Aνοιχτός ορίζοντας

Στο καλό, Βικτωρία

Ήρθε να μας γνωρίσει με ένα μπουκέτο γιασεμιά.

Η Βικτωρία η φίλη. Καλοκαίρι προς Φθινόπωρο 1974. Την είχε προτρέψει η Έλλη Αλεξίου που έμενε τότε με τον Αυγέρη στη γειτονιά μας. Με τα τραύματα του πολέμου εμείς. Η Βικτωρία μας έβαλε αμέσως κάτω από τις φτερούγες της. Λάδια, τυριά και παξιμάδια από την πατρίδα της την Κρήτη. Κατέβαινε από τη Φιλοθέη, ή έστελνε τον καλό της Χαρίδημο -γενικό διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης- να μας φτιάξει τον νεροχύτη. «Μη νοιάζεστε, τα καταφέρνει ο μάστοράς μου…» Έπαιρνε τη μικρή μας κόρη από το σχολείο, την τάιζε και την κρατούσε όλο το απόγευμα, συχνά και τη νύχτα να μας αλαφρώσει που τρέχαμε κι οι δυο. Άνοιξε το σπίτι της, έστρωσε τα κρεβάτια και τα τραπέζια της για μας, για τους φίλους και για τους φίλους των φίλων… Μας σύστησε όλη την πνευματική Αθήνα… έτσι απλά.

Η Βικτωρία η αγωνίστρια… Η κώφωσή της που την ταλαιπωρούσε όσο περνούσαν τα χρόνια, ήταν αποτέλεσμα των βασάνων που πέρασε στις εξορίες και στις φυλακές. Κι αυτή η αναπηρία της όμως είχε μετατραπεί σε χάρισμα, καθώς σήκωνε απαλά το χέρι να απομακρύνει τα καστανά της μαλλιά για να ακούσει καλύτερα. Το λεπτό της κορμί είχε μια εσωτερική δύναμη που ξάφνιαζε. «Με δυνάμωσε η εξορία», γελούσε. Μάζεψε όλα εκείνα τα γραφτά των κρατούμενων γυναικών, τα θαμμένα στο χώμα, κι έκανε το βιβλίο «Στρατόπεδα Γυναικών». Ανεκτίμητο ντοκουμέντο.

Βικτωρία η περιηγήτρια. Λάτρευε τα ταξίδια. Ήρθε και μας βρήκε δυο φορές στο νησί, την πονούσε το μοίρασμά του. Η Λεμεσός τής θύμιζε τα Χανιά της. Τόλμησε όμως και πέταξε πέρα από τον Ατλαντικό στη Νέα Υόρκη, τότε που ήμασταν εκεί. Πώς τα κατάφερε, χωρίς ακοή, χωρίς εγγλέζικα, σε μεγάλη ηλικία και με σταθμούς σε χαώδη αεροδρόμια; Κοιτούσε τους ουρανοξύστες με δέος, αλλά και με κάποια ειρωνεία. Δεν της ταίριαζαν. Με τον Χαρίδημό της έκαναν εκδρομές σε όλη την Ελλάδα. Η ίδια τιμούσε τις προσκλήσεις που έπαιρνε από Εταιρείες Λογοτεχνών της Ευρώπης και κυρίως των Βαλκανίων. Δεν πρόλαβε να χαρεί τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ο πατέρας της που τον έχασε στα 8 της χρόνια, αγιογράφος, καταγόταν από τη Βαλκανική Μακεδονία.

Η Βικτωρία η ποιήτρια. Των χαμηλών τόνων, του μηδέν άγαν, η κάθε λέξη της ένα διαμάντι, μια μυστική πύλη προς τη βαθιά της γνώση της γλώσσας, της φιλοσοφίας, της ιστορίας, της ελληνικότητας. Η έμπνευσή της, τίποτα δεν υποτιμάει, ξεκινά από τα σταφύλια του οπωρόκηπού της και φτάνει μέχρι τους αστερισμούς, που τους μελετούσε στο Αστεροσκοπείο τον καιρό της χούντας. «Για να ξεφεύγω από την πραγματικότητα»…

Η Βικτωρία η γυναίκα. Που μέχρι τα 90 της εξέπεμπε τη λάμψη της ελληνικής ομορφιάς. Κομψή, χωρίς να ξοδεύει παρά ελάχιστα, αγαπούσε τα γνήσια υλικά, το μετάξι, το βαμβάκι και το μαλλί. Στην κουζίνα με δίδαξε απλά μυστικά πείρας και οικονομίας. «Το ταπεινό νεράντζι είναι το καλλίτερο καλλυντικό».

Η Βικτωρία η μάνα. Δύο κόρες δίδυμες πολύ πιο ψηλές από την ίδια, που τις καμάρωνε, και τέσσερα εγγόνια που τα λάτρευε. Μια εικόνα αλησμόνητη μέσα μου. Η Βικτωρία έχοντας στην αγκαλιά της τον μικρό της εγγονό να του τραγουδάει ταϊζοντάς τον γιαούρτι κι εκείνος να την κοιτάει μαγεμένος. Μας λείπει. Θα μας λείπει όσο ζούμε. Η Φιλοθέη, η Αθήνα δεν είναι πια η ίδια. Ας μπορούσε ο καθένας μας να άφηνε πίσω του ένα τέτοιο ευγενικό αποτύπωμα.

Έλλη Παιονίδου, Λεμεσός 20 Φεβρουαρίου 2019

 

Τσακίζω τις λιανές ελιές

Τσακίζω τις λιανές ελιές και συλλογίζομαι

οσότανε να γίνουν κι απόμειναν

σύννεφα, όπου δε ρίξαν τη βροχή

παρά τα σκόρπισε ενάντιος άνεμος.

 

Θα τις γλυκάνω με το βρυσικό νερό

με τ’ άλλαγμα η πικράδα τους θα φύγει

μάραθο και λεμόνι θα τους βάλω να ευωδιάσουνε

Μα η πίκρα η δικιά μου πως γλυκαίνει;

Ωσάν την πράσινην ελιά να με τσακίζανε

Κατώφλι και παράθυρο [1962]


Λατομείο θλίψης

Βλέπω το χέρι μου να χαμηλώνει

τη γη να εκλιπαρεί και το χώμα

πάλι ν’ αγγίζει, από το χώμα

απόκριση να περιμένει κι από το νερό

το αιώνιο μάθημα να παίρνει.

Ό,τι διδάχτηκες μες τις πυκνές στιβάδες

του πνεύματος σου είναι φυλαγμένο

ν’ αναδυθεί μια μέρα για να σε στηρίξει

κι οι σπόροι οι θαμμένοι μέσα σε τάφο

κάποτε τον ήλιο θα δουν˙

μα, η ελπίδα είναι άγευστη πια

σαν καρπός από λιπάσματα βιασμένος

Ουρανία [1978]

 

Πήγαινε εκεί όπου κανένας…

Πήγαινε εκεί όπου κανένας δεν πάει.

Τόλμησε τους επικίνδυνους δρόμους

τις περιφρονημένες ατραπούς.

Άκουσε ακόμα μια φορά τους αλλότριους.

 

Επισκέψου τις πόλεις των έχθρών.

Κρίνε αυστηρά την παρόρμηση, τη φαντασία, τη φήμη

Ψαύσε ο ίδιος την απειλή.

 

Συνομίλησε με τους εναντίους.

Μετάφρασε το αλφάβητο τους. Δέξου

πως είναι σαν κι εσένα.

Ευνοημένοι [1998]

 

Τόσα γκρεμνά, με κρεμαστά νερά
για τέλος σίγουρο, αλλά δεν έπεσε καμιά
ο Λαοκράτης μόνο, εφτά χρονώ παιδί
παρμένος από κοχύλι που γυαλοκοπούσε
μέσʼ στο βυθό, ζαλίστηκε και χάθηκε.
Σμήνος μαύρο, τρέξαν οι μάνες να τον αναρπάσουν
μα κείνος πάει για του βυθού τα θαύματα.
Εδώ, μέσα στʼ αρμυρολούλουδα κοιμάται.

Αχ, πώς φυσάει μαγιάτικος ο μπάτης
λες θα τον ξυπνήσει κάθε χρόνο όπως φυσάει
με μια αναστάσιμη πνοή του
κι όπως το δικαιούται, τόσο άγουρος επέθανε
κι ανάβαθα τον έθαψαν στο κοκκινόχωμα.

Απόσπασμα από την «Εκδρομή» [1973] 

 

Μη τη ζωή!

Των μαρτύρων το παράπονο πνέει ο αγέρας
που τους θερίσανε τα νιάτα τους μες στον Απρίλη.
Του Διάκου, ακούγεται το δίστιχο στη χλόη,
της Βάσως τʼ άθαφτο κορμί φωνάζει
για λίγο χώμα, αχ τι ντροπή, να φανερώνουν τώρα
λερά κόκαλα την περηφάνια και την ομορφιά της.
Βοά το αίμα τους και παραγγέλλει:
Μη τη Ζωή! Και Μη τα Νιάτα!
Μη, για τίποτα στον κόσμο!

«Για ιδές καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει…»
«Δέστε την ομορφιά μου αραχνιασμένα κόκαλα…»
«Κλαίνε τα δέντρα, κλαιν και τα κλαδιά
κλαίνε και τα λημέρια που λημέριαζα…»

Το λαγούτο [1971]

Την αρμονία ζητώ

Την αρμονία νʼ ακούσω ζητώ
τη μουσική της γαλήνης
όπως απʼ τα λιβάδια ακούγεται
την ώρα που τʼ άστρα δακρύζουν
και την πρωινή πάχνη υφαίνουν.
Τότε αναδείχνεται του αγκαθιού το φύλλο
σαν ασημένιο κέντημα πάνω στο χώμα
η εύνοια τʼ ουρανού προσγειώνεται
και προστατεύει τον ύπνο του σπόρου.
Άγια τα γήινα, μα εγώ έχω κινήσει
για των ερωτημάτων τους κόσμους,
διάλειμμα στη θλίψη η περιέργειά μου.

Ανία της έντασης
πλήξη των σχέσεων και πλήξη της μοναξιάς
να ξεφύγω θέλω και να φύγω ακμαία,
με τη γύρη των άστρων νʼ αφομοιωθώ.
Νεφέλη πάνω απʼ το κάστρο αυτό να με σηκώσει.

Ουρανία [1978]

 

 

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy