Κάθετα/ Ορίζοντας
Ο Ηλίας, από τη Νένα Φιλούση
Γνώρισα τον Ηλία όταν ήμουν 22 χρονών. Εκείνος ήταν περίπου 34. Αγαπηθήκαμε αμέσως. Δεν υπήρξαμε ποτέ κολλητοί, ούτε καν στενοί φίλοι. Μιλούσαμε για 3 πράγματα: για την ελληνική γλώσσα, την ταυτότητά μας σ’ αυτό τον τόπο, για τη λογοτεχνία και για τον έρωτα. Ήταν ο πιο αυστηρός κριτής σε ό,τι έγραφα. Είχε ωραία φωνή. Ήμουν απόλυτα γοητευμένη.
Τότε δεν είχαμε κινητά, ούτε ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ούτε τραπεζικές κάρτες. Όποτε του τηλεφωνούσα απαντούσε. Ουδέποτε αρνήθηκε να κουβεντιάσει τα θέματα που μας απασχολούσαν. Στην Αμοργό πλήρωνες μετρητά και αν δεν είχες, έλεγε, «την άλλη φορά που θα ξανάρθεις». Κάποτε κάπνιζε και δεν μιλούσε. Τον κρυφοκοίταζα, τον μελετούσα. Ήξερε χιλιάδες πράγματα. Είχε άποψη για όλα. Ήξερε όμως και να σιωπά, να ακούει. Συνήθως έκανα μια ερώτηση κι αυτό ήταν αρκετό για να πιάσει το θέμα από χίλιες πλευρές, και στο ίδιο τηλεφώνημα, να αναποδογυρίσει την αρχική ιδέα, να αναιρέσει αυτό με το οποίο ξεκίνησε να μιλά. Μια άλλη σωκρατική, sui generis.
Τον γνώριζαν πολλοί Λεμεσιανοί. Είχε θερμούς φίλους. Ήταν αυθόρμητος, οικείος, ζεστός, γλυκός, ειλικρινής, ενίοτε εκρηκτικός, ερωτιάρης και ερωτεύσιμος, παθιασμένος, αξιοπρεπής, είχε ωραία φωνή, χαμόγελο μέλι, μαζί μου ήταν και προστατευτικός. Τοπικός και παγκόσμιος. Ξέρω ότι κάποτε ξίνιζε. Ήταν αθυρόστομος και δεν το έκρυβε. Ήταν αελλαίος και φαινόταν. Ήταν όμορφος και γενναίος.
Δεν μου είπε ότι αρρώστησε. Είχαμε να μιλήσουμε για μήνες. Και μια μέρα, το έμαθα, στο Θησείο. Θυμάμαι πεντακάθαρα την εικόνα. Ρώτησα με παράπονο «πού είναι ο Ηλίας; Γιατί δεν μου απαντά;». Προσπάθησα να καταλάβω τι ένιωθα. Δεν είπα « τι κρίμα», ούτε «άτυχος ο Ηλίας». Όχι, αυτό δεν θα το επέτρεπε ο ίδιος! Δεν ήξερα ακριβώς τι έχασα. Τώρα όμως που το σκέφτομαι, χάσαμε ένα απολύτως οικείο πρόσωπο, που μας τοποθετούσε ανελέητα μπροστά στον κίνδυνο της ατομικής μας ακροβασίας. Ο Ηλίας ήταν ένας καθρεφτισμός.
Έφυγε όταν ήμουν σχεδόν 26. Κάποτε τον θυμάμαι έντονα, άλλοτε τον ξεχνώ για μεγάλα διαστήματα. Η μνήμη μου αποτελεί αδιάφορο μέγεθος και για σας και για την αξία του Ηλία, πρώτα ως ανθρώπου κι έπειτα ως λογοτέχνη. Ωστόσο, έχουμε ανάγκη να τον μνημονεύουμε και ως ακριβό φίλο και ως γνήσιο ποιητή. Αντικειμενικά μιλώντας, θα έλεγα ότι ο Ηλίας υπήρξε ποιητική φωνή που έφερνε τα πάνω κάτω. Ποίηση ομολογίας και θέσης. Οραματιζόταν πράγματα εφικτά, που όμως θα αργούσαν πολύ στον τόπο μας να γίνουν και πράγματα ανέφικτα, που θα σκοντάφτουν πάντα πάνω στη μικρόνοια και την ιδιοτέλεια. Η ποίηση του Ηλία έχει ένα βαθιά αντιφατικό στοιχείο που εκπορεύεται από την ουσία του τόπου μας‧ της ασφυξίας και ταυτόχρονα της ευρυχωρίας. Ήταν ουτοπικός και εντόπιος ταυτόχρονα, ενθουσιώδης και λυπημένος μαζί. Οραματιζόταν ελευθερία στην πιο ανδρειωμένη της εκδοχή. Ήταν εθνικός, ελληνικός, Λεμεσιανός, οικουμενικός.
Θεωρώ ότι δεν είναι “καταραμένος ποιητής” όπως χαρακτηρίστηκε. Επιτρέψτε μου αυτή τη μικρή ένσταση. Οι καταραμένοι ποιητές νομίζω ότι αποκόπτονται από τη ρίζα τους – δεν εννοώ μόνο την καταγωγική– κι αυτό είναι σοβαρό στοιχείο της περιπλάνησης και της έλλειψης παρηγορίας. Ο Ηλίας όμως αυτό δεν το έκανε, ούτε στη ζωή, ούτε στην ποίησή του.
Νένα Φιλούση
(Παρέμβαση σε εκδήλωση που ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Ηλία Κωνσταντίνου με αφορμή την κυκλοφορία του τόμου, με τα ανέκδοτα ποιήματά του (Εκδόσεις Βακχικόν, με επιμέλεια του Λευτέρη Παπαλεοντίου). (3 Μαρτίου 2023, Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο Πάνος Σολομωνίδης, Λεμεσός)
