κατευθυντήριων γραµµών κ.λπ.
Οι λύσεις για τη βελτίωση της ποιότητας στις Υπηρεσίες Υγείας δεν είναι ούτε µονοσήµαντες, ούτε εύκολες. Η επιδίωξη και διασφάλιση της ποιότητας θα αναδείξει προβλήµατα στις δοµές, τις λειτουργίες και τις διαδικασίες, τα οποία απαιτούν εξειδικευµένη και µεθοδική αντιµετώπιση. Οι προσδοκίες, όµως, της κοινωνίας και οι απαιτήσεις για ποιότητα στην Υγεία είναι δίκαιες και θα αυξάνονται µε µαθηµατική ακρίβεια τα επόµενα χρόνια. Εκεί, λοιπόν, πρέπει να επικεντρωθεί το Υπουργείο και να δράσει µε σπουδή, ώστε να µην επαναληφθούν οι παλινδροµήσεις και η ασυνεννοησία του παρελθόντος.
Η δηµοσιοποίηση της είδησης πως η υπουργός απέσυρε από τη Βουλή τρία κρίσιµα νοµοσχέδια σχετικά µε τον Συνήγορο του Ασθενή, την ίδρυση Αρχής Ασθενοφόρων και την ίδρυση Πανεπιστηµιακών Νοσοκοµείων για να τα µελετήσει πριν επανακατατεθούν στη Βουλή δείχνει πως υπάρχει κινητικότητα προς τη σωστή κατεύθυνση. Εµείς κρατάµε αυτό που πρόσφατα δήλωσε περί του θέµατος ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, ότι δηλαδή υπάρχουν σοβαρά προβλήµατα στην Υγεία που χρειάζονται θεραπεία και εκεί που θα κριθούµε όλοι είναι από την ποιότητα των προσφερόµενων υπηρεσιών.
*Ιολόγος BSC, MSc, PhD – Εκτελεστική διευθύντρια ∆ιεθνούς Οµοσπονδίας Θαλασσαιµίας (∆ΟΘ)
