Αστική κοινωνική θεωρία που αντικατέστησε κατά τη δεκαετία του 1970 την απαξιωθείσα από την ίδια τη ζωή θεωρία της αποϊδεολογικοποίησης.
Κρατώντας αναλλοίωτη τη χαρακτηριστική αντιπαράθεση της επιστηµονικής γνώσης ως προς την ιδεολογία, οι υποστηρικτές της θεωρίας της επαναϊδεολογικοποίησης υπογράµµιζαν τη θετική σηµασία της ιδεολογίας και του ρόλου της µέσα στην κοινωνία. Κύριος στόχος της θεωρείται η αναζήτηση επιπρόσθετων ιδεολογικών πηγών, η επεξεργασία νέων ελκυστικών ιδεών, που δύνανται να αποσπάσουν την αστική κοινωνία από την κατάσταση της βαθιάς κρίσης αξιών.
Η µετακίνηση από την αποϊδεολογικοποίηση στην επαναϊδεολογικοποίηση βρίσκεται στις συνεχείς αναζητήσεις για αποτελεσµατική αντιπαράθεση µε τον µαρξισµό-λενινισµό σε µια προσπάθεια να προταθεί «ανανέωση» των αστικών ιδεών, ώστε να επιτευχθεί η χειραγώγηση της µαζικής συνείδησης και η ενδυνάµωση της επιρροής της αστικής τάξης στις πνευµατικές αξίες.
Η κοινωνική εντολή της νέας αυτής αστικής προσέγγισης της ιδεολογίας βρήκε την αντανάκλασή της σε αρκετές αστικές θεωρίες. Αν και πολύ διαφορετικές στη µορφή τους, όλες επέµεναν στην αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ιδεολογικού συστήµατος για την κοινωνική ανάπτυξη. Μεταξύ τέτοιων συµπεριλαµβάνονται: η προσπάθεια κατανόησης της γλώσσας στη βάση στρουκτουραλιστικών και ψυχο-αναλυτικών θέσεων, η ανθρωπολογική εκδοχή της ιδεολογίας, εξαγόµενης από τις φυσικές ανάγκες του ανθρώπου, η «µυθολογική» παραλλαγή, που αντιµετωπίζει την ιδεολογία ως ένα «ολοκληρωµένο µύθο» κ.ά.
Απορρίπτοντας τη γνωσιολογική αξία της όποιας ιδεολογίας, µιλώντας για το ανεφάρµοστο του κριτηρίου της αλήθειας ως προς την ιδεολογία, οι υποστηρικτές τέτοιων αστικών ιδεολογηµάτων προσπαθούν να δυσφηµίσουν και να απαξιώσουν την κοµµουνιστική ιδεολογία.
