Συναντήσεις/ Ορίζοντας

Στέλλα Βοσκαρίδου Οικονόμου: Να μπορούσα να προσφέρω τη γλώσσα βιωμένη ως δώρο.

Ο Αντώνης Γεωργίου συναντά τη Στέλλα Βοσκαρίδου Οικονόμου και μιλάνε για την έκδοση της νέας συλλογή Μικρομηχανισμοί και την ποίηση γενικότερα.

Αλίμονο, αν αφήσουμε σε αδράνεια την ανάγκη μας για ζωή

Πώς ξεκίνησες να γράφεις;

Ξεκίνησα να γράφω σε πολύ μικρή ηλικία, γύρω στα οχτώ, αν δεν κάνω λάθος, επηρεασμένη από τα ποιήματα που έβρισκα σε ανθολογίες που είχα λάβει ως δώρα από τον δάσκαλο παππου μου. Τα πρώτα μου ποιήματα είχαν φυσικά τα θέματα που κυκλοφορούσαν και στις ανθολογίες αυτές: για τα Χριστούγεννα, το φθινόπωρο, τους Τρεις Ιεράρχες. Συνειδητοποιώ μόλις τώρα απαντώντας στην ερώτηση πως, και τότε όπως και τώρα, μάλλον δεν ήταν το ίδιο το ενδιαφέρον μου για τους τρεις Ιεράρχες που με υποκινούσε να γράψω, μα η επιθυμία να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα με «εκείνο τον τρόπο». Εκείνο τον τρόπο που, μια και μου συστήθηκε τόσο νωρίς, λειτούργησε τελικά ως μητρική γλώσσα – εκεί νιώθω οικεία, εκεί συμβαίνουν τα πράγματα φυσικά και αβίαστα.

Δεν έχω ιδέα πού αρχίζει και πού τελειώνει η φωνή μου, πού αρχίζει και πού τελειώνει η ανάγνωση και η γραφή, κι αν έχουν εντέλει σύνορα οι φωνές

Υπάρχουν κάποιοι ποιητές αγαπημένοι; Κάποιοι άλλοι με τους οποίους νιώθεις πιο οικεία;

Τους έχω αναφέρει κι άλλες φορές, νιώθω πάντα πως κάτι μένει πίσω. Αυτή τη φορά δε θα πέσω στην παγίδα να απαντήσω με μια λίστα ονομάτων. Θα πω μόνο πως δεν έχω ιδέα πού αρχίζει και πού τελειώνει η φωνή μου, πού αρχίζει και πού τελειώνει η ανάγνωση και η γραφή, κι αν έχουν εντέλει σύνορα οι φωνές. Κολυμπάμε μονίμως σε πολλά ποτάμια, και σ᾽άλλους τόσους ωκεανούς, και είναι αυτά τα ανεξιχνίαστα νερά τους που μαρτυρούν πως ό,τι έχει να κάνει με την ανάγνωση και τη γραφή έχει ένα οντολογικό βάθος απροσμέτρητο. Η έκφραση «νιώθω οικεία» είναι πολύ αδύναμη για να αποτυπώσει την αίσθηση της συγγένειας. Αυτή η αίσθηση πάντως έφτασε για μένα στο κόκκινο όταν πρωτοσυνάντησα σε αναγνώσματα τα στοιχεία του σουρεαλισμού και του παραλόγου.

Δεύτερη έκδοση για τα Αναγέλαστα, το πρώτο σου βιβλίο που εξέπληξε με την τόλμη στη γραφή, τη φρεσκάδα, την ωριμότητα του στίχου, τα ωραία κυπριακά. Διαβάζεται τελικά η ποίηση στην Κύπρο;

Ας ξεκινήσω ανάποδα: η ποίηση στην Κύπρο γενικά διαβάζεται από ελάχιστα εώς καθόλου. Και ήταν γι᾽αυτό τον λόγο που υπήρξε μια τόσο ευχάριστη έκπληξη η αποδοχή που βρήκε το βιβλίο, και μάλιστα από ένα πολύ ετερόκλιτο αναγνωστικό κοινό. Νομίζω πως σε αυτό έπαιξε ρόλο το γεγονός πως με ένα ανεπαίσθητο τρόπο τα ποιήματα της συλλογής, έδιναν λύσεις σε προβλήματα που αφορούσαν τον χρόνο και τον τόπο: το τι θεωρούμε παλιό, ξεπερασμένο, σύγχρονο, μοντέρνο, δικό μας, και το πώς πάμε από το χτες στο αύριο. Και όλο αυτό, ξαναλέω, με ένα τρόπο ανεπαίσθητο, αποκλειστικά μέσα από την άρθρωση μιας ποιητικής γλώσσας.

 Πώς αντικρύζεις σήμερα αυτή τη συλλογή;

Τα Αναγέλαστα τα αγαπώ, ήταν μια ωραία αρχή, που, για να το πω όσο πιο απλά γίνεται, δικαίωσε την μπόλικη τρέλα με την οποία γράφτηκαν τα ποιήματα. Αν υπάρχει ένα μόνιμο στοίχημα στη γραφή μου που σχετίζεται με τα Αναγέλαστα, είναι να μπορώ πάντα να πηγαίνω στο σημείο μηδέν, και να μπαίνω σε ό,τι καινούριο με την ίδια γύμνια και αθωότητα που μπήκα εκεί, για να επιτρέπω τόσο την περιπέτεια όσο και την αποκάλυψη να συμβούν. Εννοείται, πως για τον ίδιο λόγο θεωρώ άτοπο το ερώτημα γιατί δε συνέχισα με την κυπριακή διάλεκτο, γιατί δεν έγραψα κι άλλα βιβλία όπως τα Αναγέλαστα, που μου απευθύνεται κάποτε. Δεν το αποκλείω να επιστρέψω κάποια στιγμή στη διάλεκτο, αλλά σίγουρα δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο αυτοσκοπός μου. Προσωπικά, δε με βαραίνει καθόλου η σκιά των Αναγέλαστων, με δροσίζει.

Στην ποίηση το πιο αθώο παιχνίδι σε κάνει να μιλάς για τα πιο δικά σου πράγματα, τα πιο βαθιά κρυμμένα. Φτάνει να πας γυμνός, να μη βλέπεις απ᾽ την αρχή το τέρμα

Ακολούθησε ένα ΦόΒ στο οποίο «μια φωνή παλεύει ν᾽αφήσει το αποτύπωμά της μέσα σ᾽ένα ποίημα». Τα κατάφερε; Ίσως να είναι νωρίς, αλλά ποιο θα ήθελες να είναι το αποτύπωμα της φωνής σου στην ποίηση;

Ο ΦόΒ ήρθε τη στιγμή που κατάλαβα τι σημαίνει αυτό το σημείο μηδέν. Είπα, θα ξεκινήσω από μία και μόνο λέξη, και θα δω πόσο μακριά μπορώ να φτάσω. Ασχἐτως με την επιτυχία του αποτελέσματος, η διαδικασία συγγραφής του μου άλλαξε τα φώτα. Μου έκλεισε το μάτι για το τι σημαίνει πίστη στη γλώσσα. Για το πως δεν υπάρχουν ουδέτερες λέξεις: στην ποίηση το πιο αθώο παιχνίδι σε κάνει να μιλάς για τα πιο δικά σου πράγματα, τα πιο βαθιά κρυμμένα. Φτάνει να πας γυμνός, να μη βλέπεις απ᾽την αρχή το τέρμα.

Όσο για το ποιο θα ήθελα να είναι το αποτύπωμα της φωνής μου στην ποίηση, είναι πράγματι ένα πολύ δύσκολο ερώτημα. Αν επιχειρούσα να βάλω τις σημερινές μου τουλάχιστον σκέψεις σε λίγες λέξεις, θα έλεγα, να μπορούσα να προσφέρω στον αναγνώστη αυτό: τη γλώσσα βιωμένη ως δώρο.

Πώς θα χαρακτήριζες το καινούριο σου βιβλίο Μικρομηχανισμοί; Ποιοι είναι αυτοί οι μικρομηχανισμοί στους οποίους αναφέρεσαι; Τι θέτουν σε λειτουργία;

Το καινούριο μου βιβλίο Μικρομηχανισμοί είναι το ίδιο ένας μικρομηχανισμός. Είναι, όμως, και οι 212 ολιγόστιχοι μικρομηχανισμοί που το συναπαρτίζουν, και οι αναρίθμητοι άλλοι που αφορούν τον χρόνο, τη ζωή, την ύπαρξη.

Όλοι αυτοί οι μικρομηχανισμοί υφαίνουν γλώσσες, υφαίνουν τη γλώσσα και την πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας εν τέλει την (α) δυνατότητα της ίδιας της γλώσσας. Προσοχή: το στερητικό άλφα πάντα σε παρένθεση, (κι αυτό συνδυασμένο με το αρχικό μότο «credo quia absurdum est» –  πιστεύω γιατί είναι παράλογο), μια και από την αδυνατότητα στις άπειρες δυνατότητες είναι καμιά φορά ένα ποίημα δρόμος.

 «Ένα ασύλληπτο ορχηστρικό στο όνομα της ποίησης» χαρακτηρίζει τη συλλογή σε ένα σχόλιό της η Έρινα Χαραλάμπους. Πόσο οι μουσικές σπουδές σου επηρεάζουν την ποίησή σου ή μήπως η ποίηση σε οδήγησε στη μουσική;

Θα απαντήσω συνοπτικά: πολλά τα εργαλεία και τα μέσα – εικόνα, ήχος, λέξεις – μα η λαχτάρα είναι πάντα μία. Για πολλά χρόνια ζούσα με τη βεβαιότητα πως θα γίνω ζωγράφος, σπούδασα τελικά μουσική, και τώρα αφήνω τη γραφή να με ροκανίζει. Αγαπώ όλες τις τέχνες και άλλο τόσο απολαμβάνω τις μεταξύ τους συνομιλίες. Η μουσική, που είναι όντως ένα σημαντικό στοιχείο μέσα στους Μικρομηχανισμούς, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο, αναφέρεται εδώ ως η τέχνη των τεχνών: αυτή που πραγματώνεται πέρα απο το βάρος των νοημάτων της γλώσσας και την αναπαραστατικότητα των εικόνων. Μέσα από την απολυτη αφαίρεση, αντανακλά με τον πιο απόλυτο τρόπο την ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει το αποτύπωμα της ψυχής του, επιτρέποντας την άνευ όρων συνομιλία, ενεργοποιώντας την πλέον δημοκρατική γλώσσα των άπειρων νοημάτων που διεγείρει τις πιο ανθρώπινες και αρχέγονες διεργασίες, αυτες της συγκίνησης –  από αυτή την άποψη αποτελεί και το κατ᾽εξοχήν στίγμα της ανθρωπινότητας. Πολλές φορές στη γραφή μου, παρασύρω τη γλώσσα προς τη μεριά της μουσικής, έχοντας ίσως όλα αυτά κατά νου. Πρόκειται για μια διαδικασία απελευθέρωσης. Προσπαθώ να σώσω όλες τις τεμαχισμένες επιθυμίες, τις τεμαχισμένες στο όνομα κάποιας ιδεολογίας επιθυμίες, που βουλιάζουν μέσα σε όλα τα άλλα είδη του λόγου, και να τιμήσω την ανάγκη του ανθρώπου να τραγουδήσει με την αθωότητα που κελαηδεί το πουλί: «Επαγρυπνώ / τραγουδώ μέχρι να λιώσει ο κόσμος».

Αλίμονο, αν αφήσουμε σε αδράνεια, αν περιθωριοποιήσουμε την ανάγκη μας για δημιουργία, την ανάγκη μας για ζωή

Τι είναι η ποίηση για σένα; Πόσο μακριά και πόσο κοντά είναι από την καθημερινότητά μας;

Η ποίηση για μένα αντιπροσωπεύει το υπερ-καθημερινό, αυτό που πάει πέρα από το βάρος της καθημερινότητας (ή της καθημερινότητας-έτσι-που-την-έχουμε-καταντήσει). Είναι η γλώσσα των γλωσσών, και τη χρειαζόμαστε για να μας θυμίζει το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων, την αληθινή τους θερμοκρασία – που, ας μη γελιόμαστε, αρνείται να αποκαλυφθεί ενώ περιμένουμε στα φανάρια (ή, αν αποκαλυφθεί, τότε έχουμε ποίημα).

Ποια μπορεί να είναι η παρέμβαση των ποιητών ως πολιτών και ως δημιουργών στην κοινωνία που ζουν;

Η ίδια η άρθρωση ποιητικής γλώσσας είναι μια παρέμβαση: με τη σφαιρικότητα της οπτικής της, την αποδοχή της πολυσήμαντης αλήθειας και το αγκάλιασμα των αντιφάσεων είναι ίσως το πιο ενεργό αντίβαρο στον λόγο της εξουσίας, στην άφθονη συνθηματολογία, στο μονοσήμαντο, στη στενότητα του λόγου και στην πόλωση που μας κατακλύζουν. Η ποίηση λειτουργεί υπέρ της ευρυχωρίας της σκέψης και της όρασης. Με την εγγενή ροπή της προς τη μουσική αποτελεί μια δικαίωση των ευγενέστερων προθέσεων του ανθρώπινου λόγου.

Πάντως, ερωτήματα όπως «πώς είναι δυνατό να γράφουμε ενώ γίνεται ένας μεγάλος πόλεμος», πέρα από τις αυτονόητες συνδηλώσεις τους για την ανάγκη να είμαστε ενεργοί ως πολίτες του κόσμου, τα κοιτώ πάντοτε με κάποια καχυποψία. Θα ήθελα να συγκεντρωνόμαστε στο αντίθετο: πώς είναι δυνατό να γίνεται πόλεμος, ενώ ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος με την ανάγκη και την δυνατότητα να τραγουδά, να γράφει ποίηση; Αλίμονο, αν αφήσουμε σε αδράνεια, αν περιθωριοποιήσουμε την ανάγκη μας για δημιουργία, την ανάγκη μας για ζωή. Αυτή θα ήταν μια πραγματική πολιτική ήττα. Ακόμα και μέσα σε κελιά φυλακών, γράφτηκαν σημαντικά βιβλία, σε πεδία μάχης έχουν τσακώσει ανθρώπους να τραγουδούν.

Εδώ και κάποιες εβδομάδες με καταπίνει το Σύσσημον του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου, οπότε δε θα μπορούσα παρά να τελειώσω εδώ με στίχους από την κοιλιά του κήτους:

όλη η ανθρωπότητα είναι μια χήρα / που φροντίζει τον τάφο ενός που δεν αγάπησε

να μη χάσω το μονοπώλιο της οδύνης  / να μη με διώξουν απ᾽την ευφυία του πόνου

θα πάω στη γλώσσα μου στη μεγάλη ιέρεια της ορφάνιας μου

το «Αλλιώς» όπου σύχναζα, όπου το καλό ερχόταν τα βράδια και τραύλιζε

ακρογιάλι ολούθε βόρειο είναι η ψυχή

και για ένα πράγμα να είσαι βέβαιος δεν υπάρχει άμουση αλήθεια

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy