Πύλα: Aγωνία Ε/κ και Τ/κ για τα προβλήματα που έφερε η πανδημία – Τι λένε οι δύο κοινοτάρχες

Η κοινότητα της Πύλας αποτελεί μία από τις πιο ευαίσθητες περιοχές της Κύπρου, όπου Ε/κ και Τ/κ ζουν μαζί και συνεργάζονται, δηλώνουν στη «Χ» οι δύο κοινοτάρχες Μυτίδης και Γκιουτέν

Του Κωστή Πιτσιλλούδη

Η Πύλα είναι μία κοινότητα απόδειξη της καλής συνεργασίας και συμβίωσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες της Κύπρου. Εν καιρώ πανδημίας και των αρνητικών επιπτώσεων που έχει επιφέρει σε κάθε κοινωνία, η Πύλα αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα, καθώς οι κάτοικοί της, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, αγωνιούν για τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αναφύονται από την υγειονομική κρίση.

Εκτός αυτών των παραμέτρων, οι δύο κοινοτάρχες της Πύλας, σε δηλώσεις τους στη «Χ», υπογραμμίζουν ότι υπάρχουν ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Τουρκοκύπριοι, λόγω της αποκοπής τους από συγγενείς και φίλους, αλλά και από τις εργασίες και την εκπαίδευσή τους. Παράλληλα, τονίζουν τα προβλήματα που γεννά το ίδιο το ιδιάζον «καθεστώς» της Πύλας, καθώς ένα τμήμα της κοινότητας δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά υπό τα Ηνωμένα Έθνη.

Σημειώνεται ότι η Πύλα χωρίζεται σε τρεις περιοχές: Στη Νεκρή Ζώνη, στην οποία κατοικούν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, στην περιοχή που βρίσκεται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας και μία περιοχή που βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των βρετανικών βάσεων.

 

Σίμος Μυτίδης: Επί καθημερινής βάσεως χρειάζεται να διατηρούνται οι ισορροπίες

«Η Πύλα πάντοτε είχε τις ιδιαιτερότητές της, καθώς επί καθημερινής βάσεως χρειάζεται να διατηρούνται οι ισορροπίες, μεταξύ των δύο κοινοτήτων», ανέφερε στη «Χαραυγή» ο Ελληνοκύπριος κοινοτάρχης της Πύλας, Σίμος Μυτίδης.

Υπογράμμισε ότι οι σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων είναι αρκετά καλές μεταξύ όλων των ηλικιακών ομάδων.

«Μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε ως σχέσεις κανονικότητας που μπορούν να παρατηρηθούν και σε όλες τις κοινότητες. Λόγω του μικρού πληθυσμού που διαμένει εντός της περιοχής της Νεκράς Ζώνης της κοινότητας, όλοι γνωρίζονται με όλους. Δεν θεωρώ ότι η πλειονότητα του χωριού επηρεάζεται από αυτό το γεγονός», εξήγησε.

Αναφερόμενος στα προβλήματα που έχουν προκύψει από την πανδημία, ο κοινοτάρχης τόνισε ότι προήλθαν κυρίως λόγω των διαταγμάτων που αφορούν τα οδοφράγματα.

«Είχαμε κάποια προβλήματα πέρσι τον Απρίλιο-Μάιο, όπου οι Τ/κ αρνήθηκαν να υποβληθούν σε τεστ κορονοϊού, από συνεργείο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Νομίζω η ενέργεια αυτή προήλθε κατόπιν πιέσεων από τις κατοχικές ‘‘αρχές’’», ανέφερε.

Έθιξε δε, το ζήτημα της ανομίας και των παράνομων δραστηριοτήτων που παρουσιάζονται στην κοινότητα και συγκεκριμένα εντός της περιοχής της Νεκράς Ζώνης.

«Υπάρχουν Ελληνοκύπριοι, που προβαίνουν σε παράνομες δραστηριότητες, με τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας να μην μπορούν να επέμβουν, καθώς ενοικιάζουν τουρκοκυπριακό υποστατικό και δεν έχουν τη δικαιοδοσία να εισέλθουν σε αυτό. Φυσικά, συμβαίνει το ίδιο φαινόμενο με αντίστροφους ρόλους, δηλαδή, δεν μπορεί να καταγγελθεί ένας Τουρκοκύπριος, ο οποίος ενοικιάζει ένα υποστατικό από Ελληνοκύπριο. Όταν δεν υπάρχει αστυνόμευση σωστή, αυξάνεται η παρανομία και η εγκληματικότητα, καθώς τα Ηνωμένα Έθνη που είναι υπεύθυνα για την περιοχή αυτή δεν μπορούν να επέμβουν», εξήγησε.
Ξεκαθάρισε ότι οι Τουρκοκύπριοι διαμένοντες στην Πύλα δεν πληρώνουν ηλεκτρισμό, σκύβαλα, νερό και κοινοτικές υπηρεσίες, λόγω της πολιτικής θέσης που ακολουθεί η Κυπριακή Δημοκρατία.

«Για την παροχή αυτών των υπηρεσιών, η Κυπριακή Δημοκρατία καταβάλλει χρονιαία κονδύλι προς την κοινότητα, το οποίο όμως δεν αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα τα έξοδα που επωμίζεται η κοινότητα. Για να μπορέσουμε να καλύψουμε τα έξοδα αυτά, αλλά και να ισορροπούμε τους ισολογισμούς μας, αναγκαζόμαστε να αυξήσουμε τη φορολόγηση».

Το γεγονός αυτό, πρόσθεσε, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν από την κυβέρνηση και να αυξήσει τις παροχές που δίνει στην κοινότητα, θεωρώντας ότι δεν ζητάνε κάτι περισσότερο από αυτό που δικαιούνται.

Πρόσθεσε ότι η Πύλα είναι μία από τις πιο ευαίσθητες περιοχές της Κύπρου και πρέπει οι κυβερνώντες να την προστατεύουν ως κόρη οφθαλμού.

Αναφερόμενος στα αναπτυξιακά έργα που προγραμματίζονται να ξεκινήσουν ή και να ολοκληρωθούν, ο κ. Μυτίδης γνωστοποίησε ότι εντός της περιοχής της Νεκρής Ζώνης συντελείται η ανάπτυξη της πλατείας και του πυρήνα του χωριού. Πρόσθεσε ότι αναμένεται και η ολοκλήρωση της τέταρτης φάσης του παραλιακού μετώπου στην τουριστική περιοχή, η οποία θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, χώρους στάθμευσης, ποδηλατοδρόμο μήκους 2,5 χλμ., αλλά και ανάπτυξη του παραλιακού δρόμου.

 

Βεϊσάλ Γκιουτέν: Μέσα από τα χρόνια έμαθαν και οι δύο κοινότητες να σέβονται η μία την άλλη και να εργάζονται μαζί

Από την πλευρά του, ο Τουρκοκύπριος κοινοτάρχης της Πύλας, Βεϊσάλ Γκιουτέν, τόνισε ότι μέσα από τα χρόνια έμαθαν και οι δύο κοινότητες να σέβονται η μία την άλλη και να εργάζονται μαζί. «Σε ατομικό επίπεδο, οι δύο κοινότητες ζουν αρμονικά. Συναναστρέφονται επί καθημερινής βάσεως, μέσω του εμπορίου, αλλά και μέσω των προσωπικών τους σχέσεων». Υπογράμμισε ότι λόγω του στάτους της Πύλας πρέπει να δουλεύουν μαζί τόσο σε ατομικό επίπεδο, όσο και σε διοικητικό.

«Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε θεωρώ ότι πρέπει να τα συζητάμε και να τα επιλύουμε μεταξύ μας, για να είμαστε όλοι ευτυχισμένοι σε αυτήν την όμορφη κοινότητα που ζούμε. Η άποψή μου αυτή δεν αφορά μόνο την Πύλα, αλλά ολόκληρο το νησί. Πρέπει να εργαστούμε μαζί, δημιουργώντας ένα καλύτερο μέλλον, τόσο για εμάς όσο και για τη νέα γενιά», πρόσθεσε.

Ερωτηθείς ποια προβλήματα δημιούργησε η πανδημία στην κοινότητα, ο κ. Γκιουτέν απάντησε ότι οι Τουρκοκύπριοι έχασαν πλήρως την επαφή τους με τα κατεχόμενα, για διάστημα πέραν των 100 ημερών.

«Ιδιαίτερα στις αρχές ήταν πολύ επώδυνο για όλους, καθώς άλλαξε την καθημερινότητά μας και την ψυχολογία μας, θεωρώ λίγο περισσότερο σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό του νησιού. Οι ‘‘αρχές’’ στα κατεχόμενα αποφάσισαν την απαγόρευση των Τ/κ της Πύλας προς τα κατεχόμενα, γεγονός που δημιούργησε πολλές δυσκολίες, όπως τη μη πρόσβασή τους στις εργασίες τους, αλλά και την αποκοπή τους από συγγενικά πρόσωπα. Ένα άλλο σοβαρό ζήτημα ήταν η αποκοπή των φοιτητών και μαθητών από τα σχολεία και πανεπιστήμια όπου φοιτούν», εξήγησε.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, πρόσθεσε, είχαν έρθει σε επαφή με τον Ελληνοκύπριο κοινοτάρχη και συζητώντας προσπαθήσαν να επιλύσουν από κοινού τα προβλήματα, αλλά και τις ανάγκες των δύο κοινοτήτων της Πύλας.

«Θεωρώ ότι πετύχαμε σε μεγάλο βαθμό τους στόχους που θέσαμε. Με το ξέσπασμα του δεύτερου κύματος, πάλι βιώσαμε τον αντίκτυπο της πανδημίας, ίσως σε μικρότερο βαθμό σε σύγκριση με το πρώτο κύμα», ανέφερε.

Ο κ. Γκιουτέν επεσήμανε πως στην παρούσα φάση έχει επιλυθεί το ζήτημα της διέλευσης των Τουρκοκυπρίων, από και προς τα κατεχόμενα, με την υπόδειξη ενός εβδομαδιαίου PCR τεστ.

Υπογράμμισε ότι εάν υπήρχε καλύτερη επικοινωνία μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο και αντιμετώπιζαν από κοινού την πανδημία, θα είχαμε επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα. «Κατά την άποψή μου και οι δύο κοινότητες δεν αντιμετώπισαν σωστά την πανδημία. Δεν εκμεταλλευτήκαμε το γεγονός ότι είμαστε νησί με περιορισμένο αριθμό σημείων εισόδου και ως εκ τούτου και οι δύο πλευρές τώρα πληρώνουν το οικονομικό κόστος των συνεχόμενων lockdowns. Εάν έκλειναν και οι δύο κοινότητες παράλληλα τα σημεία διόδου από το εξωτερικό, τα κρούσματά μας θα ήταν ελάχιστα», δήλωσε.

Αναφερόμενος στη δημογραφία της κοινότητας, επεσήμανε ότι εντός της περιοχής που βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών κατοικούν 1.800 άτομα, εκ των οποίων οι 550-600 είναι Τουρκοκύπριοι.

«Δυστυχώς, ολοένα και μειώνεται ο πληθυσμός των Τ/κ, καθώς πλέον η νέα γενιά έχει άλλες εργασιακές βλέψεις. Πλέον, οι νεαροί Τ/κ έχουν στην κατοχή τους πτυχία πανεπιστημίου και αναζητούν καλύτερες θέσεις εργασίας, γεγονός που τους οδηγεί όχι μόνο να μετακομίζουν στον ‘‘βορρά’’, αλλά και στο εξωτερικό, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο», παρατήρησε.

Επεσήμανε ότι ο αριθμός των Τ/κ που εργάζονται στην Κυπριακή Δημοκρατία έχει μειωθεί και ανέρχεται περίπου στους 50, άλλοι 100 εργάζονται στις βρετανικές βάσεις, ενώ περίπου ο ίδιος αριθμός εργάζεται στα κατεχόμενα.

Ερωτηθείς εάν ικανοποιούνται οι ανάγκες της εκπαίδευσης των Τ/κ της Πύλας, ο κ. Γκιουτέν απάντησε καταφατικά, λέγοντας ότι το τ/κ δημοτικό σχολείο, αλλά και το πανεπιστήμιο (σ.σ. UCLan Cyprus) που βρίσκονται στην κοινότητα καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες τους.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy