τα άνθη του κακού

Ο need for acceptance speech λέγεται λες κι έχει να πείσει για αίρεση. Τέτοια, τόσο όσο, performances, που επικοινωνιακά μοιράζουν διαβεβαίωση τής μη επικινδυνότητάς μας και ISO, δεν είναι προβληματικά μόνο γιατί γίνονται μέσω guild speech. Είναι προβληματικά γιατί γίνονται με ένα λόγο πειρατικό, κλεμμένο από εκείνους που αφορούν. Όπως τα Black lives matter, τα Είναι η ώρα, τα Δεν είμαι αόρατη. Και είναι μολυσμένα με σφετερισμό. Ενώ έπρεπε να έρχονταν με λόγο που περιέχει επίθεση. Ακριβώς γιατί ο απολογητικός λόγος δεν θα καταφέρει ποτέ να πάει ποτέ ένα βήμα παραπέρα και κυρίως ένα βήμα παραπίσω. Ακόμα κι αν αγνοήσω το στιλ του λόγου και τον αποχρωματισμό του, δεν μπορώ να αγνοήσω ότι αυτό είναι μια καμπάνια παθολογικού ναρκισσισμού. Όπου ο λόγος απλοποιείται για να μη μας βρουν μπερδεμένους και ναρκισσιστές. Μια καμπάνια πάνω στην εξατομίκευση «πετυχημένων γυναικών» που δεν απομακρύνθηκαν από τη θέση τους δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει όσες πραγματικά δεν είναι ορατές και κυρίως δεν είναι αντιπροσωπευτική, δεν είναι εκπροσώπηση και σίγουρα δεν έχει το εμβόλιμα εκείνων που η ορατότητα, τους έφερε τραύμα. Δεν έχει το τραύμα. Άρα είναι μια καταχρηστική καμπάνια. Δεν έχει καμία καλειδοσκοπική αφήγηση γιατί από αυτήν λείπουν τα επίπεδα της ιστορίας. Μόνο η αφηγηματική δύναμη της πραγματικότητας θα ήταν χρήσιμη και θα έδινε ορατότητα αν αυτό είναι το ζητούμενο. Η αναπαράσταση. Η καταγραφή, της ΜΗ ορατότητας. Η καμπάνια αυτή, του «Δεν είμαι αόρατη» πάσχει αλήθειας ή έστω συνειρμικής σύνδεσης με την πραγματικότητα. Λείπει η πολιτικότητα, οι πρακτικές. Λείπει η απόπειρα για δημιουργία αντιληπτικής συνείδησης. Λείπει η σύνδεση και η σύνθεση. Λείπει η πρωταγωνίστρια, λείπει το θύμα. Φαίνεται μόνο η πριγκιποπούλα, που ορατοποιείται μέσω της. «Δεν είμαι η best friend σου;» Ακόμα και να τη δεχτώ σαν μια αθώα, αφελή καμπάνια, είναι σίγουρα εντός comfort zone, είναι ποταπή, κενή περιεχομένου. Και -πρέπει να το πούμε ξεκάθαρα- είναι γεμάτη αυταρέσκεια. Και προκλητική αυτοαναφορικότητα. Γιατί αυτό μόνο καταδεικνύει η συνοδεία της σέλφι από την κάθε -σίγουρα ορατή- γυναίκα. Με tag, από άλλες ομοίως ορατές γυναίκες. Και αυτό προκαλεί ακόμα περισσότερο την ευπαθή γυναίκα, την ενοχοποιεί, που δεν τα κατάφερε. (Να, σαν αυτές.) Στα σίγουρα δεν την αφορά. Την εξαιρεί. Ο μαύρος, η γυναίκα, το τρίτο φύλο, το υποκείμενο, το Άλλο, δεν είναι ένα μπραντ που ο καθένας και η καθεμία θα το επιβάλει μαρκετίστικα ή θα το πουλά σαν victim assistant. Ή να το εμπορευματοποιεί σαν προϊόν δημοκρατικής φαντασίωσης. Για να το λύσεις το πρόβλημα πρέπει να το διαγνώσεις. Η διάγνωση είναι εκείνο ακριβώς, η αορατικοποίηση. Ή το τραύμα που έφερε η στιγμή που έγιναν ορατές. Η θυματοποίηση από την ορατότητα. Το να παρουσιάζεις μια λανθασμένη πραγματικότητα με το «δεν είμαι αόρατη» δεν κάνεις καμιά επιθετική πολιτική, που θα ήταν και η μόνη αποδοτική. Κάνεις το αντίθετο. Σαν να ζητάς από το θεσμό, αφήστε να κάτσουμε, δεν είμαστε βλαβερές. Στο τέλος της μέρας, δεν ξέρω αν ζητούμενο των γυναικών είναι η ορατότητα και όχι η αξιοπρέπεια. Και αξιοπρέπεια, σε κάθε περίπτωση δεν είναι κόρδωμα και μπλέιζερ τζάκετ από ομιλήτριες σε ημερίδες. Βγαίνει από μαύρες τρύπες.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy