Θρησκευτική Εκπαίδευση στην Κύπρο: Προκλήσεις και Προοπτικές για ειρήνη και επανένωση

Της Βιάνας Έρικσσον

Ο ρόλος της θρησκείας στην εκπαίδευση βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο διαλόγων και δημοσίων συζητήσεων, ιδιαίτερα μετά την ενίσχυση του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της κοινωνίας μας και της ταχείας αλλαγής που παρατηρείται στη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού στα δημόσια σχολεία, αποτέλεσμα κυρίως της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης των τελευταίων ετών.

Το σχολείο, ως καθρέφτης της κοινωνίας, καταπιάνεται άμεσα με το ρόλο της θρησκείας στη ζωή των ανθρώπων. Ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία αντανακλά τον βαθμό ωρίμανσης μιας κοινωνίας που αποδέχεται και σέβεται τη διαφορετικότητα και αναλαμβάνει θετικές δράσεις για πρόληψη, αντιμετώπιση και αποτροπή διακρίσεων μεταξύ ατόμων και φυλετικών/κοινωνικών ομάδων. Πληθώρα ερευνών και μελετών σχετικά με το ζήτημα της θρησκείας και της διδασκαλίας του μαθήματος στα σχολεία προσφέρει πλούσιο συγγραφικό έργο από διαφορετικές οπτικές γωνίες και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θέσεων και απόψεων σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος και ανάλογα με το κοινωνικό-πολιτικό περιβάλλον.

Σε αντίθεση με την θρησκευτική εκπαίδευση στην υπόλοιπη Ευρώπη, η βιβλιογραφία σχετικά με το υπό εξέταση θέμα όσον αφορά στην περίπτωση της Κύπρου και της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο κυπριακό κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον είναι μάλλον περιορισμένη. Ακόμα λιγότερες είναι οι προσπάθειες που επιχείρησαν να μελετήσουν το θέμα και να επιδείξουν αξιόλογα αποτελέσματα και εισηγήσεις εκσυγχρονισμού του μαθήματος έτσι που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες και προκλήσεις λαμβάνοντας υπόψην το ενδεχόμενο της πολυπόθητης ειρήνης και επανένωσης του νησιού.

Η θρησκευτική εκπαίδευση και ο χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία είναι ζήτημα που ανέκαθεν προκαλούσε εντάσεις στην κυπριακή κοινωνία. Για πρώτη φορά η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 2003 επιχείρησε να εκσυγχρονίσει το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα και να το εναρμονίσει με τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προωθώντας τη διαπολιτισμικότητα και το σεβασμό στη διαφορετικότητα στα πλαίσια της καταπολέμησης των φυλετικών διακρίσεων και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ωστόσο, ένας αριθμός παραγόντων στάθηκε εμπόδιο στο να εφαρμοστεί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην πράξη. Πέραν από τους διάφορους φορείς εξουσίας όπως είναι η εκκλησία, οι εκπαιδευτικοί φορείς και οι κρατικοί αξιωματούχοι, η πολιτική σκοπιμότητα και το συμφέρον των πολιτικών κομμάτων, η επιμονή σε “πατροπαράδοτους” κώδικες αξιών, η συντηρητική στάση κύκλων του Υπουργείου Παιδείας και εκπαιδευτικών οργανώσεων επισκίασαν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και φανέρωσαν την αδυναμία χάραξης κοινής πολιτικής για το μέλλον της παιδείας του τόπου.

Το παρόν άρθρο επιχειρεί να παρουσιάσει μια κριτική προσέγγιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Κύπρο σήμερα και μέσα από τη παράθεση συμπερασμάτων να προσκαλέσει εμπλεκόμενους φορείς -εκπαιδευτικούς, ακαδημαϊκούς και σχεδιαστές αναλυτικών προγραμμάτων, πολιτικούς και σχετικές εκπαιδευτικές οργανώσεις- να επανεξετάσουν τη θρησκευτική εκπαίδευση λαμβάνοντας από τη μία υπόψην τις επικρατούσες θρησκευτικές πεποιθήσεις και διαφοροποιήσεις λειτουργώντας ωστόσο μέσα στο θεσμικό πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης η οποία κατοχυρώνει και διασφαλίζει, με σχετικές υποδείξεις, συνταγματικά δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως, χωρίς διακρίσεις. Με δεδομένες τις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια θα αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της σύγχρονης παιδείας και θα αναδειχθεί η αισιόδοξη προοπτική για ειρήνη και επανένωση στα σχολεία της Κύπρου.

Επιγραμματικά, τα επικρατούντα μοντέλα θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Ευρώπη διακρίνονται σε: 1) Ομολογιακή Θρησκευτική Εκπαίδευση (υποχρεωτική και επιλογής), 2) Μη Ομολογιακή Θρησκευτική Εκπαίδευση και 3) Ανυπαρξία Θρησκευτικής Εκπαίδευσης. Η θρησκευτική εκπαίδευση στην Κύπρο εμπίπτει στην πρώτη κατηγορία: έχει ομολογιακό χαρακτήρα και το μάθημα των θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό με δικαίωμα απαλλαγής σε μη χριστιανούς ορθόδοξους μαθητές/τριες. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί πως η εκδοχή της ομολογιακής αυτής κατεύθυνσης διδασκαλίας, να χρήζουν δηλαδή απαλλαγής μόνο όσοι μαθητές/τριες δεν είναι χριστιανοί ορθόδοξοι στερείται νομικού ερείσματος αφού η αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων ως ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων είναι κατ’ αρχήν μη αποδεκτή τόσο από το Σύνταγμα της Κύπρου όσο και από διεθνή κείμενα που κατοχυρώνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες. H προϋπόθεση αυτή -η αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων ως προϋπόθεση αιτήματος απαλλαγής- αντιβαίνει προς την αρνητική θρησκευτική ελευθερία των μαθητών και προσκρούει προς το ειδικότερο δικαίωμα των γονέων τους να καθοδηγούν τα παιδιά τους κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Στην Ελλάδα, όπου η επικράτηση της Ορθόδοξης θρησκείας πιστοποιείται μέσα από τις διατάξεις του Συντάγματός, η χορήγηση απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών είναι δυνατή χωρίς να απαιτείται η αποκάλυψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων των μαθητών, ένα βήμα δηλαδή μπροστά ως προς την κατοχύρωση και προστασία των προσωπικών δεδομένων του ατόμου. Πέραν όμως του σοβαρού θέματος της νομιμότητας, υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί λόγοι που καθιστούν προβληματική την πιο πάνω διαδικασία: ο κοινωνικός στιγματισμός του επηρεαζόμενου, η εξαναγκαστική κατηγοριοποίηση μαθητών ως φορείς θρησκευτικών ταυτοτήτων, η παραβίαση των ορίων της αυτονομίας του μαθητή/τριας αλλά και η αποσαφήνιση των θρησκευμάτων τα οποία θεωρούνται άξια να δικαιολογήσουν την απαλλαγή.

Tο Νέο Αναλυτικό Πρόγραμμα Θρησκευτικών παρουσιάζει το μάθημα ως πρότυπο διδασκαλίας οικουμενικών αξιών και καλής διαγωγής μέσα από ένα Χριστιανικό Λόγο που προάγει σύγχρονες, προοδευτικές κοσμοαντιλήψεις, εναρμονισμένες στις ανάγκες των καιρών και με επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι το μάθημα καλλιεργώντας τη γνώση διακρίνεται αφενός από την Κατήχηση, ενώ παράλληλα η γνωριμία με τις άλλες θρησκείες υπερβαίνει τη Θρησκειολογία, δηλαδή την ισομερή και αναλυτική διδασκαλία όλων των θρησκευμάτων. Η θέση αυτή υποστηρίζεται έντονα και από την άποψη ότι το μάθημα δεν διέπεται από θεοκρατικές αντιλήψεις, αλλά διαθέτει σαφές και συγκεκριμένο γνωσιολογικό περιεχόμενο. Είναι εμφανής δηλαδή η προσπάθεια μετατροπής της διδασκαλίας του μαθήματος από μάθημα χριστιανικής κατήχησης, σε μάθημα διδασκαλίας οικουμενικών αξιών, διατηρώντας ταυτόχρονα τον Χριστιανικό του προσανατολισμό προς όφελος της ελληνοχριστιανικής πλειοψηφίας.

Η μέθοδος διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών βασίζεται κυρίως στην “ερμηνευτική” προσέγγιση η οποία λαμβάνει υπόψην την ετερότητα μεταξύ των θρησκειών, την αλληλεπίδραση θρησκείας και πολιτισμού και τις τρέχουσες πολιτικοκοινωνικές διαφοροποιήσεις, προσφέροντας έτσι ένα πιθανό τρόπο γνωριμίας των μαθητών με τις θρησκείες. Οι υποστηρικτές της μεθοδολογίας αυτής προσεγγίζουν ιστορικά και πολιτικά την “ανάμειξη” πολιτιστικών και θρησκευτικών αξιών στην εκπαίδευση λαμβάνοντας υπόψην την αρχή της συγκειμενικοποίησης, το ιδιαίτερο δηλαδή τοπικό, πολιτιστικό και κοινωνικό υπόβαθρο της συγκεκριμένης κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό εμπλουτίζεται η υφιστάμενη ομολογιακή μέθοδος και ενισχύεται παράλληλα το κύρος της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Πιο άμεσο και έντονο επιχείρημα υπεράσπισης της διατήρησης του ομολογιακού χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών εκφράζεται και μέσα από την ανησυχία ότι με την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών και την αντικατάστασή του με το μάθημα της θρησκειολογείας υιοθετούμε τη θέση ότι η θρησκεία είναι ιστορικό-κοινωνική κατασκευή. Οι υποστηρικτές της παραμονής και διατήρησης του ομολογιακού μοντέλου διδασκαλίας αναγνωρίζουν ωστόσο ότι η προσέγγιση αυτή είναι ανεπαρκής όσον αφορά την αντιμετώπιση του ρατσισμού και την προώθηση της αποδοχής και της ανοχής στη διαφορετικότητα. Το κύριο όμως πρόβλημα που προκύπτει μέσα από το ομολογιακό μοντέλο θρησκευτικής εκπαίδευσης είναι ότι η διδασκαλία αυτή διευρύνει το πλέγμα των ήδη υφιστάμενων διακρίσεων και αποδυναμώνει το αίσθημα κοινωνικής συνοχής. Λειτουργεί επίσης ως στοιχείο ανάδειξης και ενίσχυσης της “εθνικής ταυτότητας”, γεγονός που υποθάλπει μια διαρκή ένταση ανάμεσα στα θρησκεύματα πλειοψηφίας και μειοψηφίας των μαθητών.

Θέτοντας υπό κριτική εξέταση το υφιστάμενο ομολογιακό μοντέλο θρησκευτικής εκπαίδευσης διαπιστώνεται η επιτακτική ανάγκη επανεξέτασης και αναδιαμόρφωσης της διδακτικής αυτής προσέγγισης σε ένα μη-ομολογιακού περιεχομένου μάθημα που αφενός θα λαμβάνει υπόψην τις συγκεκριμένες ιστορικοπολιτικοκοινωνικές συνθήκες του κράτους και αφετέρου θα λειτουργεί εντός του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης πλήρως συμμορφωμένο και εναρμονισμένο στις αξίες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τη θρησκευτική εκπαίδευση αναφέρουν ότι το μάθημα οφείλει να έχει διαπολιτισμικό-διαθρησκευτικό και γνωσιολογικό χαρακτήρα έτσι ώστε να διδάσκονται τα παιδιά την ιστορία και φιλοσοφία των διαφόρων θρησκευμάτων με αντικειμενικότητα, αμεροληψία και με σεβασμό στην αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η θρηκευτική αγωγή οφείλει να δίνει στα παιδιά τη δυνατότητα να αναπτύξουν μια ολοκληρωμένη, κριτική και αντικειμενική θεώρηση απέναντι στο φαινόμενο της θρησκευτικότητας, δηλαδή σε ευρέως διαδεδομένες θρησκείες και φιλοσοφικές επιλογές αλλά και απέναντι στο φαινόμενο της μη θρησκευτικότητας, δηλαδή του αγνωστικισμού και της αθεΐας. Μόνο υπό αυτές τις περιστάσεις μπορεί να διαμορφωθεί μια νέα προσέγγιση θρησκευτικής εκπαίδευσης που θα καταφάσκει στις αρχές του ουδετερόθρησκου σχολείου, θα προωθεί τη γνώση και όχι την πίστη και θα σέβεται τη θρησκευτική συνείδηση όλων ανεξαιρέτως των μαθητών χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς στο οποίο όλοι οι μαθητές/τριες θα εκπαιδεύονται μαζί, χωρίς απαλλαγές και σύμφωνα με τις πεποιθήσεις των γονέων τους. Η προσέγγιση αυτή δεν αποκλείει την απόδοση μεγαλύτερης έμφασης στο ελληνορθόδοξο χριστιανικό δόγμα λαμβάνοντας υπόψην το κοινωνικοπολιτισμικό και ιστορικό υπόβαθρο της κυπριακής κοινωνίας, δεδομένου ότι η έμφαση αυτή δίδεται μόνο σε ποσοτικό και όχι ποιοτικό βαθμό, χωρίς δηλαδή να παραβιάζεται η αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας και αμεροληψίας στο σχολικό περιβάλλον μέσα από βιωματικού και κατηχητικού τύπου δραστηριότητες.

Σημαντικές προϋπόθέσεις επίτευξης και αποτελεσματικότητας της πιο πάνω προσέγγισης είναι το υψηλό επίπεδο δεοντολογίας και επαγγελματικής κατάρτισης των εκπαιδευτικών καθώς και η υιοθέτηση διδακτικών πρακτικών που άρουν κοινωνικούς αποκλεισμούς και υπηρετούν τις αρχές του πλουραλισμού και της αντικειμενικότητας. Επιπρόσθετα, η θρησκευτική ουδετερότητα δεν συνεπάγει ότι το μάθημα πρέπει να διδάσκεται αποκομμένα και ανεξάρτητα, αλλά ως μέρος της ευρύτερης διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και της εκπαίδευσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μαθητών. Με την προοπτική της ειρήνης και της επανένωσης του τόπου, η μεγαλύτερη πρόκληση για την κυπριακή θρησκευτική εκπαίδευση είναι η διατήρηση της ισορροπίας εκείνης που θα διασφαλίζει τη δίκαιη και κατάλληλη μεταχείριση των μειονοτήτων και θα αποφεύγει την όποια κατάχρηση από μέρους των κυρίαρχων θέσεων αφού “δημοκρατία” δε σημαίνει ότι πάντα θα πρέπει να επικρατούν οι απόψεις της πλειοψηφίας του γηγενούς πληθυσμού. Πέραν της μελέτης και ανάλυσης των στάσεων και αντιλήψεων των εκπαιδευτικών στα σχολεία, θα πρέπει επίσης να ερευνηθούν και να ληφθούν υπόψην και οι στάσεις και προτιμήσεις των μαθητών/τριών όσον αφορά τη θρησκευτική τους διαπαιδαγώγηση στα σχολεία της Κύπρου. Στην έρευνα REDCo (2009), μαθητές και μαθήτριες από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες έδειξαν ξεκάθαρη προτίμηση σε ένα μη ομολογιακό μάθημα, γνωσιολογικού περιεχομένου που προωθεί έμπρακτα το δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας και υιοθετεί πρακτικές πλήρους αποδοχής της θρησκευτικής και όποιας άλλης διαφορετικότητας.

Οποιαδήποτε μετεξέλιξη και τροποποίηση του μαθήματος των θρησκευτικών, ιδιαίτερα στο κυπριακό συγκείμενο, επηρεάζει αναμφισβήτητα τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας. Ο Κατάλιακος στο βιβλίο του “Ελευθερίες υπό Διαπραγμάτευση” υπογραμμίζει πως αν η πίεση για αλλαγή ασκείται μόνο από τις θρησκευτικές μειονότητες και όχι από την κοινωνία στο σύνολο της, τότε το έργο μετεξέλιξης της θρησκευτικής εκπαίδευσης θα προσκρούει στις πάγιες θέσεις και αξιώσεις της επικρατούσας θρησκείας. Περαιτέρω επιστημονικές μελέτες και έρευνες πρέπει να ενημερώσουν την ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία εστιάζοντας πλέον στην προοπτική ειρήνης και επανένωσης του νησιού. Η ενιαία θρησκευτική εκπαίδευση είναι εφικτή αρκεί να “αντιμετωπιστεί από τη μια η εκκλησία χωρίς καχυποψία και από την άλλη το κράτος με εύνοια”. Σε ένα κράτος συμβατό με τις σύγχρονες δημοκρατικές αξίες ισονομίας και σεβασμού των ατομικών ελευθεριών, το δημόσιο σχολείο ως κρατικός φορέας και ως χώρος σύνθεσης απόψεων και πολιτισμών πρέπει να διατηρεί την αμεροληψία και την ουδετερότητα του απέναντι σε όλες τις θρησκείες και να άρει κοινωνικούς αποκλεισμούς και διακρίσεις.

“Η θρησκευτική εκπαίδευση, βαθιά ριζωμένη στην ιστορία του κάθε κράτους, προσδιορίζει τη διαδικασία ωρίμανσης και εκδημοκρατικοποίησής του”. Καιρός λοιπόν να ωριμάσουμε και να συμβάλουμε στην εκδημοκρατικοποίηση της παρεχόμενης κυπριακής εκπαίδευσης διατηρώντας αισιόδοξη την προοπτική για ειρήνη και επανένωση.

Google News icon Aκολουθήστε μας στο Google News

Οι τελευταίες ειδήσεις από την Κύπρο και τον κόσμο και όλη η επικαιρότητα στο dialogos.com.cy