Της
Ανθής Ερµογένους
Φορτισµένες συνειδήσεις, µη ζητήσουµε επανένωση. Νευρωτική κατήχηση. Μια αόριστη αίσθηση, πως οι «άλλοι» «απο ‘κεί» ζουν παρασιτικά. Μαθητικό ποίηµα απνευστί. ∆ιχοτόµηση οµόηχη µε πατριωτισµό. Σε συζητήσεις µεγάλων, αισθάνονταν πολύ πατριώτες που αργοπορούσαν να βάλουν τους «άλλους» στις ζωές µας. Όποιος πόθησε να πάει απ’ εκεί, να µιλά στους «άλλους», Τουρκόσπορος. ∆εν ξέρω τι σηµαίνει Τουρκόσπορος. Ούτε µαθήτρια ήξερα. Σµιλεµένη συνείδηση, φλοµωµένη συνθηµατολογούσε «Τούρκος καλός µόνο νεκρός».
«Πού πας πάλι;»
«Πρωταρά, δεν ξέρω, αγαπώ την άµµο, νιώθω να ανήκω, ηρεµούν τα µέσα µου».
«Σε τραβά το αίµα…». Η µάνα Βαρωσιώτισα.
Άνοιξαν τα οδοφράγµατα, ενοχές, να δείξω διαβατήριο. Όντως ασχηµονεί το διαβατήριο, στον µικρό τόπο σου. ∆εν άνοιγε κουβέντα. Μάλλον περίµενε να την απενοχοποιήσουµε. Πέρασε χρόνος που άνοιξαν. Σπούδαζα Κοµοτηνή. Με τους «Τούρκους», έτσι ‘λεγαν όταν πήγα εκεί σπουδές. Η κοκα-κόλα ήρθε εκεί; Αυτοκίνητα έχουν ή κυκλοφορούν µε κάρα; Συνειδησιακά νόµιζα ότι η φυλή ταυτίζεται µε τρίτο κόσµο. Πηγαίναµε ίδια κλαµπ, αντιγράψαµε στις εξετάσεις Νοµικής, κορίτσια είπαµε γκοµενικά µας. Άνθρωποι όµοιοι. Απέβαλα σύνδροµα στην Κοµοτηνή. Μάµα, θέλεις να δεις το σπίτι σου; Θέλω…
Mini-bus, θείες, θείοι, παππούς, γιαγιά, εγγόνια. «Ποφύσησαν» όλη τη διαδροµή. Πριν σταµατήσει το λεωφορείο στην παραλία της Αµµοχώστου, άνοιξαν την πόρτα, άρχισαν να τρέχουν στο νερό. Αν ρωτήσεις ποιο ήταν το πιο συγκλονιστικό αίσθηµα της ζωής µου, ήταν που είδα να τρέχουν στο νερό µε τα ρούχα, πριν σταµατήσει το λεωφορείο, που έκλαιγαν, που τίναζαν νερό, ένιβαν τα µούτρα τους µνήµη εντοπιότητας, που πέταγαν τα ρούχα τους στη θάλασσα, που οι θείοι έσκυψαν µούτρα στην άµµο, την έσφιγγαν, έτρεχε απ’ τα µεσοδάκτυλά τους. Κάποιοι πολλοί Τουρκοκύπριοι θέλουν να ζήσουµε µαζί. Φάγαµε εκεί µετά. ∆εν µπορούσα πια να επινοήσω τέρατα. Ήταν εµείς µε πιο βαθιά προφορά του «ο» και «α». Είχαν κοκα-κόλα…
Μόνο εµείς δηµιουργούµε τετελεσµένα. Τίποτα δεν είναι πιο ανόητο από το «Τούρκος στην Ευρωβουλή». Ο «Τούρκος» που έφαγα, ήπια, τραγούδησα µαζί του, µιλήσαµε πόσο, τόσα χρόνια πάλευε την ειρήνη µας. Πιο πολύ από εµάς. Απαρνιόταν την ειµαρµένη µπλόφα της διχοτόµησης. ∆εν θεώρησε ποτέ την επανένωση ξοφληµένη εκδοχή. Την πατριωτική αυτοχειρία των µαθητικών µου χρόνων. Ο Γιώργος είπε ας δω ειρήνη κι ας πεθάνω. Να δω την ειρήνη µας και να ζήσω άλλη µια επιπλέον µέρα. Η Γιόνκα είπε «If politicians don’t want peace, we will make our own peace».
Ο Φράγκος σε µια συγκλονιστική συλλογή ποίησης (αν είστε Αθήνα αύριο πηγαίνετε στο «Σπίτι της Κύπρου» στις 7) γράφει για τις καταδικαστικές επιφάσεις πατριωτισµού:
«Κι όταν µ’ έστελνε στο φούρνο του Βασίλη
για φρεσκοψηµένο ψωµί ή κουλούρι
η σύσταση ήταν αυστηρή.
Μην τολµήσω και µπω
στο “χαλαµάντουρο” του Μεµµέτη.
Το µισογκρεµισµένο σπίτι
ήταν επικίνδυνο
για τη σωµατική, ίσως
–τώρα που το σκέφτοµαι καλύτερα–
Και για τη συνειδησιακή µας
Ακεραιότητα».
Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy