Τα «χρυσά διαβατήρια» της διαφθοράς

Στέφανος Στεφάνου,
βουλευτής, εκπρόσωπος Τύπου ΑΚΕΛ

«Η Κύπρος στοχοποιείται για τους καλά γνωστούς λόγους είτε για λόγους ανταγωνισμού είτε για άλλους λόγους…. Έχουμε τα αυστηρότερα, από όλες τις χώρες που προσφέρουν τη δυνατότητα απόκτησης της ευρωπαϊκής υπηκοότητας, κριτήρια».

Αυτά είχε δηλώσει ο Πρόεδρος Αναστασιάδης το Γενάρη του 2019, όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει την Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) στην οποία γινόταν αυστηρή κριτική στην Κύπρο (μαζί με τη Μάλτα και τη Βουλγαρία) για το πρόγραμμα παραχώρησης υπηκοοτήτων. Η Βουλγαρία αμέσως τερμάτισε το πρόγραμμα και η Μάλτα δήλωσε ότι θα κάνει σοβαρές αλλαγές στο δικό της πρόγραμμα. Η Κύπρος απέρριψε την κριτική της ΕΕ και η κυβέρνηση συνέχισε να καλύπτει τη διαπλοκή και τη διαφθορά που συνόδευε το πρόγραμμα. Οι όποιες αλλαγές έγιναν πολύ αργότερα, στις 31 Ιουλίου 2020, έπειτα από μεγάλη πίεση που ασκήθηκε από κόμματα της αντιπολίτευσης στη Βουλή.

Στα όσα δήλωσε ο Νίκος Αναστασιάδης, περιλαμβάνονται τα βασικά συστατικά της προσέγγισης της κυβέρνησης στο θέμα των «χρυσών διαβατηρίων». Πάντοτε, η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης στις καταγγελίες και στα δημοσιεύματα σε βάρος της Κύπρου, είναι η άρνηση ύπαρξης προβλημάτων. Αν η συζήτηση συνεχίζεται η κυβέρνηση βγαίνει στην αντεπίθεση κατηγορώντας τους κατήγορους ότι έχουν σκοπιμότητες. Τους επικριτές στο εσωτερικό, η κυβέρνηση τους προσεγγίζει διαφορετικά. Προσπαθεί να τους δαιμονοποιήσει στη συνείδηση του μέσου πολίτη, κατηγορώντας τους ότι δήθεν υποσκάπτουν και εκθέτουν την Κύπρο στο εξωτερικό. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι η υπόσκαψη και η δυσφήμιση προέρχεται από τις κυβερνητικές πολιτικές στο θέμα αυτό.

Οι καταγγελίες και τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα σε βάρος της Κύπρου άρχισαν το 2016. Η εξέλιξη αυτή δεν προέκυψε τυχαία. Τη χρονιά αυτή η κυβέρνηση για δεύτερη φορά προχώρησε σε νέα χαλάρωση των κριτηρίων (η πρώτη ήταν το 2013 με άλλοθι την οικονομική κρίση). Το ποσό για επενδύσεις όσων ήθελαν να λάβουν κυπριακό διαβατήριο η κυβέρνηση το κατέβασε στα δύο εκατομμύρια (όταν είχε ξεκινήσει το πρόγραμμα το 2007 το ποσό των επενδύσεων ήταν 26 εκατομμύρια!) και δόθηκε προτεραιότητα στην αγορά ακινήτων. Είναι σ’ αυτό τον τομέα που κυρίως γίνεται το μεγάλο πάρτι για το οποίο κατηγορείται η Κύπρος. Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΕ ο τομέας των ακινήτων παρέχει πρόσφορο έδαφος για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Με τις χαλαρώσεις που έκανε η κυβέρνηση Αναστασιάδη, οι αριθμοί των «χρυσών διαβατηρίων» απογειώθηκαν. Από το 2007 μέχρι το 2012 στο πλαίσιο του προγράμματος είχαν παραχωρηθεί κατ’ εξαίρεση 187 διαβατήρια. Το 2015 παραχωρήθηκαν 337 διαβατήρια και το 2018 ξεπέρασαν τα 700! Οι αριθμοί από μόνοι τους τεκμηριώνουν ότι το πρόγραμμα, με τις χαλαρώσεις της κυβέρνησης Αναστασιάδη, μετατράπηκε σε βιομηχανία μαζικής παραχώρησης «χρυσών διαβατηρίων».

Τρία ολόκληρα χρόνια διεθνείς και ευρωπαϊκοί θεσμοί και οργανισμοί, διεθνή μέσα ενημέρωσης παρουσίαζαν την Κύπρο σαν χώρα πλυντήριο βρώμικου χρήματος και σαν καταφύγιο απατεώνων και η κυπριακή κυβέρνηση πεισματικά απέρριπτε την ύπαρξη του προβλήματος. Αντί να προστατεύσει το όνομα της Κύπρου που διασυρόταν διεθνώς, το μόνο που ενδιέφερε την κυβέρνηση ήταν να περιορίζει τη δική της ζημιά στο εσωτερικό.

Φυσιολογικά εγείρεται το ερώτημα: γιατί η κυβέρνηση δεν προχώρησε έγκαιρα να κάνει τις απαραίτητες αλλαγές, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τις διεθνείς αντιδράσεις και να προστατεύσει την Κύπρο και το επενδυτικό της πρόγραμμα;

Η μια εξήγηση είναι ότι η κυβέρνηση, κατά την προσφιλή της τακτική, δεν αναλαμβάνει και δεν παραδέχεται καμία ευθύνη για κανένα πρόβλημα. Τις ευθύνες είτε τις φορτώνει στην προηγούμενη κυβέρνηση είτε επιχειρεί να τις φορτώνει σε άλλους. Αυτή την τακτική είδαμε να εφαρμόζει η κυβέρνηση και στην περίπτωση με τα δημοσιεύματα του Al Jazeera.

Αυτή η εξήγηση, λοιπόν, μπορεί να έχει μια βάση, αλλά δεν μπορεί να δικαιολογήσει επαρκώς την ανεύθυνη και επιζήμια, για την Κύπρο, στάση της κυβέρνησης. Ο βασικός λόγος της άρνησης της κυβέρνησης να αναγνωρίσει το πρόβλημα και να λάβει διορθωτικά μέτρα έχει να κάνει με τα πολύ μεγάλα συμφέροντα που δημιούργησε η βιομηχανία των «χρυσών διαβατηρίων» για μια πολύ μικρή προνομιούχα ομάδα της κοινωνίας. Αυτή η ομάδα έχει ισχυρές σχέσεις με την εκτελεστική εξουσία -τον λόφο του προεδρικού και την Πινδάρου- και το οικονομικό κατεστημένο της χώρας και ανέπτυξε σχέσεις διαπλοκής μαζί τους. Τα πολλά εκατομμύρια, μαζί με την απληστία και την αδιαφάνεια, εξέθρεψαν και ενίσχυσαν τη διαφθορά στην Κύπρο, γεγονός που καταγράφεται σε όλους τους βασικούς διεθνείς δείχτες από το 2013 και μετά.

Οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις

Πολλή συζήτηση γίνεται σχετικά με το όφελος του προγράμματος πολιτογραφήσεων. Η κυβέρνηση διατείνεται ότι το πρόγραμμα λίγο πολύ διέσωσε την κυπριακή οικονομία μετά το κούρεμα των καταθέσεων το 2013 και την οικονομική κρίση. Αυτή η άποψη είναι εξωπραγματική και δεν τεκμηριώνεται από κανένα στατιστικό στοιχείο. Το βέβαιο είναι πως οι επιπτώσεις του προγράμματος δεν είναι μονοσήμαντες ούτε και μόνο θετικές. Σύμφωνα με σχετική μελέτη του Υπουργείου Οικονομικών (Μελέτη για το κυπριακό επενδυτικό πρόγραμμα, επίδραση στην οικονομία, Φεβρουάριος 2019), η συνεισφορά του προγράμματος για την τριετία 2016 – 2018 είναι γύρω στο 0,4% (συνεισφορά στην τριετία 1,2% στη συνολική αύξηση της οικονομίας κατά 13%).

Αυτό, λοιπόν, που μπορεί να λεχθεί είναι ότι το πρόγραμμα είχε μια σχετική συνεισφορά στην οικονομία, αλλά όχι στο μέγεθος που διατείνονται οι κυβερνώντες. Η πολλαπλασιαστική επίπτωσή του  στην οικονομία είναι περιορισμένη, αφού το πρόγραμμα ουσιαστικά επικεντρώνεται στον κατασκευαστικό τομέα χωρίς να γίνονται επενδύσεις. Επιπλέον, πολλές από τις πληρωμές γίνονται σε λογαριασμούς του εξωτερικού χωρίς να περνούν από την κυπριακή οικονομία. Κλάδοι της οικονομίας, πέραν του κατασκευαστικού, δεν επωφελήθηκαν. Ουσιαστικά καμία επένδυση δεν έγινε στην καινοτομία. Σ’ αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να προσθέσουμε τη ζημιά που παθαίνει η Κύπρος από το αρνητικό όνομα που έχει στο εξωτερικό. Σοβαροί επενδυτές δεν αποφασίζουν να έρθουν στην Κύπρο, ανησυχώντας για την κατάσταση διαφθοράς στη χώρα μας.

Ο μονόπλευρος προσανατολισμός στη διοχέτευση των εσόδων ενίσχυσε τις ανισορροπίες της οικονομίας, δημιούργησε φούσκα στα ακίνητα και οδήγησε στην κατακόρυφη αύξηση των τιμών των ακινήτων και των ενοικίων, ειδικά στην ευρύτερη περιοχή της Λεμεσού, και όχι μόνο. Αυτή η εξέλιξη έχει κάνει ακόμα πιο δύσκολη την απόκτηση στέγης από τα νέα ζευγάρια και τα μικρομεσαία νοικοκυριά. Πέραν τούτου, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι ενώ το μέσο εισόδημα το 2019 αυξήθηκε κατά 9%, ο δείχτης ανισότητας (δείχτης Gini) αυξήθηκε από 29,1% σε 31,1% (στοιχεία Στατιστικής Υπηρεσίας). Αυτό οφείλεται στη συσσώρευση πλούτου σε λίγους και προνομιούχους, χωρίς αυτός ο πλούτος να κατανέμεται ή να φθάνει στην πραγματική οικονομία και την κοινωνία.

Αλλαγή του μοντέλου οικονομίας: η κατάχρηση του προγράμματος παραχώρησης «χρυσών διαβατηρίων» με όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει προκαλέσει, έχει κάνει ακόμα πιο έντονη την ανάγκη για αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης που για δεκαετίες ακολουθεί η Κύπρος. Αυτό το μοντέλο έχει εξαντλήσει τα περιθώριά του. Η Κύπρος πρέπει να εγκαταλείψει λογικές της αρπαχτής και του πρόσκαιρου κέρδους, οι οποίες ενισχύθηκαν από τα «χρυσά διαβατήρια», να μεταρρυθμίσει τον τομέα του τουρισμού και να δοθεί έμφαση στην επένδυση σε υποδομές, στην πράσινη οικονομία, στην ψηφιοποίηση και στην κατάρτιση των εργαζομένων, στη δημόσια υγεία και παιδεία, στην καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες.

Για να γίνει όμως τούτο, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα όραμα για μια οικονομία, η οποία να καλύπτει τις ανάγκες της κοινωνίας. Και, ασφαλώς, χρειάζεται να υπάρχει ένα κράτος ευνομίας, το οποίο αποφασιστικά να πατάξει τη διαφθορά. Η κυβέρνηση Αναστασιάδη, στα σχεδόν οκτώ χρόνια της διακυβέρνησής της, έχει αποδείξει ότι όχι μόνο είναι ανίκανη να το κάνει, αλλά ότι είναι και μέρος του προβλήματος.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy