Πραξικόπημα – Εισβολή : Δύο όψεις του ιδίου νομίσματος

15 Ιουλίου 1974:  Το φασιστικό πραξικόπημα ελλαδικής Χούντας και ΕΟΚΑ Β

Του Νίκου Κουζούπη

Συμπληρώνονται 43 χρόνια από το μαύρο καλοκαίρι του 1974, όταν ολοκληρώθηκε η ιμπεριαλιστική συνωμοσία σε βάρος της Κύπρου και του λαού μας, που στόχευε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην κατάλυση της κυπριακής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας του νησιού. Μια συνωμοσία που ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’50, που δεν μπόρεσε να τριχοτομήσει την Κύπρο το 1958, ούτε να την μετατρέψει σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο του ΝΑΤΟ με τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, γιατί απλούστατα τελικά δεν υλοποιήθηκε η μυστική Συμφωνία Κυρίων μεταξύ Καραμανλή – Μεντερές (υποβολή αίτησης και ένταξης της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και διατήρηση του ΑΚΕΛ εκτός νόμου).
Η νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία γίνεται μέλος του ΟΗΕ και εντάσσεται στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Η ανεξάρτητη πορεία της όμως από τα πρώτα ήδη βήματά της έδειξε ότι δεν θα ήταν μια απλή εξελικτική διαδικασία, αλλά θα διερχόταν μέσα από συμπληγάδες πέτρες. Μια πορεία την οποία δυσχέραιναν τα διαιρετικά σημεία του δοτού συντάγματος, οι ραδιουργίες και οι επιβουλές του αμερικανο-νατοϊκού ιμπεριαλισμού.
Το 1974 αποτελεί κομβικό σημείο στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, που ολοκλήρωσε μεν μια 14χρονη θυελλώδη πορεία συγκρούσεων και συνωμοσιών, αλλά συνάμα άνοιξε δε μια νέα σελίδα, η οποία για 43 τόσα χρόνια παραμένει ακόμα ανοικτή, με την ντε φάκτο διχοτόμηση και κατοχή δυστυχώς να εδραιώνεται και να παγιώνεται όχι μόνο επί εδάφους, αλλά και σε συνειδήσεις με προκάλυμμα εθνικιστικές κορώνες, που κάποιοι και στις δύο κοινότητες αφειδώλευτα χρησιμοποιούν.

 

Υποβαθμίζουν το προδοτικό πραξικόπημα
και προβάλλουν μόνο την εισβολή – κατοχή
Το δίδυμο έγκλημα του 1974 με την πάροδο του χρόνου και όσο απομακρυνόμαστε από εκείνα τα γεγονότα, κάποιοι συνειδητά θέλουν να το διαγράψουν, υποβαθμίζοντας όλο και περισσότερο το ένα μέρος (φασιστικό πραξικόπημα) και προβάλλοντας μόνο το δεύτερο (εισβολή – κατοχή). Σάμπως και εκείνο το Σάββατο της 20ής Ιουλίου 1974 ήταν κεραυνός εν αιθρία και σάμπως δεν προηγήθηκε απολύτως τίποτα. Σάμπως και η εισβολή ήταν αποτέλεσμα μόνο της τούρκικης επεκτατικής πολιτικής και δεν είχε καμιά σχέση με ιμπεριαλιστικές πλεκτάνες, ραδιουργίες και επεμβάσεις. Μια πολιτική που άρχισε να υλοποιείται με την πολιτική στέγαση που δόθηκε σε πραξικοπηματίες από τον Συναγερμό με την ίδρυσή του το 1976, για να ακολουθήσουν τα πολιτικά μνημόσυνα και η απόδοση τιμών σ’ αυτούς που κατέλυσαν τη Δημοκρατία, επιτιθέμενοι στο Προεδρικό Μέγαρο, ευρισκόμενοι τάχατες σε διατεταγμένη αποστολή.
Ταυτόχρονα, ισχυρισμοί του είδους «η δικτατορία στην Ελλάδα και το πραξικόπημα στην Κύπρο ήταν έργο ορισμένων “αφρόνων” αξιωματικών» ή «συνειδητή προδοσία του έθνους δεν υπήρξε, δηλαδή εθελούσια εν ψυχρώ διχοτόμηση της Κύπρου, αλλά εγκληματική ανικανότητα για εκτελεστικό απόσπασμα, γιατί πραξικοπηματικά ανατρέποντας τον Μακάριο προκάλεσαν έστω και ακούσια την τούρκικη εισβολή, όντες ανέτοιμοι να την αντιμετωπίσουν» ή «εντούτοις πρέπει να καθοριστεί δικαστικά και πολιτικά εάν (οι δικτάτορες) ήταν προδότες συγγνωστοί (δηλαδή εκ δόλου) όπως πολλοί τους αποκαλούν, προδοσία με τη λογική αυτή ήταν σίγουρα οι πράξεις τους, όμως δεν ήθελαν να καταλήξουν τα πράγματα εκεί που κατέληξαν» ή «αν ήταν ο Γ. Παπαδόπουλος, ο οποίος άρχισε να “πολιτικοποιεί” τη δικτατορία, δεν θα γινόταν πραξικόπημα γι’ αυτό και μεθοδεύτηκε το Πολυτεχνείο για ανατροπή του και επιβολή της χούντας Ιωαννίδη», πρέπει και να καταρρίπτονται και καθημερινά έχουμε υποχρέωση να επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα για τη διαπαιδαγώγηση των νεότερων γενεών.
Έτσι λοιπόν μεθοδικά καταβάλλεται προσπάθεια να απενοχοποιηθεί η αθηναϊκή χούντα, η οποία όμως από τις πρώτες μέρες της εγκαθίδρυσής της και μέχρι την πτώση της όχι μόνο έδειχνε προθέσεις, αλλά και με δράσεις αποσκοπούσε στην προώθηση με κάθε τίμημα αμερικανο-νατοϊκής έμπνευσης διχοτομικών σχεδίων για κατάλυση της κυπριακής ανεξαρτησίας και διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Μόλις ένα μήνα μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας επαναρχίζει ο ελλαδο-τουρκικός διάλογος με τη συνάντηση Γκούρα – Τσαγλαγιαγκίλ στο Λουξεμβούργο για εξεύρεση συμπεφωνημένης λύσης στο Κυπριακό στη βάση ανταλλαγμάτων όπως προνοούσε και το Σχέδιο Άτσενσον του 1964 (Διπλή Ένωση).

 

Πρώτες ανοικτές απειλές της χούντας
Οι πρώτες ανοικτές απειλές της χούντας προς τους Κυπρίους, που δείχνουν και τις προθέσεις της, γίνονται τον Ιούλιο 1967 με δήλωση κυβερνητικής πηγής στον ελεγχόμενο από τη δικτατορία αθηναϊκό Τύπο, που μεταξύ άλλων ανέφερε: «Όταν αρχίζουν εθνικοί αγώνες αποφασιστικής σημασίας, οι πρώται προσπάθειαι στρέφονται προς την εκκαθάρισιν του εσωτερικού μετώπου… Εις την περίπτωσιν της Κύπρου τα ανθενωτικά αυτά στοιχεία δεν είναι μόνον οι κομμουνισταί και οι συνοδοιπόροι… υπάρχει και μια κατηγορία, δήθεν ενωτικών, περιλαμβάνουσα όσους προβάλλουν τόσον ανεδαφικούς όρους και αποτρεπτικός προϋποθέσεις, ώστε η Ένωσις να καθίσταται προβληματική…».
Η αποτυχία των ελλαδο-τουρκικών συνομιλιών στον Έβρο (Σεπτέμβρης 1967) για επίτευξη συμπεφωνημένης λύσης στη βάση της Διπλής Ένωσης βασικά, ένεκα του ισοζυγίου δυνάμεων στην Κύπρο, οδήγησε στα γεγονότα της Κοφίνου και τελικά στο Σχέδιο Σάιρους Βανς που στόχευε να εξισορροπήσει τις ελλαδικές και τούρκικες στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο με την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας και τον αφοπλισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς.
Επομένως τα γεγονότα της Κοφίνου δεν πρέπει να αντικρίζονται ως ένα μεμονωμένο ή αποσπασματικό γεγονός, αλλά ως ένας βασικός κρίκος στην αλυσίδα των γεγονότων, που σχετίζονται με την υποταγή της χούντας στα αμερικάνικα κελεύσματα και τις προσπάθειες επίτευξης «συμπεφωνημένης» λύσης για το Κυπριακό, που να ικανοποιεί τα νατοϊκά σχέδια.

 

Πολιτική του εφικτού αντί του ευκταίου
Η μη αποδοχή από τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο της διάλυσης της Εθνικής Φρουράς, αλλά πολύ περισσότερο η διακήρυξη της πολιτικής του εφικτού στις αρχές του 1968 (δηλ. η εδραίωση της κυπριακής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας αντί του ευκταίου – της Ένωσης), η άρση αποκλεισμού των τ/κ θυλάκων, που δημιουργήθηκαν μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη 1963, καθώς επίσης και η έναρξη διακοινοτικών συνομιλιών, ουσιαστικά στη βάση των 13 Σημείων του 1963, έθεταν το Κυπριακό σε νέα βάση και εκτός των πλάνων για μετατροπή της Κύπρου σε αβύθιστο αεροπλανοφόρο.
Δεν είναι λοιπόν τυχαία η έναρξη της εφαρμογής του δόγματος της «στρατηγικής έντασης» με τη δημιουργία και δράση του «Εθνικού Μετώπου» (Μάρτης 1969 – Ιούνης 1970), που είχε τη στήριξη της απριλιανής δικτατορίας, έστω κι αν μερικοί υποστηρίζουν ότι τη στήριξη την παρείχε τάχατες μόνον ο σκληρός πυρήνας της χούντας. Η αποτυχία της δολοφονικής απόπειρας ενάντια στον Μακάριο τον Μάρτη του 1970 και η διάλυση του «Εθνικού Μετώπου» οδηγεί σε νέους σχεδιασμούς σε βάρος της Κύπρου και του λαού της που ολοκληρώθηκαν στα παρασκήνια της Εαρινής Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Λισαβόνα τον Ιούνιο 1971 με τη συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας (Ξανθόπουλου – Παλαμά και Ολτσάι).
Στη βάση των νέων σχεδιασμών οι «μητέρες πατρίδες» (Ελλάδα  και Τουρκία) θα επέβαλλαν στα «άτακτα παιδιά» (Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους) αυτά που θα αποφάσιζαν οι ίδιες αναφορικά με το μέλλον της Κύπρου. Έτσι ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος με δύο επιστολές του στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας υποδεικνύει την ανάγκη όπως η ε/κ πλευρά αποδεχθεί συγκεκριμένους όρους, διαφορετικά θα ληφθούν «πικρά μέτρα», ενώ τον Ιούλιο 1971 διατυπώνεται και επίσημα η «Θεωρία του Εθνικού Κέντρου» με στόχο την υπαγωγή της Κύπρου στο εθνικό κέντρο (υπό τις διαταγές της Χούντας) και σε εμπιστευτικά σημειώματα γίνεται λόγος για ανατροπή της νόμιμης Κυβέρνησης Μακαρίου.

 

Στην Κύπρο ο Γρίβας και η ίδρυση της ΕΟΚΑ Β
Η «στρατηγική της έντασης» λαμβάνει νέες διαστάσεις με την έλευση του Γρίβα στην Κύπρο τον Σεπτέμβρη 1971 και την ίδρυση της ανατρεπτικής ΕΟΚΑ Β και κορυφώνεται αρχές του 1972 με:
– τη ρηματική διακοίνωση της χούντας (Ιανουάριος 1972) για ανασχηματισμό της κυπριακής κυβέρνησης, ώστε να αντιπροσωπεύεται όλος ο «εθνικόφρονας» κόσμος και για περιορισμό του Μακαρίου στα θρησκευτικά του καθήκοντα,
– την αποτροπή πραξικοπήματος (μέσα Φεβρουαρίου 1972) με τη μεγαλειώδη λαϊκή κινητοποίηση έξω από την Αρχιεπισκοπή, – την προσπάθεια εκκλησιαστικού πραξικοπήματος από τους τρεις Μητροπολίτες.
Η αποτυχία της χούντας να πετύχει τους στόχους της δεν την αποθαρρύνουν, αλλά χρησιμοποιεί τον Γρίβα και την ΕΟΚΑ Β, που χρηματοδοτεί και εξοπλίζει ποικιλότροπα για συνέχιση της ανατρεπτικής δράσης με ανατινάξεις αστυνομικών σταθμών, με απαγωγές πολιτικών προσώπων, με δολοφονίες απλών δημοκρατικών πολιτών, με σχεδιασμούς και απόπειρες δολοφονίας του Μακαρίου.
Επειδή συνέχεια λέγεται από υποστηρικτές του ότι τάχατες ο Γρίβας αν ζούσε δεν θα επέτρεπε να πραγματοποιηθεί πραξικόπημα στην Κύπρο, απλώς αναφέρουμε μόνο τρία από τα σχέδια πραξικοπηματικής ανατροπής της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο που έτυχαν επεξεργασίας από τον Γρίβα – το «ΑΠΟΛΛΩΝ» (09/72), το «ΝΙΚΗΣ» (07/73) και το «Σφενδόνη» (12/73).
Την ίδια στιγμή η προσπάθεια απενοχοποίησης της Χούντας για το πραξικόπημα στην Κύπρο και ότι τάχατες ο μόνος αίτιος ήταν ο παρανοϊκός Ιωαννίδης της ΕΣΑ, που ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο μετά το Πολυτεχνείο, καταρρίπτεται από τα ίδια τα γεγονότα, γιατί είναι τοις πάσι γνωστό ότι τα γενικά σχέδια ενός πραξικοπήματος στην Κύπρο είχαν διατυπωθεί και συζητηθεί από την ηγεσία της χούντας τουλάχιστον 23 μήνες πριν την πραγματοποίησή του.
Η χούντα με τον δικτάτορα Παπαδόπουλο παρέμενε σταθερή μέχρι τέλος στους σχεδιασμούς που συμφωνήθηκαν στα παρασκήνια της Εαρινής Συνόδου του ΝΑΤΟ στη Λισαβόνα το 1971, ακόμα και μετά την προσπάθεια για «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος με την κυβέρνηση Σπ. Μαρκεζίνη, ο οποίος επαναφέρει στο προσκήνιο ουσιαστικά την πρόταση για συμπεφωνημένη λύση στο Κυπριακό με την Τουρκία (δηλ. Ένωση με ανταλλάγματα), ενώ με τις προγραμματικές του δηλώσεις (Οκτώβρης 1973) υπογραμμίζει την πίστη του στη θεωρία του «Εθνικού Κέντρου», επαναλαμβάνοντας αναφορικά με το Κυπριακό ότι «ο ρόλος της Ελλάδος θα είναι ρόλος οδηγού και όχι ουραγού».
Όντως αποδείχθηκε ότι ο ρόλος της δικτατορίας ήταν οδηγός στη δημιουργία προϋποθέσεων για κατάλυση της κυπριακής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας, γιατί, σύμφωνα και με δηλώσεις του Γ. Καρούσου –διοικητή της ΕΟΚΑ Β, μετά το θάνατο του Γρίβα- σε συνέντευξή του μεταγενέστερα- ανέφερε ότι από τον Απρίλη 1974 είχε πληροφορηθεί για πραξικόπημα με ανάμειξη και της Τουρκίας και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που εγκατέλειψε.

 

Δούρειος ίππος της χούντας η ΕΟΚΑ Β
Η κυπριακή ακροδεξιά, θέλοντας να απενοχοποιήσει την ΕΟΚΑ Β από το βάρος του προδοτικού πραξικοπήματος και να αποσείσει από πάνω της τις ευθύνες για την κυπριακή τραγωδία, προωθεί τη θέση ότι παραμονές του πραξικοπήματος η ΕΟΚΑ Β ουσιαστικά δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει την όποια αξιόλογη δράση, γιατί ηγετικά στελέχη της είχαν συλληφθεί. Η ευθύνη όμως της ΕΟΚΑ Β και του ιδρυτή της, Γ. Γρίβα, δεν μπορεί να διαγραφεί και έγκειται στο γεγονός ότι αποτελούσαν τον δούρειο ίππο της Χούντας στην προώθηση σχεδίων σε βάρος της Κύπρου, προσπάθησαν να αποδυναμώσουν το εσωτερικό μέτωπο πάλης του λαού μας και να καταλύσουν το κράτος, προετοίμαζαν ψυχολογικά το κλίμα για το πραξικόπημα, αλλά κύρια τα μέλη και οι μηχανισμοί της συνέβαλαν στην επικράτηση του πραξικοπήματος, στη σύλληψη και βασανισμό δημοκρατικών πολιτών, στην τρομοκράτηση της τοπικής κοινωνίας και στην ψυχρή δολοφονία αντιστασιακών.
Το πραξικόπημα της 15ης του Ιούλη 1974 ήταν το ένα μέρος λοιπόν των σχεδιασμών για κατάλυση της κυπριακής ανεξαρτησίας, που άναψε το πράσινο φως για την ολοκλήρωση της προδοσίας με την τούρκικη εισβολή, που ακολούθησε πέντε μέρες μετά, με τους χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους, αιχμάλωτους, εγκλωβισμένους και πρόσφυγες, που ντε φάκτο διχοτόμησε την Κύπρο.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy