Θανάσης Γρηγορίου: Όσοι βρεθήκαµε στις µάχες νιώσαµε την προδοσία

Κάθε χρόνο, τέτοιες ηµέρες, ο ήχος των σειρήνων ξυπνά τις µαύρες εκείνες µνήµες του προδοτικού πραξικοπήµατος και της τουρκικής εισβολής. Στις 15 Ιουλίου 1974 πραγµατοποιήθηκε το προδοτικό πραξικόπηµα από την Χούντα των Αθηνών και την ΕΟΚΑ Β. Στόχος η ανατροπή του νόµιµου και εκλεγµένου Προέδρου της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας Αρχιεπίσκοπου Μακάριου Γ. Με πρόφαση την επαναφορά της συνταγµατικής τάξης στην Κύπρο, η Τουρκία προχώρησε στις 20 του Ιούλη 1974 σε «ειρηνευτική επιχείρηση» -εισέβαλε στην Κύπρο καταλαµβάνοντας το 36,2% των εδαφών µας. Χιλιάδες νεκροί, αγνοούµενοι, πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.

 

Της ∆άφνης Πολυκάρπου

Ο πόνος της προσφυγιάς δεν σβήνει τόσο εύκολα. Ο 72χρονος Θανάσης Γρηγορίου, αγωνιστής και πρόσφυγας από τη Βώνη, ένα χωριό της Μεσαορίας, λίγα χιλιόµετρα µόλις από τη Λευκωσία, µίλησε στη «Χαραυγή» για όσα προσωπικά βίωσε πριν 48 χρόνια…

Ο Θανάσης Γρηγορίου µάς οµολογεί πως «όλοι περίµεναν πως κάποια µέρα θα γινόταν πραξικόπηµα. Έβαζαν βόµβες του Μακαρίου και αποπειράθηκαν να τον σκοτώσουν. Ο Μακάριος προειδοποιούσε πως εάν κάνουν πραξικόπηµα, θα ανοίξουν οι πόρτες για την Τουρκία… ∆υστυχώς, η ΕΟΚΑ Β προχώρησε στα άνοµα σχέδιά της και έφερε το διχασµό στον τόπο µας…»

Όταν έγινε η πρώτη εισβολή στις 20 Ιουλίου, οι Βωνιάτες έµειναν να προστατεύσουν το χωριό τους. «Γυρεύαµε να βρούµε όπλα», µας λέει ο κ. Γρηγορίου, «και πήγαµε δίπλα στην Κυθρέα, όπου υπήρχε στρατόπεδο. Πήραµε ορισµένα όπλα και επιστρέψαµε στο χωριό. Αντί να πάµε να πολεµήσουµε τους Τούρκους εισβολείς στην Κερύνεια, ξεκινήσαµε να κάνουµε στρατιωτικές επιχειρήσεις σε χωριά των Τουρκοκυπρίων. Έτσι εντολές είχαµε», ανέφερε ο κ. Γρηγορίου.

«Με γλίτωσε το κράνος»

Ένα από τα πολλά τουρκοκυπριακά χωριά στα οποία επιτέθηκαν ήταν και το Τζιάος. Όταν έφτασαν στο Τζιάος, οι κάτοικοι δέχθηκαν πυροβολισµούς από ελεύθερους σκοπευτές.

«Ήµουν ανάµεσα στους τυχερούς που φορούσα κράνος. Με πυροβόλησαν πάνω στο κράνος. Το κράνος αυτό όταν αποστρατεύτηκα το πήρα µαζί µου. Ο διοικητής µου ο µακαρίτης το ήθελε, γιατί ήταν της Εθνικής Φρουράς. Εγώ δεν του το έδωσα, γιατί του είπα ότι το θέλω ενθύµιο, επειδή αυτό το κράνος µε γλίτωσε. Εάν δεν φορούσα το κράνος, ήµουν τελειωµένος».

«Έφυγαν και µας άφησαν… αυτό είναι προδοσία»

Όταν έγινε η εκεχειρία, δόθηκε εντολή σε όσους είχαν ειδικότητες στο στρατό να πάνε στις µονάδες που υπηρετούσαν κανονικά στη θητεία τους.

«Εγώ ήµουν διαβιβαστής όπλων. Πήγα διαβιβαστής στον Άγιο Επίκτητο. Εµείς οι διαβιβαστές ήµασταν πίσω από την πρώτη γραµµή. Είχαµε µικροεπεισόδια, ειδικά τη νύχτα, όταν προσπαθούσαν οι Τούρκοι να προχωρήσουν µε τα άρµατά τους και να καταλάβουν χωριά.

Ο κ. Γρηγορίου δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε ένα περιστατικό που συνέβη κατά τη διάρκεια του πολέµου, όταν ήταν διαβιβαστής στον Άγιο Επίκτητο πίσω από την πρώτη γραµµή, το οποίο προκαλεί στον ίδιο θυµό και απαξίωση.

«Ήρθαν δύο στρατιώτες και τράβηξαν το καλώδιο του τηλεφώνου για να πάει ο διοικητής πιο πίσω. Εµείς οι στρατιώτες βρισκόµασταν στην µπροστινή γραµµή αντίστασης και αυτός ήθελε να οπισθοχωρήσει… Οι Τούρκοι µάς πυροβολούσαν και οι αξιωµατικοί µας ήταν εξαφανισµένοι…»

«Προσπαθούσα», λέει ο κ. Γρηγορίου, «να επικοινωνήσω µε τους ασύρµατους µε τους διοικητές, αλλά δεν απαντούσαν. Γύρω στο µεσηµέρι εµφανίστηκε ένας νεαρός στρατιώτης και κρατούσε το τηλέφωνο. Μόλις πλησίασε στα δύο µέτρα, του είπαµε να σταµατήσει και γυρίσαµε τα όπλα πάνω του. Φοβισµένος, µας είπε ότι τον διέταξε ο διοικητής να οπισθοχωρήσουν. Είναι τότε που διερωτήθηκα πού ήταν τόσες ώρες οι διοικητές και πού πιο πίσω µπορούσαµε να πάµε, µε τους Τούρκους να προελαύνουν. Τότε είπα κι εγώ στους στρατιώτες “πιάστε τα παγουράκια σας, τα όπλα σας και φύγαµε”».

Πριν φύγουν, ο κ. Γρηγορίου επικοινώνησε µε τους δύο λόχους µε τους οποίους είχε επικοινωνία και είπε στους αξιωµατικούς το τι έγινε, ότι δηλαδή έφυγαν οι διοικητές και τους άφησαν µόνους… «Αυτό είναι προδοσία», τους είπα.

Στο Κίτι ο κόσµος µοίραζε ψωµιά…

«Είπαµε στους δύο άλλους λόχους να µην µας ξανακαλέσουν µε τους ασύρµατους, γιατί θα σπάζαµε τον πίνακα µε τα τηλέφωνα για να µην τον βρουν οι Τούρκοι. Όταν φύγαµε, περπατήσαµε 6-7 χιλιόµετρα. Ήµασταν τυχεροί. Βρήκαµε στο δρόµο µας έναν ηλικιωµένο οδηγό φορτηγού και ανεβήκαµε µέσα». Ο κύριος µε το φορτηγό τούς πήρε στη Χαλεύκα. Από εκεί φαινόταν η Βώνη.

«Υπήρχε στρατόπεδο στη Χαλεύκα, πήγα εκεί, υπήρχε πολύς κόσµος. Μίλησα µε ένα στρατιώτη εκεί και µε ρώτησε από πού είµαι και του είπα από τη Βώνη. Μου είπε “οι Τούρκοι πέρασαν από εκεί από τις 8 το πρωί”. Όταν µου το είπε αυτό, κάθισα στην άσφαλτο και δεν µπορούσα να σταθώ. Η οικογένειά µου τι έγινε; Οι Τούρκοι πού πήγαν; Εµείς που θα πάµε;», ανέφερε βουρκωµένος.

Με τρεµάµενη φωνή µάς είπε ότι κατά την επιστροφή πέρασαν από το Κίτι, όπου εκεί ο κόσµος βρισκόταν στους δρόµους. Μας πετούσαν ψωµί, ό,τι µπορούσαν τα πλάσµατα. Περάσαµε από το Μαρώνι, εκεί δεν είχε ούτε µπακάλι ούτε νερό, αλλά ήµασταν και όλοι απένταροι και φτάσαµε στο στρατόπεδο των Πολεµιδιών.

Ευτυχώς η οικογένειά µου έφυγε πριν περάσουν οι Τούρκοι από το χωριό µας

Η οικογένεια του κ. Θανάση Γρηγορίου στην πρώτη εισβολή βρισκόταν στο χωριό τους στη Βώνη. Όταν έγινε η δεύτερη εισβολή, έφυγαν από το χωριό τους. Ήταν από τους τυχερούς…

Η Βώνη και το Παλαίκυθρο, µαζί µε την Επηχώ και άλλες γειτονικές τουρκοκυπριακές κοινότητες, µετατράπηκαν για τρεις περίπου µήνες, µετά τη δεύτερη εισβολή του Αττίλα, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης Ελληνοκύπριων αιχµαλώτων στρατιωτών και αµάχων γυναικόπαιδων και ηλικιωµένων. Οι βιαιότητες που καταγράφησαν ήσαν ασύλληπτης αγριότητας.

Ο πρόσφυγας Θανάσης δεν γνώριζε πού ήταν η οικογένειά του για δύο µήνες. Η µόνη πληροφορία που ήξερε ήταν πως οι Τούρκοι πέρασαν από το χωριό του.

Βρήκα τα µωρά να κοιµούνται πάνω σε µπάλες από σανό

Όταν βρισκόταν πλέον στα Πολεµίδια, τον έβαλαν οδηγό να πηγαίνει να φέρνει νερό. «Τη δεύτερη µέρα που πήγα είχε ένα καφενείο στον Ψεµατισµένο, κάθονταν 4-5 ηλικιωµένοι. Εγώ έκανα δύο µήνες και δεν ήπια καφέ. ∆εν κρατούσα χρήµατα. Εκεί στα σκαλιά του καφενείου για καλή µου τύχη βρήκα ένα χωριανό µου, µε αγκάλιασε και µου κέρασε καφέ. Μου είπε “ξέρεις πού είναι οι δικοί σου;” “Πού είναι;” τον ρώτησα. Άκουσε πως βρίσκονταν στην Ξυλοφάγου. Ευτυχώς, γλίτωσαν όλοι, αφού έφυγαν και δεν έµειναν στο χωριό. Επέστρεψα πίσω στο στρατόπεδο γεµάτος χαρά. Τους είπα “οι δικοί µου ζουν”, ήταν µεγάλη  κουβέντα τότε. “Αύριο πρωί”, µου είπε ο αξιωµατικός, “να πας να τους συναντήσεις”».

Έφτασα στην Ξυλοφάγου µε λεωφορείο από τη Λεµεσό. Είπα την κουβέντα στον οδηγό λεωφορείου και µε κατέβασε σε ένα καφενείο στο οποίο σύχναζαν πολλοί. Πήγα ρώτησα τον καφετζή και µου έδειξε σε ποιο σπίτι έµεναν οι δικοί µου. Πήγα και συνάντησα απέναντί µου µια µάντρα. Είχε πρόβατα. ∆ιερωτώµουν εάν ήταν το σωστό και πήγα στο διπλανό σπίτι να ρωτήσω. Άνοιξε την πόρτα µία κοπέλα, η οποία µόλις µε είδε κατάλαβε ποιος ήµουν, ήξερε πως ήµουν αγνοούµενος… Μου είπε ότι οι δικοί µου µένουν δίπλα στη µάντρα.

Πήγα αµέσως εκεί και συνάντησα τη µεγάλη αδελφή µου µε τα δύο µωρά της. Κοιµόταν µέσα στις µπάλες σανού. Η οικογένεια που τους βοήθησε είχε µόνο µία κουζίνα, ένα δωµάτιο και τη µάντρα. Αφού τους είδα και ήταν καλά, τους άφησα και έφυγα. Επέστρεψα στο στρατόπεδο στα Πολεµίδια, αφού εκεί είχα και να φάω και να πιω».

Όταν αποστρατεύτηκε, ο κ. Θανάσης ξαναβρέθηκε µε την οικογένειά του. Τους πήρε από την Ξυλοφάγου σε ένα σπίτι στην Αγλαντζιά. «Το ενοικίασα και τους πήρα όλους εκεί, τα αδέλφια και τους γονείς µου».

«∆εν υπάρχει Βώνη πλέον!»

Ερωτηθείς εάν επισκέφθηκε το χωριό του, ανέφερε: «Δεν πήγα, αποφάσισα να µην πάω και ούτε θέλω να πάω, γιατί και τα αδέλφια µου που πήγαν, µου είπαν πως δεν υπάρχει Βώνη πλέον. ∆εν υπάρχουν σπίτια, δεν υπάρχουν δέντρα, δεν αφήσαν τίποτα».

Σε ερώτηση εάν πιστεύει πως θα επιστρέψει πίσω, ο ίδιος απάντησε «µε αυτή την κυβέρνηση θα γίνει διχοτόµηση. ∆εν πιστεύω πως θα πάω ποτέ πίσω».

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy