Προειδοποιεί ο ECDC: Αυξημένη δυνατότητα μετάδοσης του κορωνοϊού μεταξύ των παιδιών

“Σε περιοχές όπου ένα αυξανόμενο ποσοστό ενηλίκων εμβολιάζονται πλήρως κατά του COVID-19 αλλά όπου τα παιδιά δεν εμβολιάζονται, μπορεί να αναμένεται ότι τους επόμενους μήνες όλο και μεγαλύτερα ποσοστά αναφερόμενων περιπτώσεων SARS-CoV-2 θα είναι μεταξύ των παιδιών”, προειδοποιεί με σημερινή του έκθεση ο ECDC και προτείνει μια σειρά από μέτρα ενόψει της επόμενης σχολικής χρονιάς.

Αναλυτικά, ο  ECDC σε σημερινή του ειδική έκθεση για τη μετάδοση μεταξύ παιδιών καταγράφει ότι “έχει αναφερθεί αυξημένη δυνατότητα μετάδοσης σε όλες τις ηλικιακές ομάδες για SARS-CoV-2 μεταλλάξεις ανησυχίας (VOC), κυρίως για τη μετάλλαξη Delta”.

“Σε περιοχές όπου ένα αυξανόμενο ποσοστό ενηλίκων εμβολιάζονται πλήρως κατά του COVID-19 αλλά όπου τα παιδιά δεν εμβολιάζονται, μπορεί να αναμένεται ότι τους επόμενους μήνες όλο και μεγαλύτερα ποσοστά αναφερόμενων περιπτώσεων SARS-CoV-2 θα είναι μεταξύ των παιδιών”.

“Η πλειονότητα των μελετών που αναφέρονται σε αυτήν την έκθεση πραγματοποιήθηκαν πριν από την εμφάνιση και την ευρεία κυκλοφορία της παραλλαγής Delta. Αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την ερμηνεία των αναφερόμενων αποτελεσμάτων της μελέτης”.

Όπως αναφέρει, “τα παιδιά όλων των ηλικιών είναι ευαίσθητα και μπορούν να μεταδώσουν SARS-CoV-2. Οι περιπτώσεις SARS-CoV-2 σε μικρότερα παιδιά φαίνεται να οδηγούν σε περαιτέρω μετάδοση λιγότερο συχνά από τις περιπτώσεις σε μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες. Οι πρόσφατες αυξήσεις στο μερίδιο των περιπτώσεων που αναφέρθηκαν μεταξύ των παιδιών πιθανώς αντιπροσωπεύουν αυξημένη διαπίστωση των ήπιων περιπτώσεων.

Τα παιδιά ηλικίας μεταξύ 1-18 ετών έχουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά νοσηλείας, σοβαρές ασθένειες που απαιτούν εντατική νοσοκομειακή περίθαλψη και θάνατο από όλες τις άλλες ηλικιακές ομάδες, σύμφωνα με στοιχεία παρακολούθησης. Η ακριβής επιβάρυνση του COVID-19 και οι μακροπρόθεσμες συνέπειές της στον παιδιατρικό πληθυσμό δεν έχουν ακόμη καθοριστεί και αποτελούν προτεραιότητα για περαιτέρω έρευνα”, τονίζει ο ECDC.

Η γενική συναίνεση παραμένει ότι η απόφαση να κλείσουν τα σχολεία για τον έλεγχο της πανδημίας COVID-19 πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως έσχατη λύση. Οι αρνητικές φυσικές, ψυχικές και εκπαιδευτικές επιπτώσεις των προληπτικών σχολικών κλεισίματος στα παιδιά, καθώς και ο οικονομικός αντίκτυπος στην κοινωνία ευρύτερα, πιθανότατα υπερτερούν των οφελών”, αναφέρει ο ECDC.

“Δεδομένου του πιθανού συνεχιζόμενου κινδύνου μετάδοσης μεταξύ μη εμβολιασμένων παιδιών, είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρχει υψηλό επίπεδο ετοιμότητας στο εκπαιδευτικό σύστημα για το σχολικό έτος 2021/2022.

“Υπό το πρίσμα των κυκλοφορούντων μεταλλάξεων SARS-CoV-2 , συμπεριλαμβανομένου της Delta, οι συνδυασμοί μη φαρμακευτικών παρεμβάσεων (NPIs) με τη μορφή φυσικής απόστασης που εμποδίζουν το πλήθος καθώς και η υγιεινή και άλλα μέτρα για τη μείωση των κινδύνων μετάδοσης θα συνεχίσουν να είναι ουσιαστικά για τη μετάδοση στο σχολικό περιβάλλον”, τονίζει.

“Τα μέτρα πρέπει να προσαρμοστούν στα επίπεδα της κοινοτικής μετάδοσης SARS-CoV-2 καθώς και στο εκπαιδευτικό περιβάλλον και την ηλικιακή ομάδα”, διευκρινίζει.

“Η εφαρμογή μέτρων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη παροχής στα παιδιά ενός βέλτιστου μαθησιακού και κοινωνικού περιβάλλοντος, ενώ ταυτόχρονα μειώνει τους κινδύνους μετάδοσης”, σημειώνει το κέντρο.

“Είναι σημαντικό να καθιερωθούν στρατηγικές για τεστ σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα που στοχεύουν στην έγκαιρη δοκιμή συμπτωματικών περιπτώσεων για να διασφαλιστεί η απομόνωση των περιπτώσεων και η ανίχνευση και η καραντίνα των επαφών τους”, τονίζει ο ECDC.

“Όταν εντοπίζονται θετικά περιστατικά, το σχολείο θα πρέπει να ενημερώνεται, η ανίχνευση επαφών πρέπει να ξεκινά σύμφωνα με τις τοπικές οδηγίες και να πραγματοποιείται τεστ στενών επαφών, ιδανικά με γρήγορες διαγνωστικές εξετάσεις, αναφέρει.

Σύμφωνα με τον ECDC, “παρόλο που αποτελεί έσχατη λύση, το κλείσιμο σχολείων μπορεί να συμβάλει στη μείωση της μετάδοσης SARS-CoV-2, αλλά δεν επαρκεί για να αποτρέψουν την κοινοτική μετάδοση του COVID-19 ελλείψει άλλων μη φαρμακευτικών παρεμβάσεων και την επέκταση της κάλυψης εμβολιασμού”. “Η αποτελεσματικότητα του κλεισίματος του σχολείου φαίνεται να έχει μειωθεί στο δεύτερο κύμα σε σύγκριση με το πρώτο κύμα της πανδημίας COVID-19, πιθανώς εν μέρει λόγω καλύτερων μέτρων υγιεινής στο σχολείο”, καταλήγει.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy