Γραμμές /Ορίζοντας

Ένα σύντομο διήγημα / Όχι της φαντασίας

 του Χρίστου Ζάνου

Το 1965 τον Ιούλιο κατατάχτηκα στην Εθνική Φρουρά. Τον προηγούμενο μήνα είχα τελειώσει το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, (το πρακτικό τμήμα και ίσως το πιο δυνατό της εποχής εκείνης). Μας παραλάβανε στο ΚΕΝ λάρνακας και στη συνέχεια, με τα γνωστά φορτηγά Bedford, μας μετάφεραν στο BMH της Λευκωσίας, στο 70 Τάγμα Μηχανικού.
Εκεί αρχίσαμε την εντατική εξάσκηση με πυρ και κίνηση προς την Καφκάλλα, όπου βρισκόταν η ταβέρνα “Δορυφόρος”. Ο καλαμαράς λοχαγός μας, με ψευδώνυμο Κυριακίδης, έβρισκε κανένα μοναχικό ευκάλυπτο, μας πάρκαρε στη σκιά του και μας έκανε μαθήματα για τους διάφορους τύπους ναρκών και πώς στήνεται ένα ναρκοπέδιο. Εγώ και οι συμμαθητές μου από την επαρχία Αμμοχώστου είμαστε “άσσοι” στις καθημερινές εξετάσεις που ακολουθούσαν τη διδασκαλία!

Σε καμιά δεκαπενταριά ημέρες επέλεξε τους καλύτερους του λόχου, πεντέξι, αν θυμάμαι καλά, για να πάνε στην Κόρινθο, στη Σχολή Μηχανικού, για να γίνουν δόκιμοι. Ανάμεσα σ’ αυτούς και εγώ! Χαρά απερίγραπτη. Πετούσα. Στους τυχερούς ήταν και άλλοι δυο από το σχολείο μας στην Αμμόχωστο.

Μας έδωσαν άδεια το Σαββατοκύριακο να πάμε στα σπίτια μας, να φτιάξουμε μια βαλίτσα και να επιστρέψουμε Δευτέρα πρωί με πολιτικά. Πλημμυρισμένος από χαρά έφτασα στη Μουσούλίτα! Δευτέρα πρωί, με τη βαλιτσούλα μου, στο στρατόπεδο, να λάμπω από χαρά. Δεν είχα συναντήσει ακόμη τον λοχαγό Κυριακίδη. Σε λίγο γίνεται η πρωινή αναφορά. Εκεί, μπροστά σε εκατό περίπου στρατιώτες, με καλεί ο λοχαγός να βγω μπροστά στη σημαία. Με πλησιάζει και με καρφώνει στα μάτια με ένα ψυχρό και απόλυτα εχθρικό βλέμμα.

-Νομίζεις ότι είσαι πιο έξυπνος από μας, σιχαμερό κοπρόσκυλλο, βρώμικο κομμουνιστικό τομάρι; Πήγες να μας ξεγελάσεις; Το Σαββατοκύριακο ρωτήσαμε για σένα και μάθαμε τι κόκκινο γουρούνι είσαι!

Έκανα να ανοίξω το στόμα μου να αρθρώσω κάποια λέξη. Αυτός, πανέτοιμος, μου έδωσε μια γροθιά κάτω από το πιγούνι. Δάγκωσα τη γλώσσα μου. Το στόμα μου γέμισε με αίμα. Ενστικτωδώς το σφούγγιξα με το μανίκι μου. Πρώτη φορά ένοιωσα τόσο μίσος για άνθρωπο.

***

Τέσσερα χρόνια αργότερα. 1969. Αθήνα. Χούντα. Εγώ φοιτητής στο Πανεπιστήμιο και στη δραματική σχολή. Κατοικούσα στο Γουδί. Μία η ώρα το μεσημέρι. Στο λεωφορείο Αθήνα – Γουδί. Πατείς με πατώ σε ο κόσμος. Ο εισπράκτορας κάθε λίγο και λιγάκι να φωνάζει από το μικρόφωνο : “Προχωράτε πιο πέρα, λιγάκι πιο πέρα!”

Κρατιόμουν με δυσκολία από μια χειρολαβή. Και ξαφνικά γυρνάω το κεφάλι μου. Δίπλα μου, κολλητός στο σώμα μου ο λοχαγός “Κυριακίδης”, ή Κατσούρμπος, το πραγματικό του όνομα, όπως μάθαμε αργότερα στο τάγμα.

-Βρε Κύπριεεεε! Τι μου γίνεσαι; Σπουδάζεις;

Του λέω τι κάνω. Αφήνει τη χειρολαβή και με αγκαλιάζει με το ένα του χέρι!

– Εγώ ήμουνα σίγουρος ότι θα πας μπροστά. Είσαι έξυπνο παιδί.

Στη στάση Λαϊκό Νοσοκομείο με τραβάει με μια αφοπλιστικά θετική διάθεση να κατέβουμε για να με κεράσει κάτι.

-Στο χρωστάω!

Με παίρνει στη γωνιακή ψησταριά. Καθόμαστε. Τρώω για πρώτη φορά στη ζωή μου κοκορέτσι. Το απολαμβάνω. Αφού πέρασαν λίγα λεπτά.

-Άκου φίλε μου, και πλησιάζει συνωμοτικά στο κεφάλι μου. Θέλω να με συγχωρέσεις για τη γροθιά στη Λευκωσία. Το μετάνιωσα χίλιες φορές, αλλά τότε τα πράματα ήταν πολύ διαφορετικά, ήμουν νέος στην Κύπρο, είχαμε ένα φανατισμό, ήταν δύσκολο να διορθώσω το λάθος μου.

Εγώ σιωπούσα. Αυτός πατρικά σχεδόν και ψιθυριστά, συνέχισε.

– Ξέρω τι είσαι και πώς σκέφτεσαι. Ξέρω τα πιστεύω σου. Όμως πρόσεξε! Αυτοί εδώ που μας κυβερνούν είναι αδίστακτοι, είναι κοπρόσκυλα! Δεν τους πειράζει καθόλου να σε συλλάβουν και να σε κλείσουν μέσα. Ή, το λιγότερο, να σε στείλουν πίσω στην Κύπρο και να χάσεις τις σπουδές σου. Απ΄αυτούς θα γλυτώσουμε μόνο αν βρεθεί κάποιος με αρχίδια και τους κρεμάσει σ’ αυτήν εδώ την πλατεία από τον κωλάντερο… Απόλυτη σιωπή. Τρώμε και πίνουμε ρετσίνα. Δεν ήθελα να πιστέψω τα αφτιά μου.

Τον ρωτάω:

-Και πού είσαστε τώρα; Πού υπηρετείτε;

Χαμογέλασε. Ήπιε μια γουλιά κρασί. Με κάρφωσε στα μάτια.

-Είμαι αποστρατευμένος εδώ και δυο χρόνια. Δεν δουλεύω. Με μπλέξανε στη υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και με αποστράτευσαν. Φτηνά τη γλίτωσα και δεν πήγα φυλακή.

Όσα χρόνια ήμουνα στην Αθήνα, τον συνάντησα ακόμη μια φορά στην Πλατεία Αγίου Θωμά. Μου είπε ότι θα μετακόμιζε, με τη γυναίκα και το παιδί του, στη Κόρινθο. Έκτοτε χαθήκαμε.

Σημειώσεις:
ΑΣΠΙΔΑ: συνωμοτική οργάνωση στο στρατό από “δημοκρατικούς” αξιωματικούς που πρόσκειντο στον Ανδρέα Παπανδρέου.
Το διήγημα αφιερώνεται σε όλους τους φίλους μου, ζώντες και αποθαμένους, που βιώσαμε έως μυελού των οστέων τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967.
 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy