Συνέντευξη στον Αντώνη Γεωργίου

O Θανάσης Παπαγεωργίου είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης στην παράσταση του Θεάτρου Στοά  «Εγώ ο Μάρκος Βαμβακάρης» που έρχεται στο Θέατρο Ριάλτο στις 2 Οκτωβρίου στις 20:30.  Τον μονόλογο έγραψε η Νάνση Τουμπακάρη και είναι βασισμένος στις αφηγήσεις του ίδιου του συνθέτη έτσι όπως καταγράφηκαν στο βιβλίο «Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία» που επιμελήθηκε η Αγγελική Βέλλου-Κάϊλ. Από τα τρία χρόνια που παίζεται το έργο ο κύριος Παπαγεωργίου κρατάει «την αγάπη που κρύβει μέσα του το κοινό για τον Μάρκο ειδικά και για το ρεμπέτικο γενικότερα» και αναφέρει ότι η προσπάθειά του όλα αυτά τα χρόνια ήταν να καταφέρει να «να γίνουμε μια παρέα με το κοινό, να τους καλέσω σπίτι μου και να τα πούμε.» Αυτό πέτυχε πέρα ως πέρα, με αποτέλεσμα να λένε πολλοί ότι περισσότερο  «είδαν τον Βαμβακάρη και λιγότερο τον Παπαγεωργίου» και αυτό για τον ίδιο «είναι η μεγαλύτερη επιτυχία της παράστασης» Μιλήσαμε με τον κύριο Παπαγεωργίου και για το Θέατρο Στοά «το μοναδικό θέατρο που λειτουργεί ανελλιπώς επί 49 συνεχείς χειμώνες και καλοκαίρια κάτω από την ίδια διεύθυνση» και κρατήθηκε από «το πείσμα του» και την «αγάπη των ανθρώπων που δούλεψαν και δουλεύουν εκεί μέσα». Ένα θέατρο που στήριξε έμπρακτα την ελληνικη θεατρική γραφή και δικαίως τονίζει ότι «αν δεν υπήρχε ο Κουν και στη συνέχεια η ΣΤΟΑ, σήμερα δεν θα παιζόντουσαν ελληνικά έργα και θα ήμασταν ακόμη στις φαρσοκωμωδίες. Και, το κυριότερο, δεν θα υπήρχε ο σεβασμός που υπάρχει από το Κοινό στο ελληνικό έργο.»

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Λένε πολλοί ότι περισσότερο είδαν τον Βαμβακάρη και λιγότερο τον Παπαγεωργίου

Η αληθινή δημιουργία δεν καταλαβαίνει από καλή καταγωγή και καλές συστάσεις

 

Γιατί επιλέξατε αυτό το έργο, να παρουσιάσετε δηλαδή τη ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη;

Με συγκινούν ιδιαίτερα οι ζωές των λαϊκών ανθρώπων, εκείνων που γίνανε μύθοι στον τομέα τους, περνώντας μέσα από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Ειδικά όταν αυτοί είναι άνθρωποι του ‘περιθωρίου’, όπως αρέσκονται να λένε αυτοί που θέλουν να τους υποτιμήσουν, λες και οι άνθρωποι του περιθωρίου δεν μπορούν να δημιουργήσουν και να γίνουν πρότυπα. Ανεβάζοντας τις ιστορίες της ζωής τους, απενοχοποιείς ταυτόχρονα αυτό με το οποίο η ‘’καλή κοινωνία’’ τους έχει παραγκωνίσει, παρ’ όλο βέβαια που έχει αποδεχτεί το έργο τους. Η καλύτερη απάντηση σ’ αυτή την καλή κοινωνία, είναι να προβάλλονται εκείνοι οι άνθρωποι που γίνανε μύθοι και αποτελούν τα πρότυπά της, όχι γιατί η ζωή τους υπήρξε αντίθετη με τα πιστεύω τους, αλλά επειδή η αληθινή δημιουργία δεν καταλαβαίνει από καλή καταγωγή και καλές συστάσεις.

Η καλύτερη απάντηση σ’ αυτή την καλή κοινωνία, είναι να προβάλλονται εκείνοι οι άνθρωποι που γίνανε μύθοι και αποτελούν τα πρότυπά της, όχι γιατί η ζωή τους υπήρξε αντίθετη με τα πιστεύω τους, αλλά επειδή η αληθινή δημιουργία δεν καταλαβαίνει από καλή καταγωγή και καλές συστάσεις.

Ποσό εύκολο είναι  για ένα ηθοποιό να ενσαρκώνει ένα πραγματικό πρόσωπο και ειδικότερα μια τέτοια προσωπικότητα, ένα μύθο της ελληνικής μουσικής με μια γνωστή αλλά και άγνωστη ταυτόχρονα ιστορία; 

Είναι πολύ δύσκολο κυρίως όταν ο ήρωας είναι σύγχρονος και τόσο παρών μέσα στην εποχή που τον παρουσιάζεις. Θέλω να πω πως αν παιζότανε το έργο μετά από εκατό χρόνια, η απόσταση του κοινού από τον ήρωα θα έκανε πιο εύκολη την ανάπλασή του στη σκηνή, επειδή θα είχαν μεσολαβήσει πολλά σ’ αυτό το διάστημα των εκατό χρόνων που θα θόλωνε την εικόνα του κοινού για τον ήρωα που βλέπει επί σκηνής. Και αυτό θα επέτρεπε κι ένα σωρό θεατρικά λαθάκια που δεν θα μπορούσε το κοινό της εποχής να διακρίνει. Ο Μάρκος όμως έχει πεθάνει πριν από 47 μόνο χρόνια, τα τραγούδια του είναι ζωντανά, τα παιδιά του – τα δύο γιατί το τρίτο πέθανε πριν λίγους μήνες – υπάρχουν και δημιουργούν, κρατούν ζωντανή τη μνήμη του πατέρα και το κοινό γνωρίζει πολύ καλά ποιου ανθρώπου τη ζωή θα πάει να δει. Με λίγα λόγια δεν υπάρχει περιθώριο να ξεγελάσεις κανέναν, γιατί ένα μεγάλο μέρος του κοινού έχει γνωρίσει από κοντά τον ήρωα, τον Μάρκο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Είναι η δυσκολία που λέω συχνά ότι υπάρχει στο ανέβασμα του νεοελληνικού έργου: οι ήρωες επί σκηνής είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, χρειάζεται λοιπόν μεγάλη δόση αλήθειας στην ερμηνεία σου.

Ποια είναι η αντίδραση του κοινού αυτά τα τρία χρόνια που παίζεται η παράσταση;

Η προσπάθειά μου ήταν να καταφέρω να γίνουμε μια παρέα με το κοινό, να τους καλέσω σπίτι μου και να τα πούμε. Αυτό πέτυχε πέρα ως πέρα, με αποτέλεσμα να λένε πολλοί ότι περισσότερο είδαν τον Βαμβακάρη και λιγότερο τον Παπαγεωργίου. Αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία της παράστασης.

Εσείς τι κρατάτε από όλα αυτά τα χρόνια παραστάσεων;

Την αγάπη που κρύβει μέσα του το κοινό για τον Μάρκο ειδικά και για το ρεμπέτικο γενικότερα. Δεν είναι τελικά τυχαίο που σ’ ένα μαγαζί μπορεί να ακούγονται διάφορες μουσικές, αλλά μόλις ακουστεί λαϊκό τραγούδι τότε αλλάζει ολόκληρη η ατμόσφαιρα. Όπως και να το κάνουμε είναι το τραγούδι του λαού, αυτό που τον εκφράζει και τον συγκινεί βαθιά μέσα του.

Δεν είναι τελικά τυχαίο που σ’ ένα μαγαζί μόλις ακουστεί λαϊκό τραγούδι τότε αλλάζει ολόκληρη η ατμόσφαιρα

Διάβασα κάπου ότι το κοινό εντοπίζει φυσιογνωμικά ομοιότητα ανάμεσα σε σας και τον Μάρκο Βαμβακάρη, εσείς το αντιλαμβάνεστε αυτό;  

Ελάχιστη σχέση έχω φυσιογνωμικά με τον Μάρκο. Και μόνο το γεγονός ότι εκείνος ήταν ένας γίγαντας, ένα κεφάλι ψηλότερος από μένα, είναι αρκετό. Αλλά στο θέατρο έχεις να κάνεις με χαρακτήρες, με ψυχοσύνθεση, με διάθεση. Νομίζω ότι αυτό που έχει καταφέρει η παράσταση είναι να βρεθούν αυτά τα στοιχεία του Μάρκου και αυτά να τονιστούν, κάτι που έκανε το κοινό να μου αποδίδει και φυσιογνωμική ομοιότητα. Φυσικά, εξωτερικά, έχω κρατήσει όσα στοιχεία μπορούσα από εκείνον, τα γυαλιά του, το χτένισμα του, ίσως το περπάτημά του. Αλλά νομίζω ότι αυτό που μετράει περισσότερο είναι η συμπεριφορά.

Τον είχατε γνωρίσει προσωπικά; Ποια ήταν η σχέση σας με την μουσική του πριν από την παράσταση;

Είχα δύο επαφές με τον Μάρκο πριν να τον ενσαρκώσω στη σκηνή. Η πρώτη, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ήταν όταν ήμουν δέκα χρονών. Μας πήγε ο πατέρας μου, μετανάστης Κωνσταντινουπολίτης, στο μαγαζί που τραγουδούσε, κι έτσι τον είδα για πρώτη φορά, χωρίς φυσικά να ξέρω ποιος και τι είναι. Η δεύτερη φορά ήταν το 1969, όταν ανέβαζα την ‘Αυλή των θαυμάτων’ του Καμπανέλλη και του ζήτησα να γράψει τη μουσική για το έργο. Το σπίτι του ήταν πολύ κοντά στο θέατρο που θα παίζαμε, στην Κοκκινιά. Μου έδωσε πρόθυμα τη μουσική του, μόνο που με παρεκάλεσε να παίξει ο Στέλιος, ο γιος του, επειδή εκείνος ήταν τότε άρρωστος. Ήρθε και στην πρεμιέρα του έργου και του άρεσε πολύ. Η τρίτη είναι τώρα, που γίναμε ένα επί σκηνής. Ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια άκουγαν πάντοτε στο σπίτι και δεν μου ήταν άγνωστα τα ακούσματα. Δεν μπορώ να πω ότι έγινα ειδικός σ’ αυτά, αλλά μπήκαν για τα καλά μέσα στην κουλτούρα μου και μπορώ να πω ότι συνυπάρχουν μια χαρά με την κλασική μουσική που είναι η αδυναμία μου.

Οι Κρατικές Σκηνές, που είναι ιδρυτική τους υποχρέωση, δεν αγάπησαν το ελληνικό θεατρικό έργο. Αν δεν υπήρχε ο Κουν και στη συνέχεια η ΣΤΟΑ, σήμερα δεν θα παιζόντουσαν ελληνικά έργα και θα ήμασταν ακόμη στις φαρσοκωμωδίες. Και, το κυριότερο, δεν θα υπήρχε ο σεβασμός που υπάρχει από το Κοινό στο ελληνικό έργο.

 

Υπάρχουν κάποια τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη που ξεχωρίζετε; 

Ναι, φυσικό είναι αυτό. Αλλά εκείνο που με συγκινεί είναι η προέλευση αυτών των τραγουδιών. Το ποιος έγραψε μουσική και στίχους και κυρίως γιατί τα έγραψε.

 

Τι πιστεύετε πως είναι το ιδιαίτερο στα τραγούδια του, στη μουσική του;

Ο άνθρωπος που τα έγραψε περιέγραφε σε μεγάλο βαθμό τον ψυχισμό του, μιλούσε πολύ με τα τραγούδια του για τους προσωπικούς του καημούς και τα βάσανά του, κυρίως τη φτώχεια του, τους έρωτές του και φυσικά το χασίσι που του έγινε ένα πάθος που τον κυνηγούσε σε όλη του τη ζωή, χωρίς να μπορεί να απαλλαγεί απ’ αυτό. Τα περισσότερα, αν όχι όλα, βγαίνουν από προσωπικές του ιστορίες και εμπειρίες και αυτό είναι ιδιαίτερα συγκινητικό, αλλά και ενδιαφέρον.

Σχεδόν 50 χρόνια βρίσκετε στο θεατρικό χώρο με το Θέατρο Στοά. Πώς ήταν αυτή η σχεδόν πενηντάχρονη πορεία; 

Του χρόνου μπαίνουμε στον πεντηκοστό χρόνο της Στοάς. Είναι κατόρθωμα για ένα θέατρο, στην περιφέρεια της Αθήνας, χωρίς πόρους, μόνο με μια μικρή κρατική επιχορήγηση – που πλέον έχει σταματήσει – χωρίς γνωστές τηλεοπτικές ή κινηματογραφικές φίρμες, να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του επί σχεδόν πενήντα χρόνια, χωρίς μία απουσία. Η ΣΤΟΑ είναι το μοναδικό θέατρο που λειτουργεί ανελλιπώς επί 49 συνεχείς χειμώνες και καλοκαίρια κάτω από την ίδια διεύθυνση. Αυτά τα χρόνια περιλάμβαναν όλων των ειδών τις συγκινήσεις. Από την αποθέωση μέχρι την απελπισία. Υπήρξαν μέρες που δεν ξέραμε πού να βάλουμε τον κόσμο και μέρες που παίζαμε με πέντε θεατές. Έργα που κάνανε 400 παραστάσεις και άλλα που έκαναν με το ζόρι 20. Όλα ήταν ωραία. Και τα καλά και τα κακά. Άλλωστε θέατρο κάναμε για να τα έχουμε καλά με τον εαυτό μας και μετά για να ικανοποιούμε τις μικρές μας υλικές ανάγκες. Όπως λέει και το motto μας: ’’Το θέατρο για μας δεν είναι πρόσχημα, είναι τρόπος ζωής’’.

Τι είναι αυτό πιστεύετε  που κράτησε το Θέατρο Στοά ανοιχτό και δραστήριο τόσα χρόνια παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε;

Το πείσμα μου και η αγάπη των ανθρώπων που δούλεψαν και δουλεύουν εκεί μέσα. Το ένα τάιζε το άλλο. Με όσα παιδιά περάσανε από κει μέσα ζήσαμε μεγάλες στιγμές, γλυκές και πικρές και έχουμε όλοι μόνο καλές αναμνήσεις από τη σχέση μας και τη συνεργασία μας. Τουλάχιστον υπηρετήσαμε όλοι μας κάτι που αγαπήσαμε και σεβαστήκαμε πολύ.

 Έχουμε καλούς ηθοποιούς και καλούς σκηνοθέτες. Το έλλειμμα παρουσιάζεται στο όραμα. Και αυτό είναι το χειρότερο. Δημιουργία χωρίς όραμα είναι έρωτας χωρίς ταίρι.

Δώσατε ιδιαίτερη σημασία στη ελληνική θεατρική γραφή, δίνοντας ευκαιρία σε νέους Έλληνες συγγραφείς αναδεικνύοντας αρκετούς σημαντικούς σύγχρονους συγγραφείς. Πόσο σημαντική είναι η στήριξη της ντόπιας θεατρικής γραφής; 

Δεν έχει καμία στήριξη. Ούτε καν οι Κρατικές Σκηνές, που είναι ιδρυτική τους υποχρέωση, δεν αγάπησαν το ελληνικό θεατρικό έργο. Αν δεν υπήρχε ο Κουν και στη συνέχεια η ΣΤΟΑ, σήμερα δεν θα παιζόντουσαν ελληνικά έργα και θα ήμασταν ακόμη στις φαρσοκωμωδίες. Και, το κυριότερο, δεν θα υπήρχε ο σεβασμός που υπάρχει από το Κοινό στο ελληνικό έργο. Σήμερα έχουν μεγάλες εισπρακτικές κινήσεις, το ίδιο, ένα ξένο όσο και ένα ελληνικό έργο, πράγμα αδιανόητο για την δεκαετία του ‘70 και του ‘80. Αλλά το ουσιαστικό επίτευγμα είναι αυτό που είχε πει ο Κουν, ότι δεν υπάρχει ελληνικό θέατρο χωρίς ελληνικό έργο. Και σήμερα, μπορούμε να το καυχηθούμε αυτό, υπάρχει ελληνικό θέατρο και πολύ καλό μάλιστα. Θέλω να πιστεύω ότι τονώθηκε η αυτοπεποίθησή μας, ότι κι εμείς μπορούμε να γράψουμε και να παίξουμε καλά δικά μας έργα.

Τι θα λέγατε σε ένα νέο ηθοποιό και σε ένα θεατρικό συγγραφέα να “προσέχει’’ μπαίνοντας στο χώρο του θεάτρου;

Να έχει στόχους και να τους πιστεύει. Ακόμα και μέτριοι να είναι τουλάχιστον θα κάνει κάτι που το αγαπάει. Αυτό που παρατηρείται σήμερα είναι η έλλειψη στόχων, τόσο στο έργο, όσο και στην παράσταση και την ερμηνεία. Έχουμε καλούς ηθοποιούς και καλούς σκηνοθέτες. Το έλλειμμα παρουσιάζεται στο όραμα. Και αυτό είναι το χειρότερο. Δημιουργία χωρίς όραμα είναι έρωτας χωρίς ταίρι.

 

 

 

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy