Γραμμές/ Ορίζοντας

Δεν σε βλέπαμε, δεν σ’ ακούαμε, μα σε νιώθαμε

Τα ποιήματα που ακολουθούν έχουν γραφτεί σε εργαστήρια βιωματικής/ δημιουργικής γραφής με τη συγγραφέα και εκπαιδευτικό, Δρ Άννα Κουππάνου.

Θυμάσαι εκείνη τη μέρα;

Θυμάσαι εκείνη τη μέρα

που το αίμα έτρεχε ποτάμι;

Αν είχα άλλο από σένα θα ρώταγα

πόσο μου απομένει πριν στερέψω.

Άργησα να σε προσέξω – με συγχωρείς.

Πάντα με γοήτευαν τα ωραία και τα υψηλά

κι εσύ δεν με υπολογίζεις,

δεν είναι αλήθεια;

Ευτυχώς, εκείνη τη μέρα

δεν είχες ζητήσεις τροφή

  • Συνήθιζες να το κάνεις, θυμάσαι;

Κι όταν δόθηκε η εντολή

άνοιξα στα δυο, στα τρία,

σαν λουλούδι νυχτερινό. Αφέθηκα.

Προχώρησε το νυστέρι χωρίς αντίσταση,

παρόλο που δεν μπορούσα να δω.

Και το μέσα μου έγινε θέατρο, σκηνή.

  • Καλωσορίσατε! –

Και τα μάτια μ’ έτρωγαν

Μέχρι να βρουν αυτό που έτρωγε εσένα.

Μεταξύ μας – ήταν η ίδια η ζωή.

Κι εσύ ακόμα έψαχνες αν πιστεύεις σε Θεό

Και τι να του ζητήσεις.

Όταν με έκλεισαν

– ραφές όμορφες, διακριτικές, δύο εκατοστών,

άνοιξες τα μάτια κλαίοντας,

κι ήθελα τόσο πολύ να σε αγκαλιάσω,

τόσο που αν είχε αίμα η ψυχή σου,

ψυχή μου, θα γινόμουν σώμα της.

Άννα Κουππάνου

 

Να ήμουνα η θάλασσα

Να ήμουν η θάλασσα,

να βαρεθώ το πέρα δώθε,

να ρίχνομαι μέσα και να σκουντάω τα κοχύλια,

να βγαίνω έξω και να γλείφω τα ακρογιάλια,

να πετάω τα βότσαλα όλο και πιο μακριά.

 

Να ήμουνα η θάλασσα,

να βαρεθώ τα πλοία να αρμενίζω,

το κύμα να αφρίζω,

τους βράχους να πονώ.

 

Να ήμουν η θάλασσα,

να βαρεθώ τα βλέμματα,

τα ηλιοβασιλέματα,

τα φεγγάρια σε αχρείαστες περιστάσεις.

 

Στα ίδια και τα ίδια,

στο μέσα και το έξω,

στη μέρα και τη νύχτα,

στο φως και το σκοτάδι.

 

Βρέθηκε ποτέ όμως κανείς,

να βαρεθεί τη θάλασσα;

Χριστίνα Γεωργίου

 

Θήραμα

Δεν σε βλέπαμε, δεν σ’ ακούαμε, μα σε νιώθαμε.

Ήσουν εκεί.

Πίσω από τις σκιές.

Οσμιζόσουν τον αέρα και περίμενες.

Τι, αλήθεια;

Να επιταχύνει το βήμα;

Να ιδρώσει το σβέρκο;

Να κοπεί η ανάσα;

Να γυαλίσει το βλέμμα;

Να σπάσει το στήθος;

Τι, αλήθεια;

Εσύ περίμενες.

Ανθή Παναγή

 

Έρχονται μέρες

Έρχονται μέρες

που τα υγρά, ανήλιαγα σπίτια

θα βγουν στο σεργιάνι.

Θα ζεστάνουν τα καημένα

επιτέλους τα κοκαλάκια τους.

 

Τα χαμόγελα

  • Από δρομάκια –

Θα γίνουν λεωφόροι.

 

Έρχονται μέρες που

  • σαν σε στάση τρένου –

θα κατέβουν ασταμάτητα τα πλήθη.

Γιαννούλα Κυπρή

 

Μικρός θάνατος

Καθίστε στα όρια της ελευθερίας σας

Και μετά ελάτε να παίξουμε.

 

Γεμίστε με άμμο τους κουβάδες σας

Αλλά αφήστε πίσω το κάστρο σας.

 

Χώστε τα χέρια σας βαθιά στη γη

Μα να τα πλύνετε γρήγορα, μην μείνει σημάδι.

 

Γελάστε με την καρδιά σας, αθόρυβα

Κλάψτε σιωπηλά, μην ενοχλείτε.

 

Κρυφτείτε στην αγκαλιά μου να μη σας δουν οι άλλοι.

Και μετά μαζέψτε τα παιχνίδια σας.

Τερέζα Μαρκίδου

 

Για πάντα

Βελούδο μπορντό.

Αστραφτερό.

Κεφάλια που γέρνουν οι ήλιοι.

Μαξιλάρια αφράτα.

Ζεστή η γωνιά.

Η καρέκλα στο τζάκι.

Τα κορμιά τυλιγμένα.

Ζεσταμένα με αγάπη.

Κυλάνε τα χρόνια, ψυχή μου,

η άμμος ρέει και δεν την προλαβαίνουμε.

Λάμπει το βελούδο.

Τρυπάει και φθείρεται.

Ξεφουσκώνουν τα μαξιλάρια.

Και η φλόγα ζωηρά

κατακλύζει το δωμάτιο.

Μαρκέλλα Πιτσιλλίδου

 

Χρυσόψαρα

Κοίταξε τα χρυσόψαρα!

Ζουν ελευθέρα στη φυλακή τους.

Σαν τα χρυσόψαρα λοιπόν,

έλα να αγαπηθούμε,

να πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλον

και σ’ εκείνον τον καυγά,

να μείνουμε.

Μέχρι να ξεχάσουμε,

Και να αγαπηθούμε

ξανά και ξανά.

Χρόνος πολύς.

Γεωργία Χατζηζαχαρία

 

Αναβολή

ουρλιαχτά που σώπασαν,

σκουλήκια που δεν έγιναν πεταλούδες

απομεινάρια σε δρόμους

 

ψιχάλες στον άνεμο

οι στιγμές που δεν έζησες,

κύματα,

στάχια τα χαμόγελα

τα αγαπώ,

δεν πλεχτήκαν

να γίνουν ρίζες

 

oι σελίδες που δεν διαβαστήκαν

όνειρα αράδες που δεν ξημέρωσαν

 

τα παιδιά που χάιδευες μα δεν έγιναν ζωή

αναπνοές που δεν έκλαψαν

στήθος χωρίς ζωή

 

ήλιοι που πάγωσαν στις ανατολές

κρύο σε Αυγουστιάτικο ουρανό

κάθε μια αναβολή ένας θάνατος

οι Πλειάδες που δεν σε φωτίζουν πια

 

κάθε αναβολή ένας μικρός θάνατος

κάθε θάνατος η δική σου αναβολή

Μύρια Κωνσταντινίδου

 

Μυρμήγκια

Χαράματα!

Όλοι όρθιοι!

Βγαίνουμε απ’ τις τρύπες μας.

Σκελετωμένα πόδια,

καχεκτικά κορμιά,

γκριζοκίτρινο δέρμα.

«Στη σειρά!

Στοίχιση, ζύγιση!

Προχωράτε!

Μην χαλάτε τη σειρά!»

Υπακούμε. Δεν μιλάμε.

Να κάνουμε αλλιώς

δεν βαστάμε.

Προχωράμε.

Αφήνουμε πίσω τους σχεδόν ζωντανούς.

Προχωράμε.

Κι όσο προχωράμε γινόμαστε

λιγότερο ζωντανοί.

Γκριζοκίτρινος ουρανός,

γκριζοκίτρινο χώμα.

Δέντρα σκελετοί.

Σε μας μοιάζουν.

Γκριζοκίτρινη ζωή.

«Μην κοιτάτε!»

Σκύβουμε το κεφάλι.

Προσκυνάμε.

Προχωράμε.

Φτάνουμε κάποια στιγμή

στην άλλη όχθη.

Στα όρια της ύπαρξης

στο τέρμα του προσωρινού.

«Στη σειρά! Ξεκινάτε!»

Φορτώνουμε, ξεφορτώνουμε,

πνιγόμαστε, γονατάμε.

«Προσοχή!»

Οι ώμοι μας σκυφτοί.

Τα πόδια μας δεν βαστάνε.

Όλη τη μέρα

φόρτωμα, ξεφόρτωμα.

Παιχνίδι αντοχής.

Μέχρι που το φως χάνεται

Πνίγοντας στο σκοτάδι

την γκριζοκίτρινη τέφρα.

Γυρνάμε!

Από τους νεκρούς

στους σχεδόν ζωντανούς.

Πίσω στις τρύπες μας.

Κωνσταντίνα Στεφάνου

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy